“Αγαπητέ σύντροφε Στάλιν, …ξαφνικά, στις 2:00 τη νύχτα στις 3 Ιανουαρίου 1938 συνελήφθηκα και άρχισε η τραγωδία μου. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, και στην αρχή σκεφτόμουν ότι ίσως να θέλουν να με χρησιμοποιήσουν σε κάποιο πολύ υπεύθυνο έργο, και να θέλουν έτσι να μάθουν περισσότερα για μένα και να με ελέγξουν. Αλλά δεν φαντάζεστε τη μεγάλη μου έκπληξη όταν ο ανακριτής μου είπε ότι συνελήφθηκα ως “πράκτορας” της ελληνικής κατασκοπίας. Δεν θυμάμαι ποτέ μου να έχω κλάψει, όμως εδώ έκλαψα. Έκλαψα σαν μικρό παιδί. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να είχα πεθάνει.
Ονειρευόμουν και αγωνιζόμουν ενεργά σε ολόκληρη την ενήλικη ζωή μου για να εφαρμοστούν οι μεγάλες ιδέες του κομμουνισμού, και γι αυτόν τον λόγο έκοψα όλους τους δεσμούς μου με την παλιά μου οικογένεια, αρνήθηκα την κοινωνική μου τάξη και ήμουν πάντα έτοιμος να θυσιαστώ. Πώς μπορούν να με αποκαλούν “εχθρό του έθνους”, αυτού του έθνους που τόσο βαθιά αγάπησα, ή “προδότη της πατρίδας”, της οποίας ήμουν ένθερμος πατριώτης. Τι έκανα; Τι έγκλημα έχω διαπράξει; Βασάνισα πολύ τον εαυτό μου να σκεφτεί έστω και ένα βλαβερό λάθος που μπορεί να είχα διαπράξει, οποιεσδήποτε ασυνείδητες πράξεις ή, έστω, κάποια ατυχή έκφραση. Όλη μου η δουλειά ήταν απολύτως καθαρή και μέσα στα πλαίσια της κομματικότητας.
Ήμουν ευτυχισμένος που ζούσα και εργαζόμουν σε μια φανταστική χώρα, όπου όλα αυτά τα χρόνια, υπό την ηγεσία Σας, κτίσθηκε το υπέροχο οικοδόμημα του Σοσιαλισμού. Και τώρα βρίσκομαι εδώ, μαζί με τους εχθρούς του λαού! Είμαι βέβαιος ότι η περίπτωσή μου θα διαλευκανθεί και θα είμαι και πάλι ελεύθερος να επιστρέψω στη δουλειά που θα με διατάξει να κάνω το Κόμμα. Σας παρακαλώ, αγαπητέ Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς, να συμβάλετε στην επιτάχυνση της διερεύνησης του προβλήματος μου και την αποκατάστασή μου στο Κόμμα. Με κομμουνιστικούς χαιρετισμούς Ochalis K.V. (Ατσάλις Κ.Β.)” απόσπασμα από το γράμμα του Μάρκου Μαρκοβίτη