Θέλει αρετή και τόλμη για να μπορέσει κάποιος να αναμετρηθεί με τους Παλιούς δασκάλους, αυτούς που ο συγγραφέας θίγει και στους οποίους αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς. Δάσκαλοι της μουσικής, της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής όπως ο Τιντορέτο, ο Γκόγια, ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ, είναι κύριες και πρωταρχικές φυσιογνωμίες που δεν γλιτώνουν από τα δίχτυα του πολύ εκκεντρικού και επικριτικού αφηγητή Ρέγκερ. Ο Μπέρνχαρντ με τη μοναδική του λογοτεχνική ευφυΐα και δεξιοτεχνία κατορθώνει με ορμητήριο τον πρωταγωνιστή και μουσικοκριτικό Ρέγκερ να αφηγηθεί με γκογκολικούς όρους τη ζωή του ήρωά του και να στοχαστεί επί πληθώρας θεμάτων, το παρόν και μέλλον των τεχνών, την κριτική ματιά των ανθρώπων, την κατάσταση της Αυστρίας.

Με ένα μείγμα κριτικής στα κοινωνικά πεπραγμένα, σάτιρας και καυστικού λόγου που πολλές φορές είναι χειμαρρώδης, προκλητικός και ασυγκράτητος ο αφηγητής ξεδιπλώνει τις απόψεις του. Ο αναγνώστης στέκεται πολλές φορές εμβρόντητος μπροστά στα λεγόμενα που έχουν μεγάλη δόση υπερβολής μιας και σκοπός του Μπέρνχαρντ, όπως άλλωστε το συνηθίζει, είναι να προκαλεί και να εγείρει ερωτήματα. Ο αφηγητής Ρέγκερ έχει πολλά γκογκολικά χαρακτηριστικά – καθώς προβάλλει το παράδοξο και το κωμικοτραγικό – και είναι ένας κριτής της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά παράλληλα βάλλει ανοιχτά κατά προσώπων για να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του. Πρόσωπα που δεν τον άγγιξαν καθόλου και άδικα αποδομεί, άλλα πάλι που τον σαγήνευσαν και τον βοήθησαν στη ζωή του γιατί εκείνος το επέτρεψε, πρόσωπα τα οποία απεχθάνεται και μιλά ανοιχτά εναντίον τους.

Το Μουσείο: πρόσφορο έδαφος για σκέψη

Όλο το μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα στο Μουσείο Ιστορίας Τέχνης της Βιέννης, ο Ρέγκερ καθισμένος στο αγαπημένο του παγκάκι ρεμβάζει τον πίνακα ζωγραφικής και αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι των συλλογισμών του με κωμικό αλλά και φλεγματικό τρόπο. Από το στόμα του δεν γλιτώνει κανείς, ούτε οι Παλιοί Δάσκαλοι, ούτε οι επισκέπτες, ούτε βέβαια και οι συμπατριώτες του Αυστριακοί, ειδικά οι τελευταίοι τον εξοργίζουν με τη συμπεριφορά τους και τον χαρακτήρα τους. Η τέχνη όμως είναι στο επίκεντρο της σκέψης του και της κριτικής του, ανησυχεί τόσο για το παρόν της όσο και για το μέλλον χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποδέχεται ό,τι συνέβη στο παρελθόν ως κάτι ξεχωριστό.

“Η τέχνη είναι ό,τι πιο υψηλό και συνάμα ό,τι πιο δυσάρεστο υπάρχει, είπε. Μα οφείλουμε να φανταζόμαστε ότι υπάρχει η υψηλή και η πιο υψηλή τέχνη, είπε, αλλιώς πέφτουμε σε απόγνωση”. Το Μουσείο είναι πράγματι για αυτόν ένας ιερός χώρος αλλά εκεί δεν χωρούν όλοι, δεν μπορούν όλοι κατά τον Ρέγκερ να συνυπάρχουν κάτω από την ίδια στέγη. Για παράδειγμα ειδικά εκείνοι οι επισκέπτες οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τίποτε και θα έπρεπε να απέχουν αλλά και εκείνοι οι ιστορικοί τέχνης που δεν έχουν πολλά να πουν παρά αναλίσκονται σε θεωρίες δίχως να προσφέρουν τίποτα στον κόσμο που τους ακούει. Είναι σαφής η διάθεση του Μπέρνχαρντ να “παίξει” με τον πρωταγωνιστή του και να τον εκμεταλλευτεί για να αναδείξει χρόνια προβλήματα έχοντας εν γνώσει του πως το στοιχείο υπερβολής είναι πολύ έντονο.

Ο κόσμος και η χώρα μου, η Αυστρία σε κρίση

“Όλος ο κόσμος είναι σήμερα γελοίος και επιπλέον βαθύτατα οδυνηρός και κιτς, αυτή είναι η αλήθεια”. Να ένας τρόπος να συμπυκνώσεις τη φιλοσοφία σου σε λίγες μόλις λέξεις και να συνεχίσεις λέγοντας πως “είμαι τώρα στα ογδόντα δύο χρόνια και αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια σ’ αυτή την πλήρη απόγνωση για τα πάντα”. Αυτά είναι τα λόγια του Ρέγκερ, ο οποίος σαν ηθοποιός σε σκηνή και μόνιμα  βρισκόμενος στο Μουσείο ομολογεί την απόγνωσή του και την απαισιοδοξία του με βάση όσα βλέπει και παρατηρεί γύρω του. Σε έναν μονόλογο που μοιάζει σχεδόν παραληρηματικός και σε πνεύμα που αγγίζει την καταθλιπτική μανία του Στέφαν Τσβάιχ, χωρίς όμως αυτή να είναι τόσο έκδηλη, ο Ρέγκερ εμφανίζεται ως θύμα του καιρού του.

“Ο άνθρωπος χρειάζεται επιτακτικότατα ένα γιατρό του σώματος και ένα γιατρό της ψυχής και δεν βρίσκει κανέναν απ’ τους δύο, σ’ όλη του τη ζωή ψάχνει έναν καλό γιατρό του σώματος κι έναν καλό γιατρό της ψυχής και δεν υπάρχουν για κείνον τέτοιοι γιατροί”. Μέσα σε αυτή την έντονη ψυχική κατάσταση ο Ρέγκερ θα αρχίσει να κρίνει πρώτα τους συμπατριώτες του και να κρίνει την Αυστρία ως μια χώρα σε παντελή εγκατάλειψη, μια χώρα που δεν έχει μέλλον, ανθρώπους γύρω του που οδεύουν προς την καταστροφή. Είναι αδιαμφισβήτητη η έμφασή του σε μια πραγματικότητα που για εκείνον είναι πλέον δυσάρεστη αν κρίνει κανείς πως ο λόγος του είναι δραματικός και καταστροφολογικός σε υπερθετικό βαθμό ενώ τα πράγματα ίσως να μην είναι τόσο θλιβερά.

Ωστόσο, εκείνος βαθιά απογοητευμένος θα πει: “Με το κράτος αυτό δεν θέλω να έχω καμιά σχέση στο μέλλον, κάθε μέρα με αηδιάζει. Σήμερα όλοι άνθρωποι που ενεργούν και κυβερνούν σ’ αυτό το κράτος έχουν μόνο φριχτά πρωτόγονα πρόσωπα χωρίς πνεύμα, σ’ αυτή τη χρεοκοπημένη χώρα δεν βλέπετε τίποτε άλλο παρά ένα γιγάντιο σωρό από φριχτά φυσιογνωμικά σκουπίδια”.


Αποσπάσματα

“Σκεφτόμουν, δεν θέλω πια να γυρίσω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, και άλλοι δεν υπάρχουν”

“Ο Αυστριακός είναι κάθε άλλο παρά επαναστάτης επειδή δεν είναι διόλου φανατικός λάτρης της αλήθειας, ο Αυστριακό συμβιώνει αιώνες ολόκληρους με το ψέμα και το έχει συνηθίσει”.