Το πιο αινιγματικό, πολυσήμαντο -και γι αυτό ίσως και το πιο συναρπαστικό- έργο του Χάρολντ Πίντερ, Παλιοί καιροί ανεβάζει ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, στην πρώτη συνεργασία του ως σκηνοθέτη με το θέατρο που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν, έχοντας κοντά του τους σταθερούς συνεργάτες του, με τους οποίους έχει συνυπογράψει σημαντικές παραστάσεις τα τελευταία χρόνια, αλλά και άλλους με τους οποίους επανενώνεται μετά από καιρό.

Ο σκηνοθέτης σημειώνει:

“Μόνη μου φιλοδοξία για την συγκεκριμένη παράσταση είναι να καθοδηγήσω τους συνεργάτες μου με τέτοια διακριτική ακρίβεια, ώστε το αριστούργημα του Πίντερ να εμφανιστεί σταδιακά από μόνο του σε όλη του την πολυπλοκότητα, όπως μια φωτογραφία που ξεκινάει να αχνοφαίνεται μέσα στο υγρό διάλυμα, στη συνέχεια παίρνει ολοκάθαρη μορφή μπροστά στα μάτια μας, και παρόλα αυτά παρουσιάζεται ακόμα πιο μυστηριώδης από πριν”.

Αλλά τι είναι στ’ αλήθεια οι Παλιοί καιροί;

Αρχή.

Μια αγροικία που έχει μετατραπεί σε σπίτι.Φθινόπωρο. Νύχτα. Χαμηλό φως. Διακρίνονται τρεις φιγούρες.Ο Ντίλι χωμένος βαθιά στην πολυθρόνα, ακίνητος. Η Κέιτ κουλουριασμένη σ’ έναν καναπέ, ακίνητη. Η Άννα στέκεται στο παράθυρο, κοιτάζει έξω.

Παλιοί καιροί. Ή μήπως νέοι; Τότε ή μήπως τώρα; Ένας άνδρας καί δύο γυναίκες ή μήπως ένας άνδρας και μία γυναίκα, η ίδια, η τότε και η τώρα, αυτή και εκείνη; Ένα ζευγάρι και μία φίλη από τα παλιά ή ένα γυναικείο ζευγάρι και ο παρείσακτος άνδρας; Δύο ζωντανοί και μία νεκρή, δύο ζωντανές και ένας νεκρός ή όλοι νεκροί; Γεγονότα που έχουν συμβεί και ανακαλούνται στη μνήμη ή που δεν έχουν συμβεί ποτέ, αλλά καθώς ανακαλούνται στη μνήμη γίνονται πραγματικότητα;

Λευκό που πονάει. Πάγος. Διαφάνεια. Συμμετρία. Σιωπή. Μοναξιά. Αγώνας κυριαρχίας και κτήσης. Αποπλανήσεις, παραπλανήσεις. Κλοπές. Απάτες. Παγίδες. Η γλώσσα που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Γρίφοι. Τριγμοί στο πάτωμα. Όνειρα στα όρια του εφιάλτη, παράξενα ελκυστικά όμως.Το άγνωστο και η σκοτεινή του γοητεία. Μαγνητικός ερωτισμός τερατώδους ψυχραιμίας. Αστεία για να περάσει η ώρα που δεν περνάει ούτε με αστεία. Mind control. Ένα (θανάσιμα επικίνδυνο) παιχνίδι για δύο: κατανοητό. Αλλά για τρεις; Ποιος είναι με ποιον; Ποιος χειραγωγεί ποιον; Ποιος θα πάρει για λάφυρο ποιον; Τεράστια, ανεξέλεγκτα συναισθήματα που ξεπηδάνε από πολύ βαθιά, μόλις φτάνουν στην επιφάνεια γίνονται δολοφονικά ακονισμένες λέξεις και σφάζουν με το βαμβάκι. Και ύστερα το χαμόγελο. Η πιο φριχτή μορφή βίας, η παθητική. Η φύση της μνήμης. Μας πάει πίσω σε πράγματα που έχουν πράγματι συμβεί στο παρελθόν ή δημιουργεί μια επίπλαστη, ανύπαρκτη πραγματικότητα από ψήγματα αλήθειας, φόβων και ανεκπλήρωτων επιθυμιών; Και, πάνω απ’ όλα, ο τρόμος μήπως βρεθούμε στην λάθος πλευρά της ιστορίας. Ή μήπως της Ιστορίας;

Παρατεταμένη σιωπή.

Τα φώτα ανάβουν απότομα και εκτυφλωτικά.

Ο Ντίλι στην πολυθρόνα.

Η Άννα ξαπλωμένη στον καναπέ.

Η Κέιτ κάθεται στον καναπέ.

Τέλος.

ΥΓ. Προσωπική εξομολόγηση. Ο Γιάννης Χουβαρδάς αισθάνεται ιδιαίτερη συγκίνηση που θα ξαναβρεθεί ως σκηνοθέτης στο ίδιο θέατρο που ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία πριν από σαράντα δύο χρόνια ως ηθοποιός, και μάλιστα ανεβάζοντας για πρώτη φορά Πίντερ στον ίδιο χώρο που οι Παλιοί καιροί πρωτοανέβηκαν στην Ελλάδα. Και εξαιρετική χαρά που θα ξανασυναντηθεί με τρεις από τους πιο ενδιαφέροντες ηθοποιούς της γενιάς τους, και πολύ αγαπημένους του.

Συντελεστές της παράστασης

Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Video design: Παντελής Μάκκας
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Φωτογράφος: Μυρτώ Αποστολίδου

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Μαρία Κεχαγιόγλου
Χρήστος Λούλης
Μαρία Σκουλά