«H Μέι δεν είχε πάρει ποτέ ναρκωτικά…το φαντάζεσαι να μην χρειάζεται να πάρεις τίποτα;»
Φαντάζεσαι έναν άνθρωπο που να μην έχει ανάγκη να γεμίσει τις φλέβες του με «άσπρη» για να νιώσει καλά; Φαντάζεσαι πόσο ανυπέρβλητο εμπόδιο είναι για την Πινκ και τη Ρόλλυ το πιο αυτονόητο πράγμα του κόσμου;
Δύο αδελφές, δύο «Παράσιτα» φυτοζωούν ανάμεσα σε σκουπίδια, αποφάγια και υπολείμματα χρήσης ουσιών έχοντας πίσω τους μια ιστορία λίγο πολύ συνηθισμένη: τραυματική παιδική ηλικία, ορφανοτροφείο, ανάδοχη οικογένεια, φυλακή, πορνεία. Μόλις η μικρότερη αδελφή Ρόλλυ αποφυλακίζεται, επιστρέφει στο διαμέρισμα της Πινκ με σχέδια και όνειρα για μια καινούρια αρχή. Όμως η Πινκ βρίσκει στο πρόσωπό της την πολυπόθητη σανίδα σωτηρίας και θα προσπαθήσει να την κρατήσει κοντά της με οποιοδήποτε τίμημα. Η αρρωστημένη ψυχολογική εξάρτηση αλλά και η υποκείμενη πίκρα-ζήλια για την ευνοημένη παιδική ηλικία της Ρόλλυ θα φτάσει μέχρι τη σκευωρία.
Το έργο δεν είναι πρωτότυπο σε σύλληψη, είναι όμως εδώ για να μας θυμίζει ότι το «άλλο», το «διαφορετικό», το «ξένο» που όλοι γνωρίζουμε καλά συνεχίζει να βρίσκεται στο διπλανό σπίτι, στο διπλανό πεζοδρόμιο, ίσως και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια όσο και να κλείνουμε ερμητικά μάτια κι αυτιά θεωρώντας ότι αφού εμείς είμαστε εντάξει, δεν μας αφορά. Τα ναρκωτικά στη συνείδηση των πολλών καθρεφτίζουν απλώς το προφανές – μια εκούσια, άστοχη επιλογή. Ας πρόσεχαν! Η ενδοοικογενειακή βία, η λεκτική και σεξουαλική κακοποίηση, τα ψέματα, η πορνεία και η φυλακή δεν είναι παρά η μαγιά που οδηγεί σε εκείνο που εμείς οι «υγιείς» με ευκολία ονομάζουμε περιθώριο, βρωμιά ή κατάντια. Και τότε οι πληγές γίνονται ακόμα πιο οδυνηρές: αβοήθητη μοναξιά, ντροπή, απελπισία και περιθωριοποίηση.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος βουτά στον πυρήνα των δύο υπάρξεων και ανατέμνει τον ψυχισμό τους με κάθε λεπτομέρεια φωτογραφίζοντας με διαύγεια τα σύντομα και συχνά κοφτά στιγμιότυπα από την καθημερινότητά τους. Η σκηνοθετική του ματιά στοχεύει σε ρεαλιστικές ερμηνείες και αποφεύγει τις υπερβολές και τους μελοδραματισμούς ή τα σκηνοθετικά τρικ για να εκμαιεύσει εξαναγκαστικά τη λύπηση ή τη συμπάθεια του θεατή. Η βωμολοχία είναι πλήρως ενσωματωμένη στο σύνολο κι έτσι η τακτική επανάληψή της δεν ενοχλεί. Το διάσπαρτο χιούμορ – μολονότι σαρκαστικό – δίνει μικρές ανάσες αποφόρτισης μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του στενού διαμερίσματος. Ακόμα και ο ενθουσιασμός τους για μια μελλοντική ονειρεμένη «φυσιολογική» ζωή με δουλειά, σπίτι, άδειες και διακοπές προκαλεί αντιφατικά συναισθήματα κι ένα πικρό χαμόγελο καθώς ο θεατής αντιλαμβάνεται το ουτοπικό και το απραγματοποίητο των ευσεβών τους πόθων.
Η Κόρα Καρβούνη (Πινκ) επιβάλλει τη δυναμική της παρουσία από το πρώτο κιόλας λεπτό. Είναι σκληρή, ρεαλίστρια, καχύποπτη με τους πάντες και χρησιμοποιεί γλώσσα ωμή και στοχευμένη για να περιγράψει τον Γολγοθά της. Κάτω από την παγωμένη κρούστα είναι εύθραυστη, τρυφερή και δοτική, ιδιαιτέρα σε οτιδήποτε αφορά την αδελφή της. Ταυτόχρονα διατηρεί μια σχεδόν παιδική εμμονή ότι τα «πουθενά δεν είναι σαν το σπίτι κόκκινα γοβάκια» συμβολίζουν τον απαραβίαστο δεσμό ανάμεσά τους. Αυτά γίνονται το δικό τους μυστικό καταφύγιο που θα τις προστατέψει από όλες τις κακοτοπιές. Σπαρακτική η τελευταία σκηνή της ολοκληρωτικής απώλειας που απομένει γυμνή από ρούχα, αδερφή, ελπίδα, ζωή.
Στον ρόλο της αισιόδοξης, καλοπροαίρετης, σχεδόν αφελούς Ρόλλυ, η Ιωάννα Κολλιοπούλου αρχικά παρουσιάζεται πιο υποτονική. Η μετάλλαξή της αργότερα όταν παρασυρθεί ξανά από τον λευκό δαίμονα καθώς και η περιγραφή της κλοπής των παπουτσιών θα την ανεβάσουν σκάλες ερμηνευτικά όσο θυμώνει, εκλιπαρεί, βρίζει και κάνει το σπίτι άνω κάτω για να ανακαλύψει τη δόση της.
Τα κόκκινα δάκρυα, οι φωτιές και οι σκιές-φαντάσματα που έρπουν στους τοίχους μέσα από τους έξοχους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη μας μεταφέρουν για λίγα δευτερόλεπτα στο τρομακτικό σύμπαν των παραισθήσεων που τυραννούν νου και σώμα. Την αίσθηση επιτείνει η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου που μοιάζει βγαλμένη από έναν άλλο, εφιαλτικό κόσμο.
Τα έπιπλα από αφρολέξ (σκηνικά Μαγδαληνής Αυγερινού) δεν αποτελούν κάτι ιδιαίτερο από αισθητικής πλευράς, είναι όμως απολύτως λειτουργικά τις στιγμές των βίαιων ξεσπασμάτων. Οι τοίχοι με την πολυκαιρισμένη, ξεφλουδισμένη μπογιά κι ένα μοναδ(χ)ικό φως ακριβώς στη μέση αποπνέουν εγκατάλειψη, εσωτερική και εξωτερική.
Μέσα σε όλο αυτό το μαύρο, το τέλος κρύβει και μια μικρή φωτεινή έκπληξη. Η Πινκ δεν μένει ολότελα μόνη. Ο σύμμαχος αποφασίζει να επιστρέψει για να παλέψουν μαζί τα σκοτάδια προς την ελευθερία τους.