Ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα το παρόν δεν υπήρξε τόσο ατραγούδιστο όσο στις μέρες μας…..
Κι ας έδιναν «ήχο και υλικό» η αγωνία και η οργή των ελλήνων στους δρόμους, στις πλατείες, παντού, κι ας εγκυμονούσε η συγκυρία λόγους κι αφορμές να γεννηθούν καινούργια τραγούδια, κι όμως…. Τραγούδια από το παρελθόν συνόδευσαν κι εξακολουθούν να συνοδεύουν την αγωνία των αγανακτισμένων ελλήνων, ό,τι ακούστηκε, ό,τι ακούγεται στις διαδηλώσεις τα τελευταία δύο χρόνια έρχεται από τις ισχυρές αποταμιεύσεις του παρελθόντος.
Πιο ένοχη σιωπή δεν έχει ζήσει η τέχνη του τραγουδιού στον τόπο μας. Βλέπουμε την ελληνική κοινωνία να πλήττεται όσο ποτέ άλλοτε, να παίζονται τα πάντα και εμείς, οι δημιουργοί του ελληνικού τραγουδιού, παραμένουμε βουβοί και άφωνοι, σαν λοβοτομημένοι. Το τραγούδι, το πιο ισχυρό πολιτιστικό όπλο των ελλήνων παραμένει αυτή τη στιγμή, πάνω στο τραπέζι, άσφαιρο. Και άρα άχρηστο σε μια κοινωνία που αλλάζοντας, αναζητά εργαλεία αντίστασης. Αν αναλογιστεί κανείς τώρα, πως η τέχνη του ελληνικού τραγουδιού στη χώρα μας, λειτούργησε για δεκαετίες ολόκληρες ως η βασική καλλιτεχνική λεωφόρος έκφρασης του λαϊκού αισθήματος, ενώ αρκετές φορές διατήρησε και τον αφυπνιστικό και προφητικό της ρόλο, καταλαβαίνει, γιατί αυτή η απουσία στην παρούσα περίοδο και μοιάζει και δείχνει, κοστοβόρα και εντυπωσιακά εμφανής.
Οι αγορές νίκησαν το ελληνικό τραγούδι πολύ πριν επιτεθούν στην ελληνική κοινωνία. Το εξάντλησαν, το αφαίμαξαν, το μετέβαλλαν σε ένα ακίνδυνο ψυχαγωγικό προϊόν, προορισμένο να διασκεδάζει τις αγωνίες και τους φόβους των ελλήνων, όταν εμφανίζονταν στο δρόμο προς την νέα ευρωπαϊκή πορεία της χώρας- η οποία πορεία όμως, έσκασε σα φούσκα πριν λίγο καιρό γεμίζοντας με πύον όλο το σκηνικό. Οι πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρείες με τα budgets και τα promotions, τα εκατομμύρια που διακινήθηκαν μέσω μιας πολυπλόκαμης μεταμοντέρνας βιομηχανίας θεάματος, τα μέσα ενημέρωσης και ο διαφημιστικός μηχανισμός προώθησης που αντικατέστησαν μύθους με ψυχή τοποθετώντας στη θέση τους εικονικές και χάρτινες αξίες, αφαίρεσαν το καλλιτεχνικό αίτημα από το τραγούδι και το γύμνωσαν από το βασικό του όπλο: την αυτονομία και ευελιξία του να βλέπει, να προβλέπει και να εκφράζει τη δυναμική μιας κοινωνικής πραγματικότητας, το τώρα και το αύριο σε άρρηκτη σχέση με το παρελθόν, το πρόσφατο και το απώτατο. Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίζει τον αληθινό εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο. Σε αντίθετη πορεία το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων επέλεξε να εκφράσει το ψέμα μιας κοινωνίας που ήθελε να ξεχάσει τον εαυτό της, την ιδιοπροσωπία της, λες κι έτσι θα σταματούσαν να λειτουργούν οι αντιφάσεις που την χαρακτήριζαν. Το ελληνικό τραγούδι μέσα στη μικρομεσαία θάλασσα που έπεσε, ξέχασε να κολυμπά κι έτσι έμεινε για χρόνια στα ρηχά. Γι’ αυτό κι αποκαλύπτεται τώρα ο Βασιλιάς πιο γυμνός από ποτέ στα μάτια όλων μας.
Από την εποχή των μεγάλων συναυλιών για τον Οτσαλάν και τη Σερβία έχουν περάσει πολλά χρόνια. Στο προσκήνιο εμφανίστηκαν δεκάδες νέοι δημιουργοί, νέοι τραγουδοποιοί, νέοι ερμηνευτές. Στο Σύνταγμα είδα ελάχιστους από αυτούς τους «νέους».
Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα, αν το τραγούδι θα εξακολουθήσει να λειτουργεί ως τέχνη ή θα αναλωθεί στο ρόλο του διασκεδαστή μιας μικρομεσαίας αυταπάτης με σαφή όρια και ημερομηνία λήξης.
Κι όμως στην τέχνη συμβαίνουν πιο εύκολα ανατροπές απ’ ότι στην πολιτική. Ας το ελπίσουμε.
Όπως λέει κι ο Μπρεχτ «Στον Καιρό της Φρίκης θα τραγουδάμε ακόμα; Ναι. Θα τραγουδάμε. Το τραγούδι της Φρίκης».
Παρασευάς Καρασσούλος
INFO: O Παρασκευάς Καρασούλος γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Υμηττό όπου συνεχίζει να ζει και να εργάζεται.
Είναι στιχουργός, εκδότης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Μικρής Άρκτου.
Υπήρξε επίσης εκδότης του μηνιαίου διαδικτυακού πολιτιστικού περιοδικού www.hridanos.gr, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Λόγου και Τέχνης στον Υμηττό
και εμπνευστής του θεσμού Ακροάσεις Νέων Καλλιτεχνών της Μικρής Άρκτου.