Ο Δημήτρης Γλυφός στην ποιητική του συλλογή Παρεστιγμένος μοιράζεται ειλικρινώς στιγμές προσωπικές, εξ’ ου και η υποκειμενοποίηση του όρου, με μέσο τις μουσικές διάρκειες της ποίησης (παρεστιγμένη νότα, παύση). Μπορούμε να πούμε, εν γένει, ότι εκ των δύο όψεων του όρου, η πρώτη ήταν αυτή που φωτίστηκε με μεγαλύτερη επιτυχία: η προσωπική αναδόμηση του εαυτού με βοήθεια τις λέξεις.
Ο ποιητής τέμνει τη συλλογή στα δύο (Α’ και Β’ μέρος) ανάλογα –φαινομενικά- με την έκταση των ποιημάτων. Στο Α’ Μέρος κοφτά, σύντομα ποιήματα και στο Β’ πολύστιχα, εκτενή. Ενδιαφέρουσα επιλογή, αν κρίνει κανείς ότι ο διαχωρισμός αυτός εύστοχα αντικατοπτρίζει και δύο ποιητικές προσωπικότητες, με τη μία να καταφέρνει ό,τι η άλλη δεν μπορεί. Ας αρχίσουμε όμως από το γεγονός ότι ο Γλυφός συγκεντρώνεται έντονα στο πώς θα καταφέρει μια πλοκή λέξεων τέτοια που να στοχεύει άμεσα στην παραδοχή του αναγνώστη, στην εντύπωση ότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να έχει ειπωθεί τόσο σφιχτοδεμένα και γοητευτικά. Και ομολογουμένως σε πολλά σημεία το κατορθώνει (α) Κι ο καπνός/ λέξεις που δεν πρόλαβαν/ τη ληκτική ανάσα., β) Αργός ο χτύπος μου./ Αργό και το ξημέρωμα./ Απόψε, με στρίμωξαν τα όνειρά μου.). Ως προς τη διαίρεση, λοιπόν, της συλλογής σε δύο μέρη παρατηρείται το εξής: στα ολιγόστιχα ποιήματα του πρώτου μέρους ο ποιητής απλώς πυροβολεί με τις λακωνικές αυτές φράσεις, στο δεύτερο τις αναλύει, τις ανοίγει ή τις περιβρέχει με άλλες σκέψεις σχετικές. Ουσιαστικά, στο δεύτερο αυτό μέρος είναι που βλέπουμε τον ποιητή να προσπαθεί να κάνει ποίηση, τολμώντας να αφήσει –έστω για λίγο- τον ωραίο κρότο των συνθηματικών ποιητικών στίχων του α’ μέρους. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι στο α’ μέρος δεν συναντάται ποιητικότητα: το ποίημα Υπέρηχος είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα που αναδεικνύει πόσο καλά ο ποιητής μπορεί να ξυπνήσει μια μεταφορά και να οικοδομήσει τη σκέψη σε καλά κοινωνούμενο λόγο (Με σάλιο ανακάτεψα/ τα κύτταρα που ισορροπούν/ στο στήθος σου./ Αποκοιμήθηκα στη στήλη σου/ και ξύπνησα σαν έμβρυο,/ ιστός απ’ τους ιστούς σου.), αλλά και πόσο επιτυχώς ο τίτλος υποστηρίζει και συμπληρώνει το οικοδόμημα.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι ο ποιητής σχεδόν εξαντλεί τις δυνάμεις του στην εύρεση της κατάλληλης λέξης και στο πώς αυτή οικονομικά αλλά και περίτεχνα θα γίνει συμπαγής φράση, ξεχνώντας ότι αυτό που κυρίως αναμένεται από ένα ένστιχο κατασκεύασμα είναι το πώς η μουσικότητα θα αναδείξει όσα οι λέξεις αναγκαστικά δεν μπορούν. Ίσως αν το κείμενο του Γλυφού δινόταν σε άλλη μορφή –πεζή- η αποτίμηση να ήταν διαφορετική: εκεί το πεζό θα ήταν διανθισμένο με έντονα ευαίσθητες συζεύξεις λέξεων, που θα έδιναν ποιητικότητα. Το θέμα είναι όμως ότι ο ποιητής μας ζητά να δούμε το κείμενό του ως ποιητική σύνθεση και ως τέτοιο τελικά το αξιολογούμε. Αν κάτι επιχειρεί να προκαλέσει ρυθμό είναι η επιλογή διασκελισμών, που σε μεγάλο βαθμό απλώς αποσυναρμολογούν σε στίχους-αράδες ένα κατά τα άλλα συνεχές κείμενο. Στον Ομφάλιο Λώρο ο νεόκοπος Γλυφός δείχνει πώς θα μπορούσε με απλή εναλλαγή θέσης συντακτικών στοιχείων (Ρήμα- Αντικείμενο) το κείμενό του να ηχεί μουσικά: Πλένω σε λεκάνες με θεοτικό νερό τα πόδια./ Τσούζω τις πεταλίδες με λεμόνι./ Την πληγή στο γόνατο με θάλασσα.
Αυτό που όμως ευδοκιμεί στην ποίησή του Γλυφού είναι η σταθερότητα της φωνής. Συγκεκριμένα, το α’ πρόσωπο χρησιμοποιείται συχνά αποδίδοντας όση εγγύτητα και όση απόσταση πρέπει. Ακούμε απαρέγκλιτα την ίδια φωνή, ακόμη κι όταν η συναισθηματική εμπλοκή εύλογα θα έφερνε στο προσκήνιο μια άλλη. Έτσι μπορεί μεν ο ποιητής να μην δοκιμάζεται τόσο ρυθμικά, αλλά έχει καλά εξασφαλισμένο το στοιχείο της φωνής, το οποίο δεν αποτυπώνεται στο χαρτί, όπως οι λέξεις. Σε αυτά τα α’ πρόσωπα σημεία, η επιλογή λέξεων είναι πιο μετρημένη, δεν τείνει σε βερμπαλισμό και αφήνει τη σκέψη πιο εύκολα να αφηγηθεί: α) Μακρηγορώ αλήθειες… Οραματίζομαι επιστροφή. Απεργούν τα πηδάλια και σκοντάφτω σε κάθε κύμα., β) Νεκρός σ’ αυτό που πίστευα,/ στο χώμα που μ’ ανεχόταν,/ δεν έχω μάτια να μου κλείσεις.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Παρατηρείται, τέλος, πως ο ποιητής πειραματίζεται, επιχειρώντας στιγμιαία να χρωματίσει υπερρεαλιστικά τους στίχους του (Ίσιος κορμός, μωβ προσευχή, μια κούπα στάχτη.). Όμως και ο πειραματισμός αυτός εστιάζεται στο πώς του τι (στο πώς θα πει μια σκέψη, με τι λέξεις ως μέσον) και όχι στο πώς του πώς (στον τρόπο με τον οποίο τελικά θα πλέξει τις λέξεις, ώστε να έχουν μουσικό αποτέλεσμα). Αναμένουμε σε μελλοντικές συλλογές να επιχειρηθεί απάντηση, λαμβάνοντας ως βάση την ήδη αξιόλογη πάλη με το πώς του τι.
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γλυφού, Παρεστιγμένος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πανοπτικόν.