Η Άννα Τσαλουκίδου εντάσσεται σε μια κατηγορία λογοτεχνών, που δεν δυσκολεύονται να αποτυπώσουν επί χάρτου με την πένα τους, εκείνα που η φαντασία τους απλόχερα τους προσφέρει για συγγραφικό υλικό. Αυτό δεν αποτελεί χαρακτηριστικό εκπαίδευσης ή συγγραφικής εκμάθησης στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, αλλά έμφυτο χάρισμα και βασικό συστατικό μιας ζωής, του τύπου: Γράφω γιατί ζω και ζω γιατί γράφω!

Από τον Γρηγόρη Χαλιακόπουλο

Με τέτοιες προϋποθέσεις εμφανίστηκε στα γράμματα, η συγγραφέας Άννα Τσαλουκίδου, η οποία αν και έγραφε από μικρή ηλικία, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων μπήκε με συνειδητή καθυστέρηση κάποιων ετών, αλλά αποφασισμένη για να μείνει. Και μέχρι στιγμής τα έχει καταφέρει θαυμάσια. Άθροιζε βιώματα, πραγματοποιούσε συχνές «αυτοβυθίσεις», ολοκληρωνόταν ως προσωπικότητα, ώσπου κάποια μέρα θεώρησε πως η ζωή της ήταν ώριμη για να εκδοθεί συγγραφικά  και να καταλήξει ως τριλογία στα αδηφάγα μάτια του αυστηρού αναγνωστικού κοινού. Εκείνου που δεν επηρεάζεται από ροζ ιστορίες και μόνο, αλλά ούτε από την υπερβολή που εμπεριέχουν τα διαφημιστικά σποτάκια της γυναικείας λογοτεχνίας των εμπορικών εκδοτικών οίκων. Άλλωστε η ίδια το γνωρίζει καλύτερα και αυτό το επιβεβαιώνει η γραφή της, πως η δημιουργία δεν έχει φύλο, παρά μόνο ταυτότητα!

Με την έκδοση του πρώτου της μυθιστορήματος «Οδός Παπαμάρκου 9» των εκδόσεων «Ίαμβος», η συγγραφέας μας, βουτά απευθείας στα βαθειά νερά της λογοτεχνίας με μια αυτοβιογραφούμενη εξιστόρηση όπου αποκαλύπτει εκτός του ταλέντου της και τους κυματισμούς της πολυτάραχης ζωής της. Προκαλεί μνήμες να αναδυθούν στην επιφάνεια, εκμεταλλεύεται το υποσυνείδητό της και αυτοσαρκάζεται δίχως οίκτο, προκαλώντας τον εαυτό της. Τι καλύτερο από ένα δημιουργό από το να αναμιγνύει στο μελανοδοχείο του, το μελάνι της έμπνευσής του με το αίμα της καρδιάς του.

Γεννημένη στο Μηλοχώρι Πτολεμαΐδος του Νομού Κοζάνης, την πρώτη δεκαετία της, την έζησα στη Δραπετσώνα. Για λόγους οικογενειακούς, αργότερα, βρέθηκε και πάλι στην Πτολεμαΐδα, όπου και έμεινε μέχρι την ενηλικίωσή της. Αυτά τα χρόνια περιγράφονται με δυνατή και «θρασεία» πένα στο παρθενικό της δημιούργημα. Στο επόμενο όμως με τον τίτλο «Πατρός ορφανή» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, η Πτολεμαΐδα ξαναζεί μαζί με όλα τα συμβάντα που χαράζουν την εφηβική ψυχή της. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το πρόσφατο βιβλίο της: «Τους δράκους στη ζωή της, δεν τους έκανε ποτέ ζάφτι, γιατί κάθε φορά που την επισκέπτονταν απρόσκλητοι, ερχόντουσαν τα πάνω κάτω με ξέφρενους ρυθμούς. Κι εκεί στην άκρη του ξέφωτου την πρόφταιναν πάντα, άσχημο σημάδι, κι έτσι πελώριοι και δυνατοί όπως ήταν, της έγνεφαν κατάματα, αποτελειώνοντάς την. Μ’ εκείνα τα μάτια που πέταγαν φλόγες κι εκείνο το στόμα που ξερνούσε πύρινη κόλαση, την πρόκαναν κάθε φορά, χωρίς τη δυνατότητα διαφυγής, έτσι μικρή και ευάλωτη που ήταν. Δεν ήθελε ή δεν ήξερε να τους κάνει συμμάχους, γιατί ήταν πάντα κακιωμένη μαζί τους και ήταν ζήτημα χρόνου πια να γίνει και πάλι παρανάλωμα».

Γλώσσα ρέουσα και ανεπιτήδευτη, ύφος προσωπικό που δεν μιμείται κάποιον ή κάτι καθώς τη ζωή της περιγράφει και το είδωλό της έχει ως σύμμαχο. Θεματολογία ανάλογη εκείνων των αιρετικών συγγραφέων όπου κατορθώνουν από το ενσταντανέ ενός χαμόγελου να διακρίνουν το δάκρυ… και το αντίθετο.  Χαρακτηριστικό της γραφής της επίσης, η τόλμη της έκθεσης αλλά και το ξεγύμνωμα των υπαρξιακών της αναζητήσεων, εκείνων που η ίδια  αποθησαυρίζει στο διάβα της ζωής της και με ξεχωριστή ταπεινότητα «απιθώνει» στις σελίδες του βιβλίου της.

Την διαβάζουμε κάπου να δηλώνει: «Σε ηλικία ενός έτους χάνεται ο πατέρας μου σε εργατικό ατύχημα και οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Κάποιες στιγμές μαλακώνουν, αλλά το στάνταρ των αισθηματικών αποχρώσεων κυρίως είναι το μαύρο. Τα κενά του πατέρα, γενικά ο θάνατος είναι μια σπάνια ιστορία στην παιδική ηλικία, γιατί το σύνηθες και φυσικά βιολογικό, είναι οι  άνθρωποι να ζουν και να πεθαίνουν αφού γεράσουν. Ήμουν ένα από τα μοναδικά παιδιά της γειτονιάς μου, που δεν είχα πατέρα και αυτό άλλοτε με τσάκιζε και άλλοτε μου έδινε θάρρος και ορμούσα πάνω στο πρόβλημα. Καλό και κακό λοιπόν σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Έμαθα να χάνω και να κερδίζω. Να έχω στόχους και να δημιουργώ χρονοδιαγράμματα. Όταν ήθελα να κάνω κάτι πολύ, τις περισσότερες φορές το κατόρθωνα. Με τον καιρό όμως, οι καταστάσεις καθοδηγούνταν από το συναίσθημά μου, που με πήγαινε όπου ήθελε, αλλά και με κατακερμάτιζε. Το παρελθόν στεκόταν εκεί, απέναντί μου, ψυχρό, απειλητικό και με βασάνιζε. Στην εφηβεία η απώλεια του πατέρα είναι ανεκπλήρωτη». Στο βιβλίο αυτό, αυτά τα συναισθήματα με ώθησαν να γράψω για την ηλικία που έζησα μετά τα 8, και βέβαια ουδέν κακόν αμιγές καλού!».
Η Άννα Τσαλουκίδου με τα δύο βιβλία της, έχει ήδη υποδαυλίσει σε όλους μας την περιέργεια, να συνταξιδέψουμε  και με το τρίτο που ελπίζω να ολοκληρώσει σε λίγο καιρό.

Η επιβεβαίωσή της όμως έχει ήδη ισχυροποιηθεί μετά τις δύο συνεχείς επιτυχίες της αλλά και από την ειλικρινή εκτίμηση της συγγραφικής της ικανότητας από το απαιτητικό αναγνωστικό κοινό. Άραγε, ποιος συγγραφέας δεν συμμαχεί σε τακτά διαστήματα με την ανασφάλεια και την ανυπομονησία μιας ανανέωσης της εμπιστοσύνης των αναγνωστών προς το πρόσωπό του; Όλοι θα έλεγα δίχως αναστολές και όσο μεγαλύτερη αυτή η ανασφάλεια τόσο εκλεκτότερο το επόμενο έργο που κατατίθεται στα γράμματα και στου αδέκαστου χρόνου τις ορέξεις.
Τη μαγεία αυτή, να αυξάνεται η δημιουργική εγρήγορση και η συγγραφική δεινότητα, όσο μειώνεται η αυτοβεβαίωση, έρχεται να υποστηρίξει η Άννα Τσαλουκίδου με τη βιωματική πένα της: « Γι’ αυτό, λοιπόν, κάθε φορά που στη ζωή της δε θα μπορεί με τίποτα να διαχειριστεί το συναίσθημά της με σύνεση, που δε θα μπορεί να αποδεχτεί τα γεγονότα που την πληγώνουν, εκείνη θ’ ανοίγει μια τρύπα στον τοίχο του χρόνου και θα δραπετεύει σ’ άλλους χρόνους, σ’ άλλους καιρούς, για να βρίσκεται παρούσα εκεί, στο ίδιο σταθερά σημείο, στην οδό Παπαμάρκου και στον αριθμό 9…».

Και συνεχίζει με οπλισμό της, τη γενναιότητα της απόδρασης από το στοιχειωμένο παρελθόν, με τρόπο αξιοθαύμαστο: «Όταν η ζωή σε καλεί να πας μπροστά, ν’ αρπάξεις τη σάλπιγγα και να σαλπίσεις, ακόμα και αν δεν το μπορείς, ακόμα και αν δεν το θέλεις και ύστερα επιτακτικά σε καλεί να χορέψεις στο ρυθμό της και πάλι, ενώ εσύ θα πρέπει να ξεκινήσεις ανάμεσα σε απώλειες, ανατροπές και διεκδικήσεις, τότε είναι που οφείλεις να σκίσεις το πέπλο του παρελθόντος και να τραβήξεις μπροστά με κουράγιο, κάνοντας θέση στα νέα, τα καινούργια».

Η συγγραφέας μας, με τα δύο βιωματικά και αποκαλυπτικά έργα της, «Οδός Παπαμάρκου 9» και «Πατρός ορφανή» των εκδόσεων Ίαμβος, περνά δικαιωματικά τα τείχη της «Πόλης των Ιδεών», με διαβατήριο την ικανότητα να συγγράφει, το ταλέντο να εξιστορεί και την εσώτερη δύναμή της να απογυμνώνει τον εαυτό της, δίχως αναστολές και ψιμύθια.

Κατορθώνει, με απέριττο τρόπο να δημιουργήσει ερεθίσματα στον αναγνώστη όχι με μεγαλοστομίες και πεφυσιωμένες διατυπώσεις, αλλά με την εικονοποίηση των συναισθημάτων της και τον οφειλόμενο σεβασμό, στον πόνο που αφειδώς της προσέφερε η ίδια η ζωή.

Γιατί μόνο έτσι, ξορκίζεις το τραγικό μέρος των αναμνήσεών σου. Όταν αποφασίζεις να λυτρώσεις την ψυχή σου με το ομοιοπαθητικό μελάνι της πένας σου.

Ήγουν… η αιχμή του βέλους που σε κάρφωσε, να ισοδυναμεί στο Κολοσσαίο του χωροχρόνου, με την προσδοκώμενη ίασή σου.

 
 
Το βιβλίο της Άννας Τσαλουκίδου, Πατρός “Ορφανή”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιάμβος.