Πέρασμα Πίσω στο Ανθρώπινο

Δαμάζοντας τα κύματα της επελαύνουσας ανάπτυξης, αντιστεκόμαστε στην κυριαρχία της Ανθρωπόκαινου και του Μετα-ανθρώπινου. Βουτάμε τα δάχτυλα στην ύλη και στο χρώμα και γευόμαστε το χιόνι στην έκθεση Πράσινο Πέρα(σ)μα, ενώ ξορκίζουμε το κακό απομνημονεύοντας τη νέα βίβλο του Paul Ardenne και την οικο-κοινωνική προοπτική των Bill Gilbert & Anicca Cox.

ΦΑΙΗ ΤΖΑΝΕΤΟΥΛΑΚΟΥ

Πράσινο Πέρασμα στον Τόπο της Ελπίδας

Στη  βιομηχανική περιοχή του Περάματος, οι Barbara Polla και ο Μάριος Φούρναρης επιμελήθηκαν τη χρονιά που μας πέρασε για το Μουσείο Αλιείας και Ναυπηγικής Αλιευτικών Σκαφών Περάματος, με σύμβουλο έκθεσης τον Paul Ardenne, συγγραφέα του πολύ σημαντικού τόμου για σύγχρονη τέχνη και οικολογία, Un Art ecologique, creation plasticienne et anthropocene, την ομαδική έκθεση “Πράσινο Πέρα(σ)μα” με έργα 13 καλλιτεχνών γύρω από την ιστορική αλλαγή του Περάματος, από πορθμείο-πέρασμα, σε σημείο προορισμού που δέχτηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων κατά τη Μικρασιατική καταστροφή και εξελίχθηκε σε πόλη της ναυτοσύνης αλλά και σταδιακής υποβάθμισης του φυσικού τοπίου λόγω της εκβιομηχάνισης της περιοχής.

Το Πέραμα, ως ένα Πέρας ενός κόσμου, που διαρκώς διαπερνάται από σαρωτικά φαινόμενα, όπως η κλιματική κρίση ή η νέα προσφυγιά, γίνεται ένα σύμβολο αντίστασης και ανθρώπινης βιωσιμότητας κόντρα στον απρόσωπο χαρακτήρα των αποφάσεων των κέντρων εξουσίας. Το Μουσείο Αλιείας, από μόνο του ένα απομεινάρι μιας αλλοτινής εποχής, με τα παραδοσιακά αλιευτικά σκάφη να έχει φροντίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να εξαφανιστούν δια παντός με την Οδηγία του 1992 για ολική καταστροφή τους με πρόσχημα την καταπολέμηση της υπεραλίευσης, γίνεται το ιδανικό κέλυφος για να δέσει η νέα ενσυναίσθηση της αμεσότητας μίας βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων, στον εύθραυστο “Κάβο” από πευκοβελόνες της Μάρθας Δημητροπούλου.  

Η έκθεση ξεκινά με έναν “Καυγά στις Πλαγιές του Πάικου”, από τον Γιώργο Τσακίρη. Δύο άντρες με γκλίτσες σημαδεύει μάταια ο ένας τον άλλο. Ένας ρομαντικά άπελπις αγώνας με φυσικά μέσα που ανήκει σε αλλοτινές εποχές. Η Κυριακή Γονή προβάλλει τη σαμανική της αφήγηση για τη φύση ως σύμβολο των  “Δικτύων της Εμπιστοσύνης”, ενώ ο Μανώλης Μπαμπούσης αναλύει φωτογραφικά στα επιμέρους του στοιχεία και με προσήλωση φυσιοδίφη και γεωγράφου ένα πέτρωμα της περιοχής. Αυτά τα πετρώματα και τους παγετώνες η Δήμητρα Δέδε σκεπάζει απαλά με ένα νεκροσέντονο στο “The Shroud”, ενώ ο Παύλος Νικολακόπουλος υμνεί το πάλαι ποτέ απάτητο λευκό  στο “Oblique as needed”. H Janet Biggs με το “Warning Shot” να αντηχεί στον Αρκτικό κύκλο, επιχειρεί να μας αφυπνίσει για τα μελλούμενα.

Την ίδια στιγμή η Μάρω Μιχαλακάκος αποτυπώνει με τα υδατοχρώματα της ένα πτηνό μεταξύ φλαμίνγκο και ντόντο που έχει εγκλωβιστεί από την ίδια του τη φύση, σε ένα “Παράλληλο Σύμπαν” με τον εγκλωβισμένο άνθρωπο, στον οποίο υπόσχεται “Ελεύθερη Πρόσβαση” ο Μάριος Φούρναρης, φωτογραφίζοντας μία ορθωμένη σιδερένια πύλη στη μέση ενός λιβαδιού. Την ίδια στιγμή η Βιργινία Μαστρογιαννάκη, καταφθάνοντας η ίδια από έναν άλλο πλανήτη, εντοπίζει τα απομεινάρια μιας αποκάλυψης με τις αναλογικές φωτογραφίες της με τίτλο “U.F.O”.

Η Λυδία Δαμπασίνα ζυγίζει την ανθρωπότητα με τη φύση και τη βγάζει λειψή, ενώ η Ali Kazma φωτογραφίζει το “Safe”, ένα απόκοσμο αλλά αληθινό καταφύγιο, το Global Seed Vault, στο βορεινό Svalbard της Νορβηγίας, όπου ξεκίνησαν να φυλάσσονται από το 2008, και από πέρυσι πειραματικά για 100 χρόνια, μέσα στις πολικές θερμοκρασίες των -18οC, οι σπόροι της ανθρωπότητας, για παν ενδεχόμενο… Έχοντας στο μυαλό μας την επιβίωση τουλάχιστον των φυτών την Επόμενη Μέρα, βγαίνοντας από την έκθεση αντικρίζουμε τη μεγάλη πινακίδα του Robert MontgomeryΌταν Εμείς θα Φύγουμε, τα Δέντρα θα Οργιάσουν”, και ακαριαία μας πλημμυρίζει μία εσχατολογική αισιοδοξία. 

Το πολιτιστικό πρότζεκτ “Sharing Perama”, στο οποίο υπάγεται η έκθεση, μετεξελίσσεται για να συμμετάσχει στην European Cultural Centre Biennial που ανοίγει τον Απρίλιο στη Βενετία παράλληλα με τη Μπιενάλε της Βενετίας. Στην εμφάνιση στη Βενετία θα συμμετέχουν οι καλλιτέχνες Μάριος Φούρναρης, Robert Montgomery, Χρήστος Πανάγος και Χαράλαμπος Μαργαρίτης, με τον τίτλο “Sharing Perama-Sharing Art”, και η οποία θα επικεντρωθεί στη δημόσια παρουσίαση έργων και δράσεων με θέμα τις γεωπολιτικές και κοινωνικές αλλαγές ενός ιστορικού και βιομηχανικού τοπίου όπως το Πέραμα. 

Μπορεί η Τέχνη να γίνει Αρωγός στη Σωτηρία της Φύσης;

Στο βιβλίο του “Un Art écologique. Création plasticienne et Anthropocène”, Lormont, Le Bord de l’ Eau, 2018 (Οικολογική Τέχνη: Καλλιτεχνική Δημιουργία και Ανθρωπόκαινος), ο ιστορικός τέχνης Paul Ardenne επιχειρεί να εξερευνήσει τις προσεγγίσεις που υιοθετούν διαφορετικοί καλλιτέχνες, αντιμέτωποι με την κλιματική κρίση στην εποχή της «Ανθρωπόκαινου», καθώς η διαταραχή του οικοσυστήματος που προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα είναι πια αναμφισβήτητη.

Στην εισαγωγή του, ο Ardenne προβάλλει αμέσως την ανάγκη της φροντίδας και της ευθύνης:  «Πώς μπορεί κανείς να ζήσει σε έναν άρρωστο κόσμο χωρίς απλά να επιβιώνει σε αυτόν, και τι μπορεί να κάνει για να αποκαταστήσει την υγεία αυτού του άρρωστου κόσμου;» (σελ. 12). Για τον Ardenne το κριτήριο της απαλότητας δεν βασίζεται μόνο σε αισθητικές αξίες, μα και σε μια στάση σεβασμού και συμπόνιας που επιδιώκει να προκαλέσει στο κοινό προς το φυσικό περιβάλλον που δοκιμάζεται. 

Ο Ardenne δεν υποφέρει από ruinlust. Δεν τον ενδιαφέρουν τα πάσης φύσεως ερείπια. Τον αφορά η τέχνη που προτείνει μία γνήσια οικολογική δέσμευση, ειδικά όταν γίνεται τόσος λόγος για environmental art. Tο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αυτό της επίδρασης που υποτίθεται ότι έχει η τέχνη στην κοινωνία από την οποία προκύπτει. Οι καλλιτέχνες, δεδομένης της επείγουσας ανάγκης για δράση, έχουν ηθική ευθύνη απέναντι στο κοινό τους. Και ο συγγραφέας ερευνά τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους μπορούν να συνεισφέρουν.

Η Land Art, που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1960, είναι χαρακτηριστική της έρευνας του συγγραφέα, γιατί έθεσε- κυριολεχτικά για κάποια έργα- τον θεμέλιο λίθο για την καλλιτεχνική ενασχόληση με τη φύση. Ο ίδιος προβαίνει στην καίρια διάκριση μεταξύ «σκληρών» και «μαλακών» έργων αυτής της τέχνης. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται από βία προς το οικοσύστημα στο οποίο τοποθετούνται. Αντιθέτως τα «μαλακά» έργα τέχνης δεν έχουν επιπτώσεις στο οικοσύστημα.

Ένα παράδειγμα που δίνει ο Ardenne είναι ο Denis Oppenheim που, το 1968, έσκαψε ομόκεντρες αυλακώσεις στο χιόνι κατά μήκος των συνόρων ΗΠΑ-Καναδά, στο όριο δύο ζωνών ώρας, ένα έργο ωδή στο πέρασμα του χρόνου και στο λυρικά ανεπαίσθητο εφήμερο. Αντίθετα, η μήκους χιλιομέτρου χάλκινη ράβδος που έσπρωξε ο Walter de Maria στη γη (Vertical Earth Kilometer, 1977) συμβολίζει τη αποικιοκρατική οικειοποίηση της γης από τον καλλιτέχνη. «Γη όποια κι αν είσαι, κάνω μαζί σου ό,τι θέλω” επιβεβαίωσε ο de Maria (σελ. 73). 

Ο συγγραφέας αποκλείει και κάποια από τα “μαλακά” έργα γιατί δεν αντιμετωπίζουν άμεσα οικολογικά ζητήματα ή απλά λειτουργούν ως ‘artistic greenwashing’. Για τον Ardenne το έργο οφείλει να προκαλεί τη συλλογική συνειδητοποίηση του επείγοντος και για αυτό το λόγο ο συγγραφέας δηλώνει υπέρ μίας αναδιανομής των πολιτειακών δομών και συνθηκών έτσι ώστε να ανθίσει ένα νέο, ηθικά προσανατολισμένο δημιουργικό κίνημα, στο οποίο οι καλλιτέχνες θα επιδείχνουν μια προσωπική δέσμευση στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και της φροντίδας προς τη γη, ενώ το καλλιτεχνικά ευαισθητοποιημένο κοινό χρειάζεται να δρα υπέρ αυτής της στάσης ζωής και να την μεταλαμπαδεύει πίσω στην κοινότητα. 

Ο Ardenne ως ένας ιστορικός τέχνης με μία διαφορετική θεώρηση της ιστορίας από τη γνώριμη γραμμική της αφήγηση, ξεδιπλώνει έναν βαθιά ουμανιστικό τρόπο γραφής, χωρίς διδακτισμό, και επαναδιατυπώνει, στην εποχή του τεχνολογικού Υψηλού, το ρομαντικό ιδεώδες της ζωής ως τέχνης και αντίστροφα, όπως και την επαναμάγευσή της μέσα από την ειλικρινή επαφή με τη φύση.

Μέσα από το τρίπτυχο ‘ηθική, ευθύνη, δέσμευση’ ο Ardenne αναφέρεται σε μία τέχνη ποικίλων εκφράσεων και μέσων, αρκεί να είναι αποτέλεσμα φυσικών διαδικασιών και μηδενικού ενεργειακού αποτυπώματος, μία τέχνη λιτή, μη-ανταγωνιστική, δημόσια και ορατή σε όλους, που δεν θα έχει ανάγκη από θεσμικά και χορηγικά δεκανίκια. Για παράδειγμα ο συγγραφέας απορρίπτει περιβαλλοντικά όχληρα έργα όπως το πολυδιαφημιζόμενο έργο του Olafur Eliasson “Ice Watch” που έλαβε χώρα κατά τις συνομιλίες του Παρισιού για το κλίμα το 2015, και τιμά τη μνήμη τριών ακτιβιστών που έχασαν τη ζωή τους για τον σκοπό—Ken Saro-Wiwa, Vital Michalon και Rémi Fraisse, οι «μάρτυρες της οικολογικής υπόθεσης, οι οδηγοί μας» (σελ. 5).

Το νόημα της τέχνης για τον Ardenne αφορά τον επίπονο μα επίμονο αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, λιγότερο εμπορευματοποιημένη τέχνη και περισσότερο ανθρωποκεντρική-«anthropocenart» (σ. 260) όπως την ονομάζει. Δεν φέρει στοιχεία μανιφέστου όπως τα κινήματα στο παρελθόν αλλά έχει ως πυρήνα της την ευαισθησία. Η οποία εν τέλει, χρειάζεται ολική αλλαγή κοσμοθεωρίας.

Είναι εφικτή η Οικολογική Εκπαίδευση στην Τέχνη;

Με παρόμοια κοσμοθεωρία με τον Ardenne, το πόνημα του καθηγητή Τέχνης και Οικολογίας στο Πανεπιστήμιο του New Mexico, Bill Gilbert και της φωτογράφου και συγγραφέα, Anicca Cox, το “Arts Programming for the Anthropocene, Art in Community and Environment”, Routledge Environmental Humanitiew Series, ΝΥ, 2019, αποτελεί μία συλλογή δοκιμίων για τον παιδαγωγικό χαρακτήρα μίας τέχνης ουμανιστικής και οικο-κεντρικής, πέρα από τα τυπικά ακαδημαϊκά καλλιτεχνικά προγράμματα σπουδών. Με έμφαση στο ‘great outdoors’, στην εμπειρία της καλλιτεχνικής περισυλλογής και δημιουργίας μέσα στη φύση, αλληλοεπιδρώντας με αυτή, περπατώντας γύρω της, και εκτιμώντας την εκφραστικότητα των φυσικών υλών αλλά και των πολύτιμων επαφών με τοπικές κοινότητες με τη σοφία που δύνανται να μεταδώσουν από τη δυναμική του εκάστοτε τόπου, ο τόμος αυτός μετατρέπεται σε εγχειρίδιο πανεπιστημιακής επιβίωσης με οδηγό την έμπνευση και την ανταποδοτικότητα στη γη που μας γαλουχεί ακούραστα αιώνες τώρα.

Οι συγγραφείς των δοκιμίων προέρχονται από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και την Ελλάδα. Πέντε διοργανωτές προγραμμάτων καλλιτεχνικής εκπαίδευσης site-specific ανοιχτού πεδίου, μεταξύ των οποίων ο καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και συνδιοργανωτής του Διεθνούς Συνεδρίου για την Περιπατητική Τέχνη στις Πρέσπες, Γιάννης Ζιώγας, καταγράφουν ολιστικά την εμπειρία τους, και οι αφηγήσεις ανοίγουν νέους ορίζοντες στην οραματισμό της τέχνης ως ανοιχτής πρακτικής που εμπνέεται, συντελείται με και επιτελείται στη φύση, όχι ως φόντο αλλά ως οργανικό συμμέτοχο. Και είναι ευχής έργον ότι η εκπαιδευτική κοινότητα αφουγκράζεται πρώτη αυτές τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συμβαίνουν στον πλανήτη και στην ανθρώπινη επι-κοινωνία τους δύσβατους καιρούς που διανύουμε.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ