Σε αυτή την πρωτότυπη διασκευή τους θρυλικούς χαρακτήρες του κλασικού μυθιστορήματος «Περηφάνια και Προκατάληψη» ερμηνεύουν: η Ευγενία Δημητροπούλου ως Ελίζαμπεθ Μπέννετ, ο Δημήτρης Μοθωναίος ως Μίστερ Ντάρσυ, ο Αγησίλαος Μικελάτος ως κύριος Μπίγκλεϊ, η Ελεάννα Καυκαλά ως Τζέιν Μπένετ και ο Κώστας Φαλελάκης ως κύριος Μπένετ.
Η παράσταση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Αλκυονίς σε Παραγωγή των Θεατρικών Σκηνών (Γιάννης Κεντ – Πάνος Κατσαρίδης) κάνοντας πρεμιέρα στις 14 Φεβρουαρίου του 2020. Η ηχογράφηση για την Ελληνική Ραδιοφωνία έγινε στο Syn Ena Recording Studio σε ραδιοφωνική παραγωγή της Ρέον του Ορέστη Τάτση. Η πρωτότυπη διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος για το θέατρο κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.
O Δημήτρης Τσατσούλης, Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης σημειώνει χαρακτηριστικά: “Η Ιόλη Ανδρεάδη μεταφράζει και διασκευάζει, με τον Άρη Ασπρούλη, για το θέατρο την πασίγνωστη νουβέλα της Τζέιν Όστεν «Περηφάνια και προκατάληψη» και φτιάχνει μια παράσταση μοντέρνα, δροσερή, ευρηματική, κερδίζοντας το μεγάλο στοίχημα να μεταπλάσει μια εμβληματική νουβέλα εποχής σε σύγχρονο θέαμα”.
Η πλοκή
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η ανεξάρτητη Ελίζαμπεθ και η αθώα Τζέιν, οι μεγαλύτερες κόρες της οικογένειας Μπένετ, προσπαθούν να ανακαλύψουν την ευτυχία και τον έρωτα μέσα στους κοσμικούς κύκλους της επαρχιακής Αγγλίας. Όταν στην μικρή τους πόλη φτάνουν για διακοπές δύο νεαροί και πλούσιοι αριστοκράτες, ο υπερόπτης κύριος Ντάρσυ και ο δανδής φίλος του, κύριος Μπίνγκλεϋ, η μικρή κοινωνία της περιοχής αναστατώνεται και ανάμεσα στις οικογένειες που έχουν ανύπαντρες κόρες αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός για το ποιες θα κερδίσουν τους δυο περιζήτητους γαμπρούς.
Ο περήφανος χαρακτήρας των ηρώων και οι κοινωνικές τους προκαταλήψεις, θα προκαλέσουν μια σειρά από παρεξηγήσεις, ματαιώσεις, αστείες και συγκινητικές στιγμές, πείσμα, μίσος, θυμό και απογοήτευση. Μέχρι τη στιγμή που η περηφάνια της μιας πλευράς και η προκατάληψη της άλλης υποχωρήσουν, μπροστά στον αληθινό, τον μεγάλο, τον ατόφιο έρωτα που γεννιέται όταν οι άνθρωποι συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους και μπορούν να παραδεχτούν τα αληθινά τους συναισθήματα.
Λίγα λόγια για το έργο
Το «Περηφάνια και Προκατάληψη» γράφτηκε το 1797 από την Τζέιν Όστεν σε ηλικία μόλις 22 ετών και παρόλα αυτά αποτελεί το δεύτερο σε σειρά δημοσίευσης έργο της, μετά το «Λογική και Ευαισθησία». Είναι το διασημότερο και επιδραστικότερο μυθιστόρημα της σπουδαίας βρετανίδας συγγραφέως, ωστόσο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1813, δηλαδή 16 χρόνια μετά τη συγγραφή του, καθώς δεχόταν συνεχώς την απόρριψη των εκδοτικών οίκων της εποχής. Ο πρώτος τίτλος -και πολύ προφητικός για την ίδια τη συγγραφέα και τις απορρίψεις που υφίστατο- ήταν «Πρώτες Εντυπώσεις».
Πέρα από κάθε ανάλυση, το «Περηφάνεια και Προκατάληψη» αποτελεί κυρίως μια σπουδή της μοίρας της γυναίκας σε μια κοινωνία όπως αυτή του 18ου αιώνα, οπού ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί κοινωνικά με ίσους όρους, δηλαδή ως άνθρωπος με κρίση, απόψεις και επιλογές, χαρακτηριστικά που αποδίδονταν αποκλειστικά στους άντρες.
Χαρακτηριστικότερο όλων το γεγονός ότι η ίδια η συγγραφέας αναγκαζόταν να υπογράφει τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά της με αντρικό ψευδώνυμο για να βρίσκουν εκδοτικό αποδέκτη.
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση – Σκηνοθεσία – Κίνηση: Ιόλη Ανδρεάδη
Πρωτότυπη διασκευή για το θέατρο: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης
Δραματολόγος: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Ηχοληψία, επεξεργασία, μουσική: Κώστας Στεργίου
Σκηνογραφία: Δήμητρα Λιάκουρα
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Φωτογραφίες παράστασης: Σταύρος Χαμπάκης
Video Trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Θεατρική παραγωγή: Θεατρικές Σκηνές
Ραδιοφωνική παραγωγή: Ρέον / Ορέστης Τάτσης
Πρωταγωνιστούν:
Ευγενία Δημητροπούλου
Δημήτρης Μοθωναίος
Αγησίλαος Μικελάτος
Ελεάνα Καυκαλά
Και ο Κώστας Φαλελάκης
Η σκηνοθέτις, Ιόλη Ανδρεάδη, η οποία μιλάει στον Σιδερή Πρίντεζη λίγο πριν το τρίτο κουδούνι, σημειώνει για το έργο:
«Η διασκευή αυτή της κλασικής νουβέλας της Τζέιν Όστεν «Περηφάνια και Προκατάληψη» που πραγματοποιήσαμε με τον Άρη Ασπρούλη και με τη συνδρομή της δραματολόγου Μαριλένας Παναγιωτοπούλου, γράφτηκε με γνώμονα τις ανάγκες του θεάτρου ως είδος και φόρμα έκφρασης, σε σχέση με την αφήγηση μιας ιστορίας. Ανάγκες ξεκάθαρα διαφορετικές από αυτές της λογοτεχνίας ή του σινεμά.
Ταυτόχρονα, γράφτηκε και ως παραγγελία των Θεατρικών Σκηνών, για τον συγκεκριμένο, φορτισμένο ιστορικά χώρο. Το καινούριο Θέατρο Αλκυονίς, που προϋπήρχε ως ιστορικός κινηματογράφος της Πλατείας Βικτωρίας.
Άρα οι δύο στόχοι της διασκευής ήταν να επιτευχθεί – πρακτικά, θεατρικά – η σύνθεση μιας καθαρής ιστορίας, που συμπυκνώνει με εντελώς άλλο τρόπο τη μυθιστορηματική γραφή, προτάσσοντας για παράδειγμα την ανάγκη για εμβάθυνση στους χαρακτήρες, και, ταυτόχρονα, η συγκέντρωση στο «μάτι» του θεατή να επικεντρώνεται πάνω σε μια σκηνή θεάτρου που είχε φτιαχτεί για να φιλοξενεί μια οθόνη για κινηματογραφικές προβολές.
Οι ίδιοι οι στόχοι οδήγησαν και στην επιλογή να κρατηθούν πέντε κεντρικοί χαρακτήρες από το πρωτότυπο, να αναπτυχθούν, να βαθύνουν και να αναπαρασταθούν, για να αφηγηθούν τον πυρήνα της ιστορίας του. Και μερικοί από τους υπόλοιπους κεντρικούς χαρακτήρες να μνημονεύονται όταν χρειάζεται, για να εξυπηρετούν τη νέα, θεατρική, αφήγηση. Έχει επιλεγεί μια έμφαση στην ερωτική ιστορία του κεντρικού ζευγαριού, της Ελίζαμπεθ Μπέννετ και του Κυρίου Ντάρσυ, σε παράλληλη ανάπτυξη τούς συντροφεύουν η Τζέιν Μπέννετ και ο Κύριος Μπίγκλεϋ, ενώ το ζευγάρι των γονέων Μπέννετ εκπροσωπείται εδώ από τον πατέρα, τον Κύριο Μπέννετ, ο οποίος συνδιαλέγεται με τη νεκρή πια Κυρία Μπέννετ με όχημα έναν πίνακα που την απεικονίζει, καταστρώνοντας από κοινού με αυτό τον σχεδόν μεταφυσικό / αναμνησιακό / εσωτερικό τρόπο τα σχέδιά τους για την αποκατάσταση των ανύπαντρων θυγατέρων τους.
Η επιλογή αυτή πριμοδοτεί και την εμφάνιση τριών πτυχών του έρωτα: τον έρωτα μετ’ εμποδίων δυο πολύ περήφανων ανθρώπων (της Ελίζαμπεθ Μπέννετ και του Κυρίου Ντάρσυ), τον πιο αβίαστο, ρέοντα έρωτα δυο κλασικών innamorati (της Τζέιν Μπέννετ με τον Κύριο Μπίγκλεϋ) και τέλος τον έρωτα που δεν τελειώνει με το θάνατο του ενός, τον έρωτα που δεν πεθαίνει όταν πεθαίνει το σώμα, όπως λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ (τον έρωτα του Κύριου Μπέννετ για τη γυναίκα του, όταν συνδιαλέγεται με την ανάμνηση της).
Στη διασκευή επιλέχτηκαν προς εστίαση δύο πτυχές της πρωτότυπης ιστορίας της Τζέην Όστεν, οι οποίες έπειτα αναπτύχθηκαν και βάθυναν μέσα από τη σκηνοθεσία της παράστασης και τη συνεργασία με τους πέντε ηθοποιούς της.
Πρώτη πτυχή, το χιούμορ. Ένα χιούμορ που ακουμπά στο βρετανικό φλέγμα, αλλά βασίζεται στην ελληνική ιδιοσυγκρασία. Η γλώσσα της διασκευής είναι αναπόφευκτα η ελληνική, ξεπερνώντας ωστόσο τη στενή γεωγραφική έννοια του όρου και επικοινωνώντας με το παγκόσμιο τοπίο ενός πολυδιαβασμένου, αξεπέραστου και επιδραστικότατου ανά την υφήλιο ερωτικού και κοινωνικού best seller.
Δεύτερη πτυχή, ο βαθύς ερωτισμός. Ένας ερωτισμός που, τις πιο πολλές φορές, κρύβεται κάτω από τυπικές φράσεις, τις συζητήσεις περί ανθρώπινων «χαρακτήρων», τη σωματικότητα των ηθοποιών, τους χορούς τους, αλλά και κάτω από το ίδιο τους το χιούμορ. Κίνητρο για να ειπωθεί μεγάλο κομμάτι του κειμένου είναι η αγνή, ατόφια, ερωτική ενόρμηση.
Εξ ου και, πέρα από την ήδη τοποθετημένη από την Τζέην Όστεν υπόγεια και «κρυμμένη» ερωτική γραφή, στη διασκευή αυτή χρησιμοποιούνται ως αναφορές και οι βαθιά ερωτικοί ποιητές Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Μπαλλαντίτσα των Τριών Ποταμών») και Πάμπλο Νερούδα («Δε σ’ αγαπώ»).
Πάνω σε αυτούς τους δύο συμπληρωματικούς πόλους, το χιούμορ και τον βαθύ ερωτισμό, κινείται και η παράσταση. Τους τοποθετεί μέσα σε μια άχρονη σκηνική εγκατάσταση που αφηρημένα παραπέμπει στη βρετανική επαρχία (ένας υγρός πράσινος χορταριασμένος λόφος) αλλά με «θαυμάσιες γραβάτες» (κατά τη σκηνική οδηγία του Άντον Τσέχωφ στο «Θείο Βάνια»), δηλαδή με τους ήρωες του έργου να φορούν πιστά κοστούμια, τα οποία παραπέμπουν ευθέως στην εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων, με σκοπό να τονίζουν την τάξη τους, το έθνος τους, την αριστοκρατικότητά τους – και τελικά την απαραίτητη απόστασή τους από εμάς».
Επιμέλεια & παρουσίαση της εκπομπής: Σιδερής Πρίντεζης