Το έργο των κορυφαίων ζωγράφων Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου, πατέρα και γιου, παρουσιάζεται, για πρώτη φορά μαζί, στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, με σημαντικά έργα της καλλιτεχνικής τους διαδρομής. Μέρος των έργων προέρχεται από τη συλλογή του Αλέξανδρου Λιακόπουλου και συμπληρώνεται με δανεισμούς από τις συλλογές των Αντώνη Κομνηνού, ΕΜΣΤ, Νίκου Παπαγεωργίου, Κυριάκου Τσιφλάκου, και Χρήστου Λαρσινού.

Όπως αναφέρει ο διευθυντής εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος και επιμελητής της έκθεσης, Τάκης Μαυρωτάς: «Δύσκολο εγχείρημα να πλησιάσει κανείς την επιδρασιθηρία της σχέσης τους, τις συγγενείς αλλά και τις αισθητικές τους διαφορές, με τα κοινά θεματικά και πλαστικά γνωρίσματα, τα χαρακτηριστικά και τις επιδράσεις, τα διαφορετικά ρεύματα και τους ρυθμούς τους. Η αντιπαράθεση αυτών των δύο ζωγραφικών κόσμων αποκαλύπτει τον διαφορετικό τους χαρακτήρα, καθώς σε όλη τους τη ζωή αγωνίστηκαν με το ακαθόριστο και το μυστηριακό σύμπαν της δημιουργίας. Επίσης, μας παρέχεται η δυνατότητα να μπορέσουμε να κοιτάξουμε διά μέσω του έργου του Περικλή Βυζάντιου το εμπνευσμένο και μελετημένο έργο του Ντίκου Βυζάντιου αλλά και να διακρίνουμε την αμεσότητά τους με τη νεότερη ευρωπαϊκή τέχνη, ιδιαίτερα της Γαλλίας.

Σκοπός και των δύο ήταν η τέχνη τους να εκφράζει μια νέα μορφοπλαστική πρόταση, μια Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη, με βαθιές ρίζες που αγγίζουν την ουσία του σήμερα “εν ισοτιμία και ισομοιρία”.(…)

Η έκθεση Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος μας προτείνει μια πλατιά γνωριμία της δημιουργικής περιπέτειας δύο σημαντικών ζωγράφων με διαισθητική σκέψη και ολοκληρωμένη αισθητική άποψη, καθώς, με το έργο τους, υπερβαίνουν την αποσύνθεση του κόσμου μας, ποιώντας εικόνες που έχουν κρυσταλλωθεί μέσα από την ψυχή και τα μυστικά βάθη του πνεύματος. Η μοναδικότητα του χαρακτήρα τους: υπευθυνότητα, ευαισθησία, ενθουσιασμός, και η αισθητική καλλιέργειά τους οδήγησε στην ιδεατή πληρότητα της προσωπικής τους έκφρασης με την ατέρμονη δημιουργική τους δράση και τη βαθιά τους αισθαντικότητα. Η καθαρότητα του έργου τους φανερώνει το εύρος μιας πολύτροπης ζωγραφικής με ενάργεια και χάρη, στοχαστικότατα και διεισδυτικότητα που διεκδικεί στέρεα τη θέση της στο αύριο.»

Παράλληλα, ο ζωγράφος Αλέξης Βερούκας σημειώνει για το έργο του Ντίκου Βυζάντιου: «Να παρακολουθείς τον Ντίκο να μιλάει ήταν κάτι σαν σεμινάριο στην Hautes Études. Πίσω από τις κουβέντες του διέκρινες τον απόηχο των φράσεων που είχε ακούσει ο ίδιος από τα χείλη του Σαρτρ αλλά κυρίως του Τζακομέττι, του σημαντικότερου ίσως φίλου στη ζωή του. Όσο μιλούσε, τα μακριά του δάχτυλα σχεδίαζαν γραμμές, κύκλους, επίπεδα, σαν να συνέθεταν μια από τις “διαστημικές natures mortes” του στον αέρα. Αναπόφευκτα, και από τις αναφορές του στις συζητήσεις μας, κάναμε την αναδρομή στη “σύγχρονη κιβωτό” του Μερλιέ και του Μιλλιέξ που τη λέγαν “Mataroa”.(…)

Αισθανόσουν ότι ο «συνομιλητής» σου ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι από αυτό το σώμα της τέχνης και της διανόησης. Ένας ισορροπιστής της σύλληψης και της αναλυτικής σκέψης αλλά και του πάθους και του διονυσιακού οίστρου, από την άλλη. Σε ένα τέτοιο σχοινί πέρασε τη ζωή του ως δημιουργός στο Παρίσι. Η πρώτη πόρτα που άνοιξε γι’ αυτόν ήταν του εργαστηρίου του Δημήτρη Γαλάνη, φίλου του Περικλή, και έτσι το όνομά του άρχισε να λειτουργεί ως δελτίο ελευθέρας στον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού. Γρήγορα το έργο του εντάσσεται στο ορμητικό κίνημα της χειρονομιακής αφαίρεσης στο Παρίσι και το εντυπωσιακό ταλέντο του εξασφαλίζει εκθέσεις στις γκαλερί της αιχμής της εποχής.»

Η μουσειολόγος, Ιφιγένεια Μποτζάκη, τονίζει στον ομότιτλο κατάλογο, που συνοδεύει την έκθεση: «Ας φανταστούμε δύο καλλιτέχνες να συνομιλούν μέσα από τα έργα τους σε έναν μουσειακό χώρο. Μια τέτοια «συνάντηση» δεν είναι μόνον οπτική, αλλά μια εμπειρία δυναμική που καλεί και τον επισκέπτη να μετέχει στη συζήτηση. Κάθε έκθεση, κάθε έργο που συναντά κανείς είναι ένας νέος κόσμος που αποκαλύπτεται μπροστά του. Αυτές οι στιγμές ανακάλυψης, οι “συναντήσεις” με την τέχνη, αποτελούν σημεία καμπής που ενεργοποιούν εσωτερικούς μηχανισμούς και βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.(…)

Η παρούσα έκθεση αποτελεί κάτι παραπάνω από μια ευκαιρία να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη δύο καλλιτεχνών. Είναι η συνύπαρξη πατέρα και γιου η αφορμή να συναντηθούν κοντινοί άνθρωποι που τους χωρίζει μεγάλη απόσταση διαφορετικών αισθητικών προσανατολισμών. Είναι σημείο συνάντησης διαφορετικών κόσμων, κοσμοθεωριών, ζωγραφικών επιλογών, που όμως επικοινωνούν, όντας ο ένας εξέλιξη –φυσική και φυσιολογική– του άλλου, καθώς ακολουθούν την ιστορική γραμμή του μεγαλύτερου μέρους του περασμένου αιώνα.»

Ο ζωγράφος Στέφανος Δασκαλάκης σημειώνει για το έργο του Περικλή Βυζάντιου: «Σκέφτομαι το πόσο τυχερός είναι ο Βυζάντιος που έζησε σε μια εποχή όπου η παράδοση, οι συνήθειες και τα έθιμα της μεγάλης εποχής της ζωγραφικής ήταν ακόμα ζωντανά και συγχρόνως ήταν και η εποχή των ανησυχιών, των πειραματισμών και των σύγχρονων ρευμάτων, χωρίς να έχει χαθεί η σοφία της παράδοσης.

Μπόρεσε λοιπόν να πειραματιστεί χωρίς μονομανίες και χωρίς φανατισμό. Ίσως να συνέβαλε, σε κάποιο βαθμό, και η καταγωγή του που του προσέφερε ένα προνομιακό σημείο όρασης, επιτρέποντάς του να κρατά τη σωστή απόσταση από τα πράγματα, κάτι που έλεγε και ο ίδιος χωρίς έπαρση αλλά και χωρίς να προσπαθεί να μειώσει τη σημασία του.

Άλλωστε η γαλήνη που υπάρχει στα έργα του, προκύπτει εν μέρει από αυτό το είδος εκεχειρίας που έκανε στο πρόσωπό του –και κατ’ εξαίρεση– η ζωγραφική με την αγωνία για διάκριση, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στη χαρά και την απόλαυση της ζωγραφικής.

Νοιώθεις πως για μια στιγμή η ζωγραφική μπορεί και ξεφεύγει, αποφεύγει τον θόρυβο και μένει με τον εαυτό της.»

Την έκθεση συνοδεύει πολυσέλιδος κατάλογος με χαιρετισμό του Προέδρου του Ιδρύματος, κυρίου Βασίλη Θεοχαράκη, και αισθητικά δοκίμια των Στέφανου Δασκαλάκη, Αλέξη Βερούκα, Ιφιγένειας Μποτζάκη, Τάκη Μαυρωτά, καθώς και αποσπάσματα των Δημήτρη Παπαστάμου, Ευγένιου Ιονέσκο, Μισέλ Φουκώ κ.ά., που αναλύουν την τεράστια προσφορά του Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου στην ευρωπαϊκή ζωγραφική.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ντίκος Βυζάντιος, L’ atelier de Pericles Byzantios (λεπτομέρεια έργου), 1945, Λάδι σε ξύλο, 51,5×60,5εκ., Ιδιωτική Συλλογή, Φωτογράφιση Χρίστος Σιμάτος