«…Έπρεπε να απαλλαγώ από όλα τα δηλητήρια – τη διανοητική ευπρέπεια , τη γνώση, τις βεβαιότητες που απορρέουν απ´ αυτή, την ανάγκη να κυριαρχήσεις πάνω στη ζωή – να βρώ την κατάλληλη γλώσσα…» – Σάμουελ Μπέκετ

Ένα οδοιπορικό στα έσχατα μιας ανθρωπότητας χρεωκοπημένης που εναγωνίως αναζητεί διέξοδο από τα οδυνηρά τραύματα του παρελθόντος και του παρόντος. Μία προσπάθεια να διατηρηθούν οι όποιες επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων που συνυπάρχουν μαζί με τα δεινά ενός συλλογικού ασυνειδήτου.

Ο σκηνοθέτης διαχειριζόμενος αριστοτεχνικά το υλικό του κειμένου αναδεικνύει την αξία της συμφιλίωσης ανάμεσα στο σκοτεινό εγώ και τον εξωτερικό κόσμο.

Επιχειρεί να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ της κοιτίδας που περιέχει όλα τα απωθημένα μας, και του Άλλου. Του άλλου, ο οποίος βρίσκεται απέναντί μας, μακριά μας, στο εξωτερικό περιβάλλον και που η επικοινωνία μαζί του είναι δυσλειτουργική.

Αυτή την προσπάθεια επανεκκίνησης της ζωής με όρους υγιούς επανένταξης και πληρότητας εαυτού, πραγματεύεται ο θεματικός πυρήνας του θεατρικού.

Με φρέσκια μεταμοντέρνα ματιά και με τη σκηνική εγκατάσταση του Ηλία Παπανικολάου ο Σάββας Στρούμπος διεισδύει στην υπαρξιακή αγωνία των ηρώων. Χωρίς υπερβολές και αγκυλώσεις κατασκευάζει μία θεατρική πράξη με δραματικό βάθος, όπου ξεδιπλώνονται οι χαρακτηριολογικές πτυχές των πρωταγωνιστών. Οι δράσεις δημιουργούνται σε ένα επίπεδο σφοδρότητας και κάπως «γοτθικής» ατμόσφαιρας σε ορισμένα σημεία, που εξιτάρουν το πνεύμα του θεατή. Το κλίμα που διαμορφώνεται είναι άρτια εναρμονισμένο με το περιεχόμενο του θεάτρου του παραλόγου.

Οι ερμηνείες των Δαυΐδ Μαλτέζε, Κωνσταντίνου Γώγουλου, Έλλης Ιγγλίζ και Έβελυν Ασουάντ εξαιρετικές, εύστοχες, πειστικές με ένταση και πάθος.

Πλούτος συναισθημάτων και αλλεπάλληλων «συνετά» κραυγαλέων εικόνων προξενούν ένα γκροτέσκο σύμπαν, όπου παρατίθενται οι ανάλογες εκρήξεις και ποικίλες συμπεριφορές.

Αξιοπρόσεκτη η σκηνή με τον υποταγμένο Λάκυ (Έλλη Ιγγλίζ), το δούλο του αδίστακτου Πότζο (Έβελυν Ασουάντ) που υποπίπτει σε μία μορφή σκέψης/μέθης. Μέσα από αυτή τη δραματική πράξη σκιτσάρονται όλες οι ανοιχτές πληγές του τότε και του τώρα, μιας νοσηρής παγκόσμιας κοινωνίας. Αυτά τα ανεπούλωτα σημάδια συνυφασμένα με τις ελπίδες, τα όνειρα και τις προσδοκίες για το ευοίωνο της ζωής, διαμορφώνουν ατμόσφαιρα έκστασης. Μία έκσταση, χαρακτηριστικό στοιχείο αρχαίου ελληνικού δράματος με τον άκρατο ενθουσιασμό μετουσιωμένο σε Διονυσιακό χορό με πινελιές οργιαστικού χαρακτήρα. Αυτή η σκηνή εστιάζει κατευθείαν στο κέντρο βάρους της παράστασης, ενώ συγχρόνως είναι απίστευτα θεατρικά έντεχνη.

«Σημείο Μηδέν», μια δεμένη ομάδα ηθοποιών αλωνίζει στη σκηνή του Θεάτρου Άττις (Νέος Χώρος) εκφράζοντας τα πάθη, την ανεπάρκεια, την αμφιβολία, το σαδισμό και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Έτσι αποδίδεται με ενάργεια το πολύπτυχο των χαρακτήρων που υποδύονται.

Η αίσθηση του χρόνου σε απροσδιόριστη διάσταση και η συνεχής αμφισβήτηση της πραγματικότητας συμβολίζουν το χάος και την πνευματική αναστάτωση.

Ο συγχρωτισμός των ηρώων δρώντας σε πολλά επίπεδα και ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τον «άλλον» του «μέσα» τους συγκρούονται ανελέητα. Ζουν μία σουρεαλιστική κατάσταση και ενίοτε βακχική, η οποία παρασύρει το κοινό σε ψυχολογικό προβληματισμό και εσωτερική διερεύνηση. Κίνηση, ύφος, λόγος και άναρθρες κραυγές που όμως έχουν τη δική τους μουσική ενότητα, πλαισιώνουν την όποια ατομική έκφραση των «υποκριτών».

Βλέπουμε να στοιχειοθετείται μία καθημερινή εξόρμηση των ανθρώπων στην αρένα μιας κοινωνίας που παραπαίει, αλλά και σε έναν εαυτό απροσανατόλιστο περιμένοντας κάποιο θαύμα έξωθεν.

Περιμένουν την κυριαρχία ουμανιστικών ιδανικών σε ένα αμοραλιστικό κόσμο, χωρίς προσωπική επανάσταση απέναντι στο σκοταδισμό και το ναυάγιο κάθε ηθικού στοιχείου;

Ή μήπως επιθυμούν να αποδεσμευτούν από οποιονδήποτε θάνατο πνευματικό/ψυχικό/σωματικό;

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να μένουν απαθείς περιμένοντας στη μέση του πουθενά τον Γκοντό. Γιατί πιστεύουν πως αυτός θα είναι «μια κάποια λύσις», στην αβουλία και την ολοκληρωτική σύγχυσή τους.

Στην ουσία όμως κάτι αεροβατικό, κάτι ψεύτικο και ουτοπικό, δηλαδή Τίποτα, ένα μηδέν. Και αυτό από μόνο του είναι τραγικό και παράλληλα σκωπτικό, καθώς ο Μπέκετ καυτηριάζει την αναπηρία του ανθρώπου. Την αδυναμία του να αναλάβει την ευθύνη σχετικά με τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και με τους άλλους. Την άρνηση να παλέψει τόσο για την λυτρωτική αυτοσυνειδησία του όσο και για την ανεκτικότητα απέναντι στους «έξω» από αυτόν.

Το ζητούμενο είναι η χειραφέτηση του ατόμου και η άμεση απεξάρτησή του από κάθε λογής στερεότυπα και αναχρονιστικές αντιλήψεις. Για να «συναντήσει» λοιπόν, μία ζωή που να αξίζει να τη ζήσει οφείλει να αφυπνιστεί. Καθώς δεν έχει άλλη επιλογή είναι ανάγκη να καταργήσει τα σύνορα ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον ιδιωτικό και τον δημόσιο. Έτσι χαράσσεται μία νέα κοσμική τάξη με την ευεργετική νομοτέλειά της, αλλάζοντας με αυτόν τον τρόπο τα δεδομένα.

Το «Περιμένοντας τον Γκοντό», του Ιρλανδού συγγραφέα είναι από μόνο του ένα δυνατό, ανατρεπτικό και φιλοσοφημένο κείμενο με ανάσες περιπαικτικού περιεχομένου. Ένα έργο που σηματοδοτεί τη χρησιμότητα του «γκρεμίζω για να κτίσω κάτι νέο» και που υπενθυμίζει το «θανατηφόρο» ενός οικουμενικού λήθαργου.

Αυτή η θεατρική δημιουργία βρίσκει την τέλεια εφαρμογή της στην τολμηρή σκηνοθετική απόπειρα του Σ. Στρούμπου, στηριζόμενη στην εξαιρετική μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη.

Μία «εκδρομή» με σκοπό την αυτοπραγμάτωση, την αποκάλυψη της θεϊκής πλευράς του ανθρώπου, ώστε να βάλει βάσεις για μια ολοκαίνουργια ανθρωπότητα.

Οι υπαινικτικοί φωτισμοί με τις ενδεικτικές φωτοσκιάσεις είναι του Κώστα Μπεθάνη. Στη δραματολογία του έργου συνέβαλε η Μαρία Σικιτάνο και η κατασκευή του σκηνικού χώρου ανήκει στους Χαράλαμπο Τερζόπουλο και Απόστολο Ζερβεδά. Όλοι μαζί συμμετέχουν λειτουργικά στη γεωμετρία του καλλιτεχνικού προϊόντος, που χάραξε με την οπτική του ο σκηνοθέτης.

Μία παράσταση με το δικό της χρώμα που με τη σφραγίδα της αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα στο θεατρικό γίγνεσθαι.


Διαβάστε επίσης:

Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σάμουελ Μπέκετ στο Θέατρο Άττις