Το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» μια «κωμικοτραγωδία», ανεβάζει η Ομάδα CARTEL από την Παρασκευή 22 Μαΐου 2015.
Η παράσταση
Δύο περιπλανώμενοι αλήτες δίνουν ραντεβού στη βιομηχανική περιοχή του Βοτανικού.
Σ´ έναν έρημο δρόμο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο μοναδικό δέντρο που διακόπτει τη μονοτονία του τοπίου.
Περιμένουν κάποιον να έρθει.
«Τίποτα δεν συμβαίνει. Κανένας δεν έρχεται. Κανένας δεν φεύγει. Είναι φοβερό!»
Ο Εστραγκόν έχει την τάση να ξεχνά κάτι αμέσως μόλις συμβεί, είναι ευμετάβολος, συχνά σκεπτικός και κάπως ανυπεράσπιστος, βλέπει συχνά όνειρα, βρωμάνε τα πόδια του, κάποτε -λέει- ήταν ποιητής και πιστεύει ακράδαντα πως «οι άνθρωποι είναι για τα πανηγύρια». Ο Βλαδίμηρος είναι πιο πρακτικός τύπος, κάπως επίμονος, ούτε θέλει να ακούει για όνειρα, θυμάται λεπτομερώς κάθετί που συμβαίνει, έχει βαθιά ελπίδα πως ο Γκοντό θα έρθει, είναι προστατευτικός, ξέρει νανουρίσματα, αλλά μυρίζει το στόμα του.
Καβγαδίζουν, βαριούνται, επαναλαμβάνονται.
Απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν.
Κάνουν γυμναστικές επιδείξεις.
Παίζουν θέατρο.
Και διαρκώς μιλούν για κάποιο ραντεβού.
Αρκούν αυτά για να ξεφύγουν από την ανία και την πλήξη της ύπαρξης; Αρκεί να περιμένεις κάτι; Ή κάποιον;
Περιμένοντας τον κύριο Γκοντό.
Με την ελπίδα ένα γεγονός (ή πράγμα ή πρόσωπο ή θάνατος) να αλλάξει με τρόπο θαυματουργό την κατάσταση, να παρακαμφθεί το αδιέξοδο. Να σταματήσει αυτή την κατάσταση αναμονής, κατά την οποία η ροή του χρόνου παίρνει την πιο καθαρή, φανερή, δραστική και αδυσώπητή της μορφή. Να πάψει τις στιγμές που μας φέρνουν αντιμέτωπους με το βασικό πρόβλημα της ύπαρξης.
Λίγα λόγια για τον Σάμιουελ Μπέκετ και το έργο του
Ο Σάμιουελ Μπέκετ γεννήθηκε το 1906, μια Μεγάλη Παρασκευή, στο Φόξροκ της Ιρλανδίας (κάπου στα περίχωρα του Δουβλίνου), διαμορφώθηκε ως πνευματική προσωπικότητα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και το 1969 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ανήκει στη γενιά των δραματουργών (Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμωφ, Πίντερ, Άλμπυ) που, μακριά ο ένας από τον άλλο, αρνούνται συγχρόνως τους παραδοσιακούς κανόνες που επί αιώνες δέσμευσαν την θεατρική έκφραση και που με πλήθος κοινών στοιχείων, αποκρυσταλλώνουν ένα ολοκαίνουριο είδος σκηνικής γραφής. Το πιο γνωστό του έργο και -κατά πολλούς- το σημαντικότερο θεατρικό έργο του 20ου αιώνα, γράφτηκε στα 1948-1949, στα ερείπια της καταστροφής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ πρωτοπαίχτηκε το 1953, στην αποφασιστική για τις εξελίξεις της σύγχρονης δραματικής τέχνης, δεκαετία του 1960. Ο Ιρλανδός συγγραφέας προτίμησε να γράψει τα αριστουργήματά του στα Γαλλικά, σε μια επίκτητη γι΄ αυτόν γλώσσα, προκειμένου να απαλλαγεί από οποιοδήποτε ύφος και να διοχετεύσει την ευφυΐα του, όχι σε στολίδια, αλλά σε μια απόλυτη σαφήνεια και οικονομία έκφρασης, ως αποτέλεσμα μιας οδυνηρής πάλης με το ίδιο του το εκφραστικό μέσο.
Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», την «ιλαροτραγωδία» που περιγράφει τη ζωή δύο ημερών δύο ηρώων και στο οποίο το ζήτημα της αβεβαιότητας αποτελεί ουσία, δεν υπάρχουν «κλειδιά» που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση. Πρόκειται για ένα έργο – ερώτηση, που αναζητά επίμονα απάντηση στα «Ποιος είμαι;» και «Τι σημαίνει όταν εγώ λέω “εγώ”;» και που διαισθητικά παρουσιάζει την αντίληψη του συγγραφέα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Που στερείται πλοκής -ακόμη πιο ολοκληρωτικά απ’ τα υπόλοιπα έργα του «Θεάτρου του Παραλόγου»- και που επιδοκιμάστηκε από κορυφαίους, μα και ανόμοιους, θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Ζαν Ανούιγ και ο Θόρντον Ουάιλντερ, οι οποίοι αισθάνθηκαν με την εμφάνισή του, πως το πεδίο της θεατρικής γραφής έπαψε να έχει σύνορα.
Η προστάτις της τέχνης και διάσημη συλλέκτρια έργων τέχνης, Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, είχε πει για τον Μπέκετ πως «είχε διατηρήσει μια τρομερή ανάμνηση της ζωής μέσα στη μήτρα της μητέρας του, απ’ την οποία ποτέ δε λυτρώθηκε». Ο Μπέκετ, που ένιωθε τη ρουτίνα σαν «καρκίνο του χρόνου» και την κοινωνική συναναστροφή ως «σκέτη πλάνη», αποτύπωσε στον «Γκοντό» την τρομακτική σταθερότητα του κόσμου. Όταν ο Alan Schneider, ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης του έργου, ρώτησε τον Μπέκετ τι θέλησε να πει με το έργο, έλαβε την απάντηση: «Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο». Όταν ο Άγγλος ηθοποιός, που έπαιξε τον Εστραγκόν, Peter Woodthorpe, τον ρώτησε, επίσης, μια μέρα σ’ ένα ταξί, ποιο είναι το θέμα του έργου: «Όλο το θέμα είναι η συμβίωση, Πήτερ• η συμβίωση είναι», απάντησε ο Μπέκετ.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραγέωργος
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γεροντιδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Κατερίνα Σιώζου, Παναγιώτης Σούλης, Στέλιος Τυριακίδης
Η ομάδα Cartel έχει επιμεληθεί τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς ως μέρος της διαδικασίας των δοκιμών.