Με ιδιαίτερη χαρά, η Γκαλερί Δύο Χωριά ανακοινώνει τη διπλή έκθεση των Ελλήνων καλλιτεχνών Μαρίνας Βελησιώτη και Πέτρου Ευσταθιάδη, «Άλλοι Ήλιοι Άλλοι Πλανήτες». Η έκθεση θα εγκαινιαστεί στις 10 Απριλίου 2025, στις 7 μ.μ., στην Γκαλερί Δύο Χωριά, παρουσία των καλλιτεχνών.

Η Μαρίνα Βελησιώτη είναι μια διαμεσική καλλιτέχνιδα με έδρα στην Αθήνα, το έργο της οποίας με υφάσματα, κεραμικά, βίντεο, ήχο και εγκαταστάσεις καταπιάνεται με τις θεματικές της εσωτερικότητας και των εικοτολογικών πραγματικοτήτων ως πεδίο ανακάλυψης και διερεύνησης αδόκητων έως τώρα συνδέσεων και εναλλακτικών ιστορικών αφηγημάτων που ενδεχομένως αντιβαίνουν σε κοινά αποδεκτά δόγματα.

Το κύριο μέσο του Πέτρου Ευσταθιάδη είναι η φωτογραφία, ωστόσο η πρακτική του βασίζεται στη φυσική υλικότητα των καθημερινών καταναλωτικών απορριμμάτων και στη γλυπτική χειρονομία. Το κυρίως έργο του Ευσταθιάδη αποτελείται από φωτογραφίες γλυπτικών συνθέσεων και εγκαταστάσεων κατασκευασμένων από αντικείμενα που βρήκε στα περίχωρα της ιδιαίτερης πατρίδας του, το Λιπαρό.

Τα δύο σώματα έργων που εκτίθενται συνέχονται από την κοινή φιλοδοξία να επιτελέσουν μια έξοδο από τις κανονιστικές λογικές και τα κίβδηλα ήθη της αμείλικτης επιτάχυνσης του υστεροκαπιταλιστικού εφιάλτη.

Τα καλλιτεχνικά θέματα της Μαρίνας Βελησιώτη στα έργα που παρουσιάζονται –καθώς και πηγή ατελείωτης έμπνευσης για το μεγαλύτερο μέρος της πρακτικής της– είναι τα ΑΤΙΑ και οι εναλλακτικοί κόσμοι τόσο της μυθοπλασίας όσο και της κρυπτο-επιστήμης. Τα έργα που περιλαμβάνονται στην έκθεση περιστρέφονται γύρω το κατεξοχήν στοιχείο που συμπληρώνει τους εξωγήινους πλανήτες και τα διαγαλαξιακά ταξίδια στην επιστημονική φαντασία: τις πύλες εξόδου/εισόδου. Αντλώντας έμπνευση από το στυλιστικό ιδίωμα και τη χρωματική παλέτα σε φωτεινές νέον αποχρώσεις της «Ομάδας Memphis» της δεκαετίας του 1980 και από τις πρωτοποριακά μεταμοντερνιστικές αναδιατυπώσεις της γεωμετρίας Art Deco, η Βελησιώτη ξαναζωντανεύει την προγραμματικά αναχρονιστική λογική τους για να δημιουργήσει έναν οπτικό και εννοιολογικό διάλογο ανάμεσα στα πεδία της αρχαίας και της εικοτολογικής γνώσης που καλούν τον θεατή να εξερευνήσει τον χώρο όπου πραγματικότητα και φαντασία συγκλίνουν. Με τον τρόπο αυτό, τα κεντήματα της καλλιτέχνιδας, που αιωρούνται κατά μήκος των τοίχων της γκαλερί ως πύλες εισόδου σε μια διαφορετική πολιτισμική διάσταση, μοιάζουν με σκεύη κάποιου μυθικού προκολομβιανού τελετουργικού των Ίνκα αλλά σχεδιασμένα από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του MTV γύρω στο 1984.

Τα τολμηρά χρώματα της Βελησιώτη και τα νοητικά άλματα από δεκαετία σε δεκαετία υποδηλώνουν όμως και περαιτέρω, βαθύτερες νύξεις. Όταν ένας από τους πρωταγωνιστές του κλασικού μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας της εποχής του Art Deco «Ταξίδι στον Αρκτούρο» του David Lindsay έρχεται αντιμέτωπος με νέα βασικά χρώματα που δεν έχει ξαναδεί ποτέ πριν, χρώματα που δεν υπάρχουν στη Γη και που το σύνηθες γήινο λεξιλόγιο δεν διαθέτει τη γλώσσα για να περιγράψει επαρκώς, πιάνει τον εαυτό του να αναγκάζεται να καταφύγει στο καθαρά αισθησιακό: «Όπως το γαλάζιο είναι απαλό και μυστηριώδες, το κίτρινο σταράτο και τσεκουράτο, το κόκκινο αισιόδοξο και παθιασμένο, έτσι αισθάνθηκε [τα νέα χρώματα] άγρια και επώδυνα· και ονειρικά, δαιμόνια, ηδονικά». Στην ανάλυση και κριτική του για την εννοιολογική εφεύρεση του Lindsay, ο Fredric Jameson έγραψε κάποτε ότι από αυτήν μπορούμε να υποθέσουμε μια αλληγορική σχέση ανάμεσα στα δύο: το να μπορεί κανείς να φανταστεί ένα νέο χρώμα είναι αλληγορία για τη δυνατότητα να φανταστεί ένα εντελώς νέο κοινωνικό σύστημα, «καθώς μια νέα ποιότητα αρχίζει ήδη να απαιτεί ένα νέο είδος αντίληψης, και αυτή η νέα αντίληψη με τη σειρά της ένα νέο αισθητήριο όργανο, και αυτό εντέλει ένα νέο είδος σώματος» – και, θα προσθέταμε, μια νέα μορφή ιθαγένειας και κοινωνικής δομής.

Πράγματι, η εγκατάσταση της Βελησιώτη είναι εμπλουτισμένη με μια ποικιλία αέναα ταλαντευόμενων αισθητηριακών υφών και απτικών εμπειριών: στα αυτόνομα κεραμικά και κομμάτια υφάσματος παρεμβάλλονται επιμήκη κομμάτια καθρεφτών, προσθέτοντας μια σύνθετη διαστρωμάτωση στην εμπειρία του θεατή μέσω της ανάμιξης ματ και ανακλαστικών επιφανειών που πολλαπλασιάζονται και παραμορφώνουν τον χώρο, ενισχύοντας την ιδέα της εξόδου σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που βρίσκεται έξω από τους τοίχους της γκαλερί. Η απτική φύση των κεραμικών και των κεντημάτων έρχεται σε περαιτέρω αντίθεση με την αιθέρια ποιότητα των καθρεφτών, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το απτό και το οπτικό. Τέλος, οι λαμπτήρες φθορισμού στις φωτιστικές εγκαταστάσεις συμβάλλουν περαιτέρω σε αυτή την απόκοσμη ατμόσφαιρα, λούζοντας την γκαλερί σε μια μυστηριακή, ονειρική λάμψη. Όλα μαζί, αυτά τα στοιχεία προσκαλούν τον θεατή να εισέλθει σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος και η αντίληψη είναι ρευστά, και το σύνορο ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο παραμένει διαρκώς μεταβαλλόμενο.

Και ενώ το έργο της Βελησιώτη προσκαλεί σε έξοδο από τις οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες του κόσμου έξω από την γκαλερί στρέφοντας το βλέμμα μας αλλού, τα έργα του Πέτρου Ευσταθιάδη το κάνουν εστιάζοντας στις πιο ζοφερές και πιο πεζές λεπτομέρειες αυτού του κόσμου. Ο Ευσταθιάδης συνθέτει σύνολα που στη συνέχεια γίνονται θέματα των φωτογραφιών του από συνηθισμένα καταναλωτικά απορρίμματα όπως τα τεχνολογικά παρωχημένα CD ήχου, σπασμένες καρέκλες γραφείου, παροπλισμένες μητρικές κάρτες και ηχεία υπολογιστών, ή σπασμένες φτερωτές εξαερισμού. Αυτά, καθώς και μια πανσπερμία από άλλα περισυλλεγμένα «σκουπίδια», παρουσιάζονται διάσπαρτα με λουλούδια, άχυρα, κλαδιά δέντρων και άλλα φυσικά υλικά, και σκηνοθετημένα για να φωτογραφηθούν σε βουκολικά σκηνικά. Πλαισιωμένες μετωπικά και συγκροτημένες συμμετρικά, οι εικόνες που προκύπτουν υποδηλώνουν μια σαρδόνια επικαιροποίηση του φωτογραφικού κανόνα των Bernd και Hilla Becher με θέμα τη βιομηχανική αρχιτεκτονική των αρχών του 20ού αιώνα: ενώ οι απαρχές της νεωτερικής εποχής γιόρταζαν αισιόδοξα το αποτύπωμα της βιομηχανίας και του κεφαλαίου στο τοπίο, οι καιροί μας έχουν πια επαναπροσδιορίσει την Ουτοπία ως απόδραση από τις οικονομίες των ταχέως διακινούμενων καταναλωτικών και χρηστικών αγαθών.

Στον πυρήνα του έργου του Ευσταθιάδη βρίσκεται η εξερεύνηση των νοημάτων και των δυνάμεων που μπορούν να ασκήσουν και να συμβολίσουν τα κατασκευασμένα αντικείμενα, σαν να διαθέτουν μια δική τους αυτενέργεια. Στη συνήθη πρακτική του, μόλις τραβηχτεί η τέλεια φωτογραφία, ο καλλιτέχνης αποσυναρμολογεί τις συνθέσεις του και επιστρέφει όλα τα υλικά συστατικά τους στο σημείο όπου τα είχε περισυλλέξει. Ωστόσο, η παρούσα έκθεση σηματοδοτεί μια ιστορική απόκλιση από αυτή τη συνήθεια: για πρώτη φορά, μία από τις συνθέσεις του Ευσταθιάδη θα βρίσκεται στον εκθεσιακό χώρο για να την περιεργαστούν οι θεατές. Στην αντίληψη του καλλιτέχνη, όλα τα αντικείμενα «έχουν μια συγκεκριμένη δύναμη που καθορίζει και υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το έργο που συντίθεται από αυτά. Το αφήγημα αλλάζει όταν ένα αντικείμενο είναι υπερβολικά κυρίαρχο. Αυτή τη φορά, το γλυπτό κατέλαβε ολοσχερώς το αφήγημά μου, και άξιζε να εκτεθεί σε έναν χώρο χωρίς φωτογραφία. Με πολύ ενθουσιασμό, το άφησα να υπάρχει».

Με τους πολύ ξεχωριστούς, αλλά και αλληλοσυμπληρωματικούς τρόπους τους, τα δύο σώματα έργων που παρουσιάζονται στην έκθεση προτείνουν διαφορετικές οπτικές γωνίες για μια ριζική επανεξέταση των οικονομικών και πολιτικών μοντέλων που κυριαρχούν σήμερα στον Δυτικό κόσμο, και συνιστούν ένα όραμα στη λογική της Αποανάπτυξης που ίσως μπορεί να μας βοηθήσει να διακρίνουμε εντέλει μια εναλλακτική.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Αριστερά: Petros Efstathiadis, Satellite, 82 x 110 cm, Print on lustre paper, 2024 | Δεξιά: Marina Velisioti, Ancient Wars, Handmade embroidery tapestry, wool, acrylic yarns on pastic grid, 100 x 170, 2024