Η ζωώδης φύση του πηλού, το καλλιτεχνικό μάγεμα μέσα από τη βύθιση στην υλικότητα του και η μαλακή, υδαρή και συνάμα αδρή σαν δέρμα ζώου υφή του, υπήρξε το καταλληλότερο υλικό για να εκφράσει τον ορμητικό ανιμισμό του ίδιου του καλλιτέχνη. Στην έκθεση που ανοίγει τις πύλες της στις 20 Ιουνίου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης σε επιμέλεια των Ν. Χ. Σταμπολίδη και Olivier Berggruen, θα απολαύσουμε την εκπληκτική κεραμική παραγωγή του μεγάλου καλλιτέχνη, όπως και σχέδια του, που συνομιλούν με τον αρχαίο Μινωικό πολιτισμό.

Ξεκινώντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή, η σχέση του Πικάσο με τις πλαστικές τέχνες αρχίζει νωρίς στην καριέρα του όταν σαγηνεύεται από τη σχεδιαστική αμεσότητα, λιτότητα και σαφήνεια των επιβλητικών αφρικανικών ειδώλων, που τον εισάγουν στην ξυλογλυπτική και σε μεικτές τεχνικές. Στην πηλοπλαστική, οι πρώτες του προσπάθειες φανερώνουν την επιρροή της Κυκλαδικής τέχνης αλλά και ζωγράφων που επηρεάζονται από πρωτόγονους πολιτισμούς όπως ο Gauguin. Η πάλη με το υλικό θα αναπτυχθεί από το 1920 έως το 1960, με ημερομηνία ορόσημο το 1946.

Είναι η χρονιά που μαζί με τη σύντροφό του Francoise Gillot θα επισκεφτούν το παραδοσιακό χωριό κεραμικής Vallauris στην Ν.Α. Γαλλία, όπου δέχονται την πρόσκληση του ζεύγους Ramie να δουλέψουν μαζί στο στούντιο Madoura. Εκεί θα γνωρίσει την δεύτερη σύζυγό του και τελευταία μούσα του, Jacqueline Roque. Ο ίδιος ο Ramie αναφέρει το θαυμασμό του για τον Πικάσο όχι ως κεραμίστα, αλλά ως το δημιουργό που όταν δοκιμάζει ένα καλλιτεχνικό μέσο, το κάνει με τόσο ενθουσιασμό και απελευθέρωση που μοιάζει να «αιωρείται». Και συνεχίζει, δίνοντας έμφαση στο πόσο δεκτικός ήταν ο Πικάσο στο ρόλο του τυχαίου αλλά και του λάθους, στη διάρκεια των πειραματισμών με το σχήμα, το χρώμα και κυρίως τη φωτιά.

Ο τόπος θυμίζει στον δημιουργό τις πρώτες του επαφές με τον πηλό στη διάρκεια της νεότητάς του στην Ισπανία και φέρνει φορτία ενός ένδοξου παρελθόντος στην κεραμική, όταν στα Ρωμαϊκά χρόνια υπήρξε το κέντρο παραγωγής των μεγάλων ροζ, λόγω των μεταλλευτικών κοιτασμάτων, αμφορέων για τη μεταφορά του γάρου, της δημοφιλούς τότε σάλτσας από λιαστό ψάρι. Η αναβίωση της παραγωγής στις αρχές του αιώνα είχε διακοπεί από τον 2ο Π.Π. Ο Πικάσο ενθουσιάζεται με τον πρωτογονισμό του τόπου αλλά κυρίως της τεχνικής, και ειδικότερα με τη δουλειά του τεχνίτη Jules Agard, ο οποίος χρησιμοποιεί τον τροχό με ιδιαίτερη ευκολία για την παραγωγή μεγαλύτερης ποικιλίας στο σχήμα και στο μέγεθος των βάζων, μια διαδικασία που προβλημάτιζε τον καλλιτέχνη.

© PHOTO PARIS TAVITIAN \ © Succession Picasso 2019

Από τα πρώτα χρόνια της παραμονής στο Vallauris, μέχρι το 1955, η Gillot θυμάται τον ιδιοφυή και πειραματικό χαρακτήρα των έργων, στα οποία ο Πικάσο χρησιμοποιούσε μείγματα από οξέα, βερνίκια και στιλβώματα πριν από το ψήσιμό τους και πως, κατά τη διάρκεια του, το σχέδιο άλλαζε με εντυπωσιακά και συχνά απροσδόκητα αποτελέσματα. Η κεραμική κέρδισε αμέσως την προσοχή του καλλιτέχνη και τη συνέχισε ως το τέλος της ζωής του, γιατί συν τις άλλοις είχε πιο εφαρμοσμένο και συνεπώς λαϊκό και προσβάσιμο χαρακτήρα, αν και πολλά από τα δημιουργήματα του δεν ήταν χρηστικά, αλλά πειραματισμοί κατά το ασίγαστο ψάξιμο της φόρμας.

Τα πρώτα έργα είχαν ως θέμα σάτυρους και ταύρους, με ισπανική και ταυτόχρονα μινωική παγανιστική ανθρωπομορφική θωριά, όπως η «Κεφαλή ταύρου», 1950, από ερυθρό πηλό, αλλά και τη γυναίκα, όπως η «Γυναίκα», 1949, διοχετεύοντας θηλυκότητα στο βιομορφικό «μητριαρχικό» σχήμα του δοχείου. Οι απαλές καμπύλες βρήκαν ανταπόκριση στα τοπικά κεραμικά σχήματα όπως το κυλινδρικό βάζο για ξύδι, το gus, τις τανάγρες ή τα τσουκάλια pignates, πολλά από τα οποία ο Πικάσο έβρισκε και χρησιμοποιούσε ως ready-mades, κάποια ανάπλαθε ως assemblages ή τα επιχρωμάτιζε και τα ξανάψηνε, εμφυσώντας ενέργεια και ζωή στον πλαστικό όγκο, εναλλάσσοντας τη ματ με τη γυαλωμένη επιφάνεια.

Ένα χαρακτηριστικό έργο της περιόδου είναι το «Χέρι σε ριγωτό τραπεζομάντηλο», 1947, όπου επάνω σε μία στρογγυλή φέτα πηλού επικολλά ένα ολόγλυφο χέρι χρωματισμένο με οξείδια τα οποία κατά το ψήσιμο έσταξαν στην πλάκα και έδωσαν την αίσθηση των ματωμένων, ακρωτηριασμένων δαχτύλων.

Τα χρώματα συχνά εναλλάσσονται από θερμά σε ψυχρά, γίνονται τολμηρά, αντινατουραλιστικά, χωρίς να παρακολουθούν τα περιγράμματα. Τα τελευταία εξακολουθούν να κουβαλούν τα φορτία του συνθετικού κυβισμού, χωρίς πλέον την έννοια της γεωμετρικής αφαίρεσης, καθώς το αντικείμενο σχηματοποιείται στις τρεις διαστάσεις και ο καλλιτέχνης δεν νιώθει την ανάγκη να αποτυπώσει όλες τις όψεις του σε μία μόνο πλευρά.

© PHOTO PARIS TAVITIAN \ © Succession Picasso 2019

Το έργο μοιάζει να μεταμορφώνεται σε ζωντανό ον μπροστά στα μάτια του θεατή και τώρα να περιστρέφεται αυτό γύρω του. Το παζλ της οργανικής αυτοτέλειας του αντικειμένου συντίθεται μέσα από την εικόνα του ως βιομορφικός οργανισμός, ένα πουλί, λίγα ψάρια, με την έμφαση να δίνεται στα πιο χαρακτηριστικά και υπερτονισμένα σημεία. Έτσι οι κανάτες αποκτούν γυναικεία σώμα με τα χερούλια για χέρια ή τα πιάτα για σερβίρισμα ψαριού φέρουν ανάγλυφο το ορεκτικό τους περιεχόμενο, σε ένα παιχνίδι μεταξύ ψευδαίσθησης και προσδοκίας. Το «Ισπανικό πιάτο με παράσταση Κουκουβάγιας», 1957, αποτελεί ένα παρόμοιο παράδειγμα παιχνιδιάρικης ζωγραφικής ψευδαίσθησης, με τα μάτια του μυθικού πουλιού να μας παρακολουθούν από παντού.

Ένα από τα μοτίβα αφηγηματικού χαρακτήρα όπου το έργο κορυφώνεται σε ένταση και ζωώδη μαγνητισμό είναι οι «Ταυρομαχίες», εμπνευσμένες από τις πραγματικές που λάβαιναν χώρα στην Arles. Ο καλλιτέχνης λύει επιτυχώς το πρόβλημα της προοπτικής που θέτει το οβάλ του αντικειμένου, υιοθετώντας ένα ‘bird’s eye view’ και υφαίνει τη σκηνή λιτά, με ένα εξαιρετικά διαυγές, σχεδόν υγροποιημένο, σχέδιο, λόγω των επάλληλων στρώσεων κεραμικών παστέλ που ανταποκρίνεται ανάλογα στις αλλαγές του φωτός αλλά και των διαφόρων φάσεων του αγώνα.

Κλείνουμε την ιστορική μας αναδρομή στην ερωτική σχέση Πικάσο και πηλού με τις καθαρά ζωγραφικές στιγμές όπως το «Παιχνίδια στο Τσίρκο», 1957, όπου 66 κομμάτια πλακάκια συγκροτούν και αναπλάθουν την μαγική αύρα του τσίρκου, με σκηνές που αναδύονται από μία κυπαρισσί, νερένια φωτοσκίαση παραπέμποντας στην απόκοσμη ατμόσφαιρα της «Οικογένειας Σαλτιμπάγκων» του 1905. Η επαφή του Πικάσο με τον πηλό υπήρξε ένα προσωπικό ταξίδι και αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το διονυσιακό joie de vivre που χαρακτήριζε την αδάμαστη δημιουργικότητα του πολυσχιδούς καλλιτέχνη.


Διαβάστε επίσης:

Πικάσο και Αρχαιότητα – Γραμμή και πηλός: Έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης