Αποτελείται από δύο μοναξιές που προστατεύουν, αγγίζουν και καλωσορίζουν η μία την άλλη. Και χωρίς αυτόν η γη θα ήταν ένας πελώριος ανοιχτός τάφος. Τι είναι; Υποχρεώνει τη θέληση να βρυχάται τις ατυχείς φορές που η δύναμη απλώς ψιθυρίζει και χάρη σε μιαν αίσθηση επείγοντος, συχνά χάνει την ψυχραιμία του. Μα ο έρωτας, βέβαια. Που όταν στ’αλήθεια υφίσταται, είναι έρωτας με την πρώτη ματιά, την τελευταία ματιά, την κάθε επίμονη ή φευγαλέα ματιά. Ο ίδιος έρωτας που μας πείθει ότι οι πιο καυτές θέσεις στην κόλαση είναι κρατημένες για όσους διατηρούν ουδέτερη στάση σε καιρούς συναισθηματικής κρίσης, κι ότι τα δάκρυα όλων μας κάποτε στεγνώνουν, η καρδιά όμως ποτέ. Ο ίδιος έρωτας που πιστοποιεί πως ό,τι είναι το φως για τα μάτια, ό,τι ο αέρας για τους πνεύμονες, είναι και εκείνος για την ψυχή. Ο ίδιος έρωτας, ο απαγορευμένος, γέμισε την Πηνελόπη Δέλτα και τον Ίωνα Δραγούμη με πληγές από τις μάχες που δεν έδωσαν. Ο ίδιος έρωτας. Ο ανεκπλήρωτος. Αυτός με τα ολέθρια αποτελέσματα.
Η συγγραφέας των γνωστών «Τα μυστικά του βάλτου», «Μάγκας», «Τρελαντώνης», «Παραμύθι χωρίς όνομα», κ.α, και παντρεμένη με το δεσποτικό και πλούσιο Στέφανο Δέλτα, συνάντησε τον γοητευτικό διπλωμάτη το 1905 ανήμερα του Αγ. Βαλεντίνου σε μια δεξίωση στην Αλεξάνδρεια. Χωρίς να γίνει αντιληπτό κι όσο η σαμπάνια έρεε άφθονη, τα μάτια των δυο τους μίλησαν. Ή πιο σωστά, συμφώνησαν στο ότι αμαρτία είναι μόνο όσα λερώνουν την ψυχή, ότι αυτό που είναι αρκετό για την ευτυχία μας, δεν αρκεί πάντα για την ευχαρίστησή μας, και ότι έναν ερωτευμένο που δεν μπορεί να περνά όλο το εικοσιτετράωρο με το ταίρι του δεν τον ικανοποιεί τίποτα. Αν μάλιστα, τον ίδιο άνθρωπο τον έχριζαν θεό, θα υπέβαλε πάραυτα την παραίτησή του. Πολύ σύντομα, ξεκίνησαν να ανταλλάσσουν ερωτικές επιστολές. Η Πηνελόπη που είχε υποστεί σοβαρή καταπίεση απ’ τον πατέρα της, Εμμανουήλ Μπενάκη στα παιδικά της χρόνια, και ακόμα σοβαρότερη από τον σύζυγό της στη μετέπειτα ζωή της, στα φλογερά κατεβατά της παραδεχόταν την φριχτή μοναξιά και το σκουριασμένο θάρρος της. Εξομολογείτο χωρίς περιστροφές τη δυστυχία της και το γεγονός ότι μπορούσε να κοιτάξει έξω από τη ζωή της όπως σε ένα τρένο, αλλά για κακή της τύχη, δε μπορούσε με τίποτα και για κανένα λόγο να σταματήσει το τρένο. Δήλωνε ότι ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που τα έχουν παρατήσει έστω και μία φορά στη ζωή τους και τους έγινε συνήθεια, κι ένιωθε πνιγμένη. Κι όχι επειδή είχε πέσει στο ποτάμι της απόγνωσης, μα επειδή παρέμενε βυθισμένη κι αβοήθητη σε αυτό.
Ο Ίωνας από την άλλη μεριά, που τον περίμενε μια εν ψυχρώ δολοφονία στις 31 Ιουλίου 1920 στην περιοχή των Αμπελοκήπων από βενιζελικούς, μια κι ήταν πολέμιος της Μεγάλης Ιδέας, έστέλνε γράμματα – κομπρέσες στους πόνους της αγαπημένης του. Την είχε ερωτευτεί αυτή τη γυναίκα, τη θάυμαζε. Προσπαθούσε να της θυμίσει ποια ήταν, μα και να την απελευθερώσει από το χρυσό κλουβί της. Στάθηκε με διακριτικό τρόπο στο πλάι της, κι έγινε ο άνδρας που, όπως όλα μαρτυρούν, δεν άγγιξε ποτέ το κορμί της, χάιδεψε όμως την καρδιά της. Στις δικές του επιστολές, τη διαβεβαίωνε πως οι άνθρωποι δεν είναι αιχμάλωτοι της μοίρας τους, αλλά των μυαλών τους, πως η απελπισία είναι το αποτέλεσμα όχι μόνο της δυστυχίας μας, μα και της αδυναμίας μας, και πως δεν μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου για τους άλλους. Πρέπει να κάνεις αυτό που είναι σωστό για σένα, ακόμα κι αν αυτό πληγώσει όσους αγαπάς. Σταδιακά και χωρίς δόλο, την υποστήριζε στο να παρατήσει τον σύζυγό της, και της έλεγε ότι το να ξέρεις ποιο είναι το σωστό και να μην το κάνεις, είναι η μεγαλύτερη δειλία, κι ότι το σοβαρότερο λάθος που μπορεί να κάνει κάποιος, είναι να φοβάται διαρκώς ότι κάπου θα κάνει λάθος.
Δεν κατάφερε, παρόλα αυτά, να την πείσει να ξεφύγει από τον Στέφανο Δέλτα. Όταν η Πηνελόπη ζήτησε διαζύγιο αναφέροντας μάλιστα πως αγαπάει κάποιον άλλο άνδρα, εκείνος έγινε έξαλλος και τής στέρησε ολοκληρωτικά την ελευθερία της. Χωρίς καμία αιδώ έκανε το ίδιο κι ο πατέρας της που τής έθεσε το δίλημμα «ή τις κόρες σου ή τον εραστή σου». Η Πηνελόπη δεν είχε πολλές επιλογές. Ποια μάνα άλλωστε θα είχε; Ήθελε να ζήσει έτσι ούτως ώστε όταν τα παδιά της θα σκέφτονταν τη δικαιοσύνη, την ακεραιότητα, αλλά και τη φροντίδα, να σκέφτονταν εκείνη. Πολλές φορές θέλησε να φύγει με το Δραγούμη, και άλλες τόσες συγκρατήθηκε. Τον ερωτεύτηκε με όλο της το είναι. Χάρη στη σχέση τους άνοιγε κάθε πρωί τα μάτια της, κι είχε πειστεί από την στάση του απέναντί της ότι σε μια αδελφή – ψυχή δε βρίσκουμε συντροφιά, αλλά μια αλληλοσυμπληρούμενη μοναξιά. Όταν όμως του είπε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τα πικρά δεδομένα της ζωής της, ουσιαστικά τον απομάκρυνε. Και αυτός βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη. Δεν τη λησμόνησε όμως. Αλλά κι εκείνη, όταν έμαθε για την εκτέλεσή του μέρα μεσημέρι, σπάραξε. Και ό,τι και αν λένε οι μελετητές της ζωής και πορείας της, το δηλητήριο το ήπιε επειδή είχε χαθεί αυτός. Κι όχι επειδή εισέβαλαν τα γερμανικά στρατεύματα στην Ελλάδα. Στις 2 Μαϊου 1941, βιάζεται απλώς να πάει να τον συναντήσει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Και πώς να μην βιάζεται; Η βιασύνη, εξάλλου, είναι ίδιον των ερωτευμένων. Πόσοι και πόσοι άραγε, ανήμερα του Αγ. Βαλεντίνου, τρέχουν για να σφίξουν στην αγκαλιά τους τον άνθρωπό τους; Όλοι αυτοί γνωρίζουν πως όπως θα έλεγε κι ο Σινάτρα, αγάπη είναι να θέλεις να τραγουδάς νύχτα – μέρα, χωρίς να πληρώνεσαι και χωρίς μάνατζερ. Όλοι αυτοί γνωρίζουν πως στον έρωτα αν κάτι είναι δύσκολο να γίνει, τότε με μαθηματική ακρίβεια, το κάνεις λάθος, και πως στις ανθρώπινες σχέσεις, οι νικητές ποτέ δεν τα παρατούν, κι όσοι τα παρατούν, ποτέ δε νικούν. Φτάνει όμως όλα αυτά, να τα θυμόμαστε κάθε μέρα, και όχι μόνο στις 14 Φλεβάρη, γιατί η ευτυχία είναι πίτα. Και είναι σοφά μοιρασμένη σε 365 λιλιπούτεια κομματάκια.