Γνωρίσαμε αυτόν τον σπουδαίο συγγραφέα Πάτρικ Χάμιλτον μέσα από το βιβλίο “Οι σκλάβοι της Μοναξιάς” πάλι από τις εκδόσεις Στερέωμα. Η γραφή του σφυροκοπεί δίχως άλλο την ανθρώπινη συνείδηση και εγείρει ερωτήματα που δύσκολα απαντώνται. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε σπαρακτικό ρυθμό, με έναν μελαγχολικό τόνο που ανακοινώνει ένα κακό που πρόκειται να έρθει και κανείς δεν θα γνωρίζει πως να το αντιμετωπίσει. Η προσωπικότητα και η φυσιογνωμία του Τζορτζ Μπόουν θυμίζει πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ, ένας άνθρωπος παγωμένος στον χρόνο του, ένα ανδρείκελο των καιρών του, ένας μικρός πρίγκιπας Μίσκιν που βιώνει την απόρριψη και συνεχίζει να ελπίζει παρόλο τις αντιξοότητες και τον εμπαιγμό στο πρόσωπό του. Η μετάφραση από την κ. Κατερίνα Σχινά όσο και το επίμετρο από τον κ. Νίκο Μάντη συμβάλουν τα μέγιστα.
Ένας φοβισμένος άνθρωπος
Το γράμμα στο τέλος του βιβλίου είναι ενδεικτικό του θρυμματισμένου συναισθηματικού του κόσμου, ένας κόσμος υπό διάλυση, μία ζωή σε αποδρομή και τα κομμάτια της σπαρμένα στον δρόμο σαν μαραμένα γαρύφαλλα που κανείς δεν νοιάστηκε πως εμφανίστηκαν εκεί. Η πλατεία Χανγκόβερ είναι το σημείο της πτώσης του, είναι το σημείο μηδέν της ανύπαρκτης ύπαρξής του, είναι μία φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Κυκλοφορεί στον κόσμο, ζει, αναπνέει αλλά όλα τον προδίδουν, οι φίλοι του όπως ο Πήτερ, η αγαπημένη του Νέττα για την οποία θα γινόταν χαλί να τον πατήσουν, πού άραγε να στηριχτεί για να συνεχίσει να ελπίζει;
Η αφήγηση ξεκινά με την βεβαιότητα και την πεποίθηση, την αποφασιστικότητα του Τζορτζ να βάλει σε δράση το σχέδιό του, αυτό το πλάνο που θα λυτρώσει την πληγωμένη φύση του με το να εξαφανίσει τα ανθρώπινα ίχνη αυτών που τον καταδυναστεύουν, δηλαδή να τους σκοτώσει. “Δεν είχε αυταπάτες ως προς το άτομό του: ήξερε ακριβώς τι σκέφτονταν γι’ αυτόν και εκείνη και όλη η παρέα του Έρλ’ς Κορτ. Τον έβλεπαν σαν ένα κακόμοιρο, χαζό, αφοσιωμένο, υποτακτικό σαν αγελάδα εξάρτημα της Νέττα – έναν υποτελή, πανταχού παρόντα, πάντα δίπλα της”. Αυτός ήταν ο περίφημος αδύναμος Τζορτζ, μία προσωπικότητα δίχως πρόσωπο, έρμαιο των ορέξεων των ανθρώπων γύρω του, ένα καλοκάγαθο πλάσμα που όμως τώρα έπρεπε να πάρει εκδίκηση και να σκοτώσει τους ανθρώπους που τον έχουν πια στο περιθώριο και προκαλούν την οργή του. Είχε όμως το σθένος, το κουράγιο, τη δύναμη να το φέρει εις πέρας το σχέδιό του ή για μία ακόμα φορά θα δείλιαζε;
Το δράμα, όμοιο με τραγική αυταπάτη είναι πως ο πρωταγωνιστής Τζορτζ είχε την σιγουριά ή μάλλον την αισιοδοξία πως η Νέττα κάποτε θα τον αγαπήσει, σαφώς όχι όπως εκείνος που πέθαινε για μια ανάσα της και παραμέριζε την ίδια του την αναπνοή για να την δει, να την ακούσει ή να την αγγίξει έστω και για λίγο. Η Νέττα μοιάζει να είναι η μάγισσα Κίρκη που τον έχει στοιχειώσει και από την οποία δεν μπορεί να απεμπλακεί όσες αντιστάσεις και αν προβάλει. Έβλεπε στο πρόσωπό της έναν άγγελο αλλά είχε μπροστά του έναν διάβολο. Είχε μία ομορφιά και μια γοητεία που τον κατακεραύνωνε και τον διέλυε και εκείνη γνωρίζοντας την ανίκητη αυτή αδυναμία του εκμεταλλευόταν την καλοσύνη του και τον περιέπαιζε με κάθε τρόπο. “Έμοιαζε με την καλλονή του Μπάιρον, αλλά δεν ήταν παρά ένα ψάρι”.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Όλοι παρατηρούσαν τις “νεκρές” του φάσεις, αυτές τις αμήχανες στιγμές της αυτοπαράδοσής του σε έναν βουβό εσωτερικό συναισθηματισμό, τότε που κάθε του κίνηση εκλαμβανόταν ως μη γενόμενη ή ακόμα χειρότερα ως αδιάφορη για τους γύρω του. “Ναι, είχε μια φρικτή κρίση ψυχικής απονέκρωσης γύρω στα Χριστούγεννα – πραγματικά τον είχε κατατρομάξει -, τώρα όμως με τον ζεστό καιρό και τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, τις είχε ξεπεράσει”. Τα διαβάσματά του και τα βιβλία ίσως να ήταν και το μόνο καταφύγιο χαράς και ικανοποίησης που του απέμενε σε αυτόν τον σκληρό και κακό για αυτόν κόσμο.
Ένας άνθρωπος σε ατέλειωτη προσωπική ομηρία
Το μυθιστόρημα, καθρέφτης του κοινωνίας του τότε, είναι χαρακτηριστικό των όσων συμβαίνουν σε μία κομβική χρονική περίοδο, τότε που τα τύμπανα του πολέμου θα αρχίσουν να ηχούν και οι άνθρωποι αρχίζουν να χάνουν τα πατήματά τους σε μία κοινωνία που μοιάζει χωρίς πυξίδα και κατεύθυνση, σε μία κοινωνική κατάσταση ασταθή και επισφαλή. Ο Τζορτζ είναι ένα πρόσωπο και ένας ήρωας του καιρού του, μέσα σε μία υποδόρια θλίψη και έναν εσωτερικό ξεπεσμό που βρίσκει που και που κάποια διαλείμματα ανύψωσης και μετά πάλι γίνεται βορά σε μια αυτολύπηση δίχως σταματημό και φραγμό.
Το βιβλίο τελειώνει με την εξής επιστολή, την οποία ανέφερε νωρίτερα δείγμα του ηθικού, ψυχολογικού και συναισθηματικού τέλματος στο οποίο βρισκόταν ο Τζορτζ, στο έλεος μιας μοίρας που ο ίδιος δεν είχε γράψει αλλά αυτή σαν από κάποιον θεό είχε γραφτεί. Προφητικό ίσως σημάδι των δύσκολων χρόνων που θα ακολουθούσαν και προοίμιο ενός κόσμου σε αποσύνθεση που έχανε την αίγλη του, τα λόγια του συγκλονίζουν: “Αγαπητέ κύριε, ετοιμάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή μου, μια και δεν είχα κανένα όφελος από τη φυγή μου στο Μέιντενχεντ. Νόμιζα ότι όλα θα τακτοποιούνταν αν ερχόμουν εδώ, αλλά έκανα λάθος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή τη στιγμή που σας γράφω θα έχετε βρει τους φίλους μου. Τα άφησα όλα σε απόλυτη τάξη, τίποτε δεν είχε διαταραχθεί. Αυτό θα σας βοηθήσει. Είμαι τόσο κουρασμένος που αδυνατώ να γράψω καθαρά. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είμαι καλά. Αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σε όνειρο”.
Αποσπάσματα
“Αυτή η κοπέλα έφερε την ομορφιά της όχι όπως θα έπρεπε να τη φέρει μια γυναίκα, απλά, ενσυνείδητα, σαν μια καλοτυχία, σαν ένα δώρο της φύσης, αλλά σαν ένα δολοφονικό εργαλείο, που το χρησιμοποιούσε για να πληγώνει δεξιά αριστερά και το πρόσφερε σε όσους επιζητούσαν να το απολαύσουν μόνο αν κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε τις βλέψεις της”.
“Μπήκε και εκείνος μέσα, κι έγινε σαν κι αυτούς – ένα διαφορετικό πρόσωπο σε διαφορετικό κόσμο, έναν πνιχτό, επείγοντα, αγχώδη, ιδιωτικό, φασματικό κόσμο, που δεν τον συνέθεταν άνθρωποι αλλά φωνές, ασώματες επικοινωνίες, έναν κόσμο απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί δεν ήταν και τόσο αλλιώτικος από εκείνον στον οποίο εισερχόταν όταν είχε μια από εκείνες τις “νεκρές” του φάσεις”.
Διαβάστε επίσης:
Πλατεία Χανγκόβερ – Πάτρικ Χάμιλτον