Ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε μονολόγους, μια πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση δέκα εννέα ανθρώπων συνθέτουν ένα πλέγμα αρθρωτών ιστοριών για τις σχέσεις των ανθρώπων, τους έρωτες που τους σημάδεψαν, τις προδοσίες που βίωσαν, τις διαψεύσεις, τις ελπίδες, τα χαμένα ή ξανακερδισμένα τους όνειρα και τις προσδοκίες τους. Μοιάζει ο συγγραφέας να έχει αφουγκραστεί τις πιο ενδόμυχες σκέψεις των ηρώων του και, με αριστοτεχνικό και ταυτόχρονα καταλυτικό τρόπο, στήνει ένα αφηγηματικό πλέγμα προσωπικών εκμυστηρεύσεων, για να φέρει στην επιφάνεια τα συναισθήματά που σημάδεψαν τη ζωή τους, τα ψέματα που προσδιόρισαν τις αντιδράσεις τους, την καθημερινότητά τους, τη ρουτίνα τους.
Αυτό που διαφοροποιεί σημαντικά το μυθιστόρημα αυτό του Μιχάλη Μοδινού είναι αναμφίβολα ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο από πολλές οπτικές γωνίες, οι οποίες αδιόρατα συνενώνονται και συλλειτουργούν, έτσι ώστε να σχηματιστεί ένα ισχυρό αφηγηματικό πλέγμα, το οποίο θα τις ενώσει σε μια αξεδιάλυτη, και γι’ αυτό ισχυρή, πραγματικότητα.
Οι ήρωές του, όλοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, εξομολογούνται τις ιστορίες που τους συντάραξαν ή καθόρισαν τις επιλογές τους. Τον σπαρακτικό οδυρμό που κρύβεται εντός τους ή απλώς τη βιωμένη τους αλήθεια. Ιστορίες και επιλογές, οι οποίες, αν και φαινομενικά δείχνουν ανεξάρτητες μεταξύ τους, στην πορεία διαφαίνεται με ακρίβεια ο τρόπος με τον οποίο καθιστούν το υποκείμενο της μιας αφήγησης συχνά εμπλεκόμενο στην αφήγηση κάποιου άλλου, λες και ένας αδιόρατος ιστός συνδέει τις βιωματικές εμπειρίες των ανθρώπων, απροσδιόριστα, πάντα αθέατα, αλλά και πάντοτε υπαρκτά.
Οι αφηγήσεις των δεκαεννέα πρωταγωνιστών δείχνουν ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η ζωή από τις κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες δημιουργούν. Μέσα από τις ομοιότητες ή τις αντιφάσεις τους ο Μοδινός αφήνει να διαφανεί το κάλλος των μικρών πραγμάτων, η ομορφιά των απλών προσεγγίσεων, κάθε αθώα, ή μη, σύναψη των ανθρώπινων σχέσεων, η συνείδηση του ρόλου της σεξουαλικότητας, ο ερωτικός ίμερος στην εξελικτική πορεία των ανθρώπων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Με χιούμορ περιγράφει τη σύγχρονη πραγματικότητα, ασκώντας συχνά την κριτική του με ένα ιδιότυπο τρόπο. Και με ένα ενδόμυχο χαμόγελο, ορατό στον αναγνώστη του. Μαζί με τους ήρωές του περιδιαβαίνει από τις σελίδες του ένας αριθμός γνωστών ανθρώπων που σχετίζονται με την τέχνη και το βιβλίο στη χώρα μας, σε μια προσπάθεια, ίσως, να καθοριστεί έτσι καλύτερα ο τόπος και ο χρόνος της αφήγησης αλλά και το πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ήρωές του.
Στο βάθος της κοινωνικής αυτής της σπονδυλωτής τοιχογραφίας κυριαρχεί η ανθρωπιά. Η αναδυόμενη στις εκμυστηρεύσεις των ηρώων. Αυτή που η σύγχρονη Ελλάδα μοιάζει να χάνει. Επειδή ο Μοδινός αυτό που τελικά παρουσιάζει με έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο είναι η σημερινή Ελλάδα. Η χώρα της χαμένης πολιτισμικής της ταυτότητας και του ευρωπαϊκού προσωπείου της. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ο Μανόλης παραγγέλνει κι άλλο κρασί – εξαιρετικό είναι, λέει με ύφος στον ιδιοκτήτη γνέφοντάς του με την άδεια καράφα. Παρατηρώ ότι το μαγαζί γεμίζει σιγά σιγά – τώρα πια βγαίνουν και οι νόμιμοι της ζωής. Δεν τον καταλαβαίνω ώρες ώρες. Πόσο εξαιρετικό μπορεί να είναι ένα κωλόκρασο από τα Μεσόγεια που έρχεται σε πλαστικά δοχεία προσποιούμενο το καμπερνέ σοβινιόν; Και πότε ακριβώς γίναμε γευσιγνώστες, Γραικοί και Αρβανίτες μεγαλωμένοι με ξινισμένη βαρελίσια ρετσίνα; Οι άντρες αρέσκονται να κάνουν την κάθε στιγμή εξαιρετική, σαν να την έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Γι’ αυτό γεύονται την ευτυχία χωρίς πολλά πολλά».
Ο Μοδινός αυτή τη φορά φαίνεται να κλείνει το κλείστρο του συγγραφικού του φακού και εστιάζει στα μικρά, στα εσώτερα βάθη της ψυχής των ηρώων του. Ό,τι τον ενδιαφέρει είναι κυρίως ο μικρόκοσμος των απλών, καθημερινών ανθρώπων. Η εστίαση στον πυρήνα. Στην ουσιώδη υπαρκτική κατάσταση των ανθρώπων. Τα μεγάλα πλάνα της ουτοπικής «Εκουατόρια» δεν υπάρχουν στο βιβλίο αυτό. Εδώ κυριαρχεί το αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να βρεθεί κάποιος. Το απροσδόκητο, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει μεγάλες ή μικρότερες ανατροπές στη ζωή, οι ενδόμυχοι φόβοι και η πορεία προς την αέναη αναζήτηση της ευτυχίας. Η συχνή απώλειά της και ο αγώνας για την κατάκτησή της. Και ξαφνιάζεται ο αναγνώστης όταν ανακαλύπτει ότι με το νέο του βιβλίο ο συγγραφέας αυτή τη φορά παρουσιάζει όχι μια ουτοπία αλλά την πιο ρεαλιστική μορφή της σύγχρονης πραγματικότητας. Και καταφέρνει να μας προσγειώσει εντός της, μήπως κι έτσι μπορέσουμε με τη σειρά μας να αντιληφθούμε το μέγεθος της κενοδοξίας μας.