Η μετάφραση, ως καθολική πρακτική λόγου και ως επιτελούμενο έργο του κάθε ξεχωριστού μεταφραστή, αποτελεί έγχρονη μιμητική επανάληψη. Ο μεταφραστής, ως διαχειριστής αλλότριου λόγου, αναδεικνύεται σε πολυμήχανο μηχανικό της γλώσσας που, εικάζοντας και γνωμοδοτώντας, μιμείται έργα συγγραφέων. Γι’ αυτό και η μετάφραση παρουσιάζεται ως καθαρά δοξικός αγώνας του μεταφραστή σε στίβο ανάλογο με αυτόν της ρητορικής, όπου το πρωτότυπο είναι άτεχνη και το μετάφρασμα έντεχνη πίστη. Η μετάφραση είναι επίσης κινητική διαδικασία: είτε ως φορά είτε ως αλλοίωση κατατείνει στη διαφορότητα: αποβλέπει, δηλαδή, στην ποιότητα της διαφοράς μεταξύ των μεταφραζόμενων και των μεταφρασμένων κειμένων, αφού, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «το εν και το ον πολλαχώς λέγεται». Η μετάφραση, τέλος, είναι συνάρτηση με μία σταθερά (το πρωτότυπο) και με το αόριστο πλήθος μεταβλητών, από τις τιμές των οποίων διαμορφώνεται το μετάφρασμα. Αλλά και η μοναδική σταθερά, ακριβώς επειδή αναγιγνώσκεται, τρέπεται σε μεταβλητή, διότι υπόκειται στην ερμηνεία που της χορηγεί ο κάθε ξεχωριστός μεταφραστής στην κάθε ξεχωριστή γλώσσα. Ο μεταφραστικός μόχθος χωρεί, ως εκ τούτου, πλήρως στο πλατωνικό σχήμα «γιγνόμενα και ποιούμενα και απολλύμενα και αλλοιούμενα» που εγγυάται το «κατά φύσιν φθέγγεσθαι». Η μετάφραση, όντας έργον μεταφραστού, είναι επικράτεια της υποκειμενικότητας.
Από το οπισθόφυλλο.
Γιώργος Κεντρωτής
Ο Γιώργος Κεντρωτής γεννήθηκε το 1958 στους Μολάους Λακωνίας. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Ζει στην Κέρκυρα, όπου διδάσκει Θεωρία της Μετάφρασης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.