Με ορίζοντα τη διεξαγωγή ενός διατοπικού πολιτιστικού γεγονότος, ικανού να εξασφαλίσει τόσο την παρουσία των συμμετεχόντων καλλιτεχνών όσο και την προσβασιμότητα της έκθεσης από το εγχώριο και διεθνές κοινό, η 7η Μπιενάλε της Αθήνας ECLIPSE πραγματοποιείται έως τις 28 Νοεμβρίου 2021.

Παρουσιάζοντας περισσότερους από 80 καλλιτέχνες με έδρα τη Βόρεια και Νότια Αμερική, την Καραϊβική, την Αφρική και την Ευρώπη, η 7η Μπιενάλε της Αθήνας διερευνά ζητήματα ταυτότητας, ιστορίας και πολιτισμικής πολυπλοκότητας που αναδιαμορφώνουν συνεχώς το βίωμα και την αντίληψή μας, διεγείροντας ερμηνείες, αφυπνίζοντας πεποιθήσεις και σκιαγραφώντας πιθανές διεξόδους και παράλληλους κόσμους.


– Η ΑΒ7 ονομάζεται Έκλειψη. Το φαινόμενο της έκλειψης μας θυμίζει ότι δεν μπορούμε να δούμε το φως ως κάτι δεδομένο. Ή ότι αντέχουμε να τη δούμε μόνο μέσα από ένα μαύρο γυαλί. Το ίδιο μας θύμισε η πανδημία η οποία έκλεισε τη ζωή μας σε ένα προσωρινό σκοτάδι. Η παρούσα όμως Έκλειψη, που λειτούργησε προφητικά καθώς ετοιμαζόταν από το 2018, επιχειρεί να ρίξει φως στις κοινωνικές και πολιτιστικές παθογένειες-σκοτάδια των καιρών μας. Αποτελεί μία ευκαιρία για ένα restart όχι μόνο καλλιτεχνικό, αλλά για έναν νέο τρόπο σκέψης και κοινωνικής δράσης;

Δυστυχώς η κρίση και η δεκαετία 2008-2018 δεν μας δίδαξαν πολλά ούτε οδήγησαν σε ένα restart παρά μόνο βιαστήκαμε να πούμε business as usual. Τίποτα δεν είναι πια usual και η πανδημία ακόμα περισσότερο ήρθε να χτυπήσει μια ήδη ημιθανή κοινωνία και οικονομία και πάλι δεύτερη φορά είμαστε έτοιμοι να πούμε business as usual. Στη δραματουργία όταν ο ταλαιπωρημένος Πρωταγωνιστής δεν αλλάξει μετά τα δεινά και τις περιπέτειες, νοοτροπία, δεν πάρει ένα σοβαρό μάθημα, τότε το τέλος είναι πάντα άσχημο. Δυο φορές μας δόθηκε η ευκαιρία και δυο φορές δεν άλλαξε τίποτα. Καλλιτεχνικά πηγαίνουμε περίφημα, γιατί περιέργως η τέχνη τα καταφέρνει αναλογικά κάπως καλλίτερα εν μέσω αναταράξεων και επισφάλειας. Επίσης παραμένουμε τις τελευταίες δεκαετίες ένας τόπος με «υψηλή δυνητικότητα», ή πιο απλά, «ευκαιρίες», και οι νομάδες καλλιτέχνες ψάχνουν ακριβώς τέτοιους τόπους για να φτιάξουν το προσωρινό τους ορμητήριο.

– Σε σχέση με την προηγούμενη ερώτηση, και καθώς η εποχή μας, η εποχή της κλιματικής κρίσης, του I Can’t Breath και του MeToo, προτάσσει την ανάγκη για μία τέχνη βαθιά και πολύπλοκα πολιτική, πώς μία μεγάλη διοργάνωση που υποστηρίζεται από θεσμούς, μπορεί να λειτουργήσει ‘κόντρα στο ρεύμα’ και στην εργαλειοποίηση και χρήση αυτών των συνθηκών και μαζικών κοινωνικών αντιδράσεων ως σλόγκαν, από τους ίδιους αυτούς θεσμούς;

Συνήθως δεν μπορεί. Είναι αντίθετο στη φύση ενός πολύπλοκου συστήματος να ενσωματώσει εστίες επισφάλειας. Αν δει κάποιος προσεκτικά τη διαστρωμάτωση των θεσμών και πρωτοβουλιών στον χώρο της τέχνης στην Ελλάδα θα καταλάβει πως υπάρχουν τα μεγάλα ιδρύματα που αντικαταστούν την έλλειψη κρατικών πόρων και πρωτοβουλίας και μετά οι πολύ μικρές αυτοοργανωμένες δράσεις και χώροι. Σχεδόν τίποτα ενδιάμεσο. Η Μπιενάλε που βρίσκεται στο ενδιάμεσο προσπαθεί να συγκεράσει την ευελιξία, την κινητικότητα και τον πολιτικό προβληματισμό σε ένα εργαστήριο διαρκούς αναστοχασμού. Η στρατηγική συμπόρευση με το Ίδρυμα Ωνάση που μοιράζεται τις ίδιες αξίες με εμάς και διατηρεί έναν οξύ λόγο στη δημόσια σφαίρα προασπιζόμενο ταυτότητες και κοινότητες που είναι ακόμα στο περιθώριο, ήταν μια λογική εξέλιξη για έναν οργανισμό που θέλει να είναι επιδραστικός, με διεθνή εμβέλεια αλλά και βιώσιμος.

– Η ΑΒ7 μοιάζει να επιθυμεί να καλέσει τον θεατή να βγει από το comfort zone του και να θαυμάσει (marvel)-όπως θαυμάζουν το φαινόμενο της έκλειψης) τις φωνές καλλιτεχνών που αφηγούνται τη σύγχρονη ιστορία της διαφορετικότητας σε μία πόλη που βρίσκεται στο σταυροδρόμι πολιτισμών. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ίδια η πόλη της Αθήνας ως μία μητρόπολη του Νότου, με την ιστορία που κουβαλά, σαν περιβάλλον καλλιτεχνικής διάδρασης;

Έχει τεράστια σημασία. Εδώ οφείλω να θυμίσω πως έχω ενηλικιωθεί καλλιτεχνικά τη δεκαετία του 90 και τότε από νωρίς μας γινόταν μια πλύση εγκεφάλου που μας παρέλυε αποτυπώνοντας βαθιά μέσα μας πως δεν έχει ενδιαφέρον η δουλειά των Ελλήνων καλλιτεχνών και πως η Αθήνα είναι μια επαρχιακή Ευρωπαϊκή πόλη χωρίς καμιά τύχη. Από το Destroy Athens αυτό ήταν το πρώτο στερεότυπο που σπάσαμε. Τώρα πια έχει κυλίσει το νερό στο αυλάκι και η Αθήνα είναι από τις πιο θελκτικές πόλεις για τον σύγχρονο πολιτισμό. Το είπαμε πάρα πολλές φορές μέχρι να το πιστέψουμε πρώτα εμείς και μετά ο υπόλοιπος κόσμος. Η Αθήνα είναι μια Μητρόπολη της περιφέρειας της Ευρώπης και βρίσκεται στο επίκεντρο της περιοχής σύνθλιψης και τριβής τριών τεκτονικών αλλά και πολιτισμικών πλακών, της Ευρωπαϊκής, της Ασιατικής και της Αφρικανικής. Αυτό προκαλεί πολιτισμικούς σεισμούς, ειδικά με την ξενοφοβία που ακόμα μας μαστίζει, αλλά και ένα πολιτισμικό αμάλγαμα χωρίς αντίστοιχο του στον Δυτικό κόσμο.

– Το έργο του βραβευμένου video artist και σκηνοθέτη Στιβ Μακουίν “End Credits, 2012-ongoing” στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, όπως και οι προβολές σε συνεργασία με τις Νύχτες Πρεμιέρας δηλώνουν μία διατομεακή προσέγγιση με την κινούμενη εικόνα, η οποία και βίωσε μεγάλη ανάπτυξη την περίοδο του εγκλεισμού. Επίσης η φωτογραφία πορτρέτου είναι πολύ διαδεδομένη. Την ίδια στιγμή σχεδόν απουσιάζει η ζωγραφική. Αποτελεί επιμελητική επιλογή αυτή η απουσία;

Σίγουρα αποτελεί επιμελητική επιλογή το τι έργο θα συμμετέχει στην έκθεση αλλά ούτε εμείς ούτε οι επιμελητές αποφασίσαμε να αποκλειστεί κάποιο μέσο. Επειδή η Ζωγραφική είναι το αγαπημένο μου μέσο σαν καλλιτέχνης, και αυτό που με συγκινεί περισσότερο σαν θεατή, δεν θα την απέκλεια ποτέ. Η αλήθεια είναι πως ζούμε στην εποχή της ψηφιακής εικόνας, της κινούμενης εικόνας, της διαμεσολαβημένης εικόνας. Συχνότατα τα αφηγήματα που δημιουργούν οι καλλιτέχνες είναι σπονδυλωτά και πολύπλοκα και επιλέγουν μέσα τα οποία τους επιτρέπουν να δημιουργήσουν τις περισσότερο πολύπλοκες αφηγήσεις. Παρόλα αυτά έχουμε έναν αριθμό ζωγραφικών έργων τόσο από Έλληνες όσο και διεθνείς καλλιτέχνες που έχουν επιλέξει οι επιμελητές και που εντάσσονται στη δομή της έκθεσης κατά τη γνώμη μου οργανικά και αφήνοντας το στίγμα τους.

– Μέσα στο πλαίσιο της ΑΒ7 βλέπουμε αρκετά έργα που διαδραματίζονται σε ένα εντελώς ψηφιακό περιβάλλον (3D animation, video games). Λαμβάνοντας υπόψιν ότι βρισκόμαστε παράλληλα στην εποχή του cryptocurrency και των NFTs μπορούμε να δούμε τη νέα Μπιενάλε ως ένα προοίμιο μίας νέας εποχής της τέχνης όπου ο καλλιτέχνης θα δημιουργεί σε ένα metaverse;

Σίγουρα είναι και δεν θα μπορούσε να μην είναι προπομπός των τάσεων. Πιστεύω πως ένας από τους στόχους των Μπιενάλε οφείλει να είναι το να αντανακλούν την εποχή τους, τόσο θεματικά όσο και μορφολογικά. Ας κάνουμε ένα πείραμα: βάλτε το χέρι σας στο κινητό σας και ανοίξτε την οθόνη του σε ένα από τα δημοφιλή applications που χρησιμοποιείτε. Πόσο μπορεί να σταθεί αυτό το κινητό με τη δύναμη των άπειρων κόσμων που περικλείει μέσα σε μια έκθεση; Ή για να το πω διαφορετικά, πόσο μια έκθεση μπορεί να σταθεί δίπλα σε αυτή τη μαγεία, στο κουτί της Πανδώρας που είναι το Metaverse; Πόσο ζούμε στον φυσικό και πόσο στον ψηφιακό ή έστω σε έναν υβριδικό κόσμο. Η ταυτότητα ή μάλλον οι πολλαπλές ταυτότητες μας πόσο διαμορφώνονται, ζουν και εξελίσσονται στον ψηφιακό κόσμο;

– Στο ύφος της προηγούμενης διοργάνωσης, η ενεργοποίηση τριών εγκαταλειμμένων και εμβληματικών κτηρίων στο κέντρο της Αθήνας, ένα μεγάλο ελληνικό πολυκατάστημα που έπεσε έξω με την κρίση, τα γεμάτα αλγεινές μνήμες πρώην δικαστήρια Σανταρόζα, και το Μέγαρο Σίνα με τα μεγάλα ψηλοτάβανα δικηγορικά γραφεία, είναι συγκλονιστικοί χώροι αναφοράς, που θυμίζουν περιόδους της γηγενούς ιστορίας, ορίζοντας από μόνα τους το ύφος των έργων στο εσωτερικό τους. Ειδικά στο κτήριο Σανταρόζα, βλέπουμε μία από τις ωραιότερες επιμέλειες των τελευταίων ετών. Τι σημαίνει ο χώρος για το έργο και τούμπαλιν; Σε τι είδους weird & wonderful μέρη δύναται να φύεται αλλά και να αναπτύσσεται σήμερα η τέχνη, πέρα από τα μουσεία και τους λευκούς κύβους;

Ο πρώτος και κυριότερος weird & wonderful χώρος είναι το διαδίκτυο. Δεν υπάρχει πιο θαυμαστός και περίεργος κόσμος από αυτόν που φτιάχνουμε ψηφιακά. Είναι μια κοσμογονία που αψηφά τους νόμους της φυσικής, δεν έχει ύλη και βαρύτητα, δεν έχει γραμμικό χρόνο, είναι παντού ταυτόχρονα. Ένας τρόπος να αναφερθείς στην πραγματικότητα είναι να θεωρήσεις πως όλοι οι φυσικοί χώροι είναι επαυξημένες εκδοχές όσων ζούμε μέσα στο μυαλό μας, διαμεσολαβημένες από την μνήμη, τα συναισθήματα, τη νευροφυσιολογία μας. Μήπως τελικά όλοι αυτοί οι συναισθηματικά φορτισμένοι χώροι δεν είναι άλλο από προβολές της συλλογικής συνείδησης και μνήμης. Το Σανταρόζα για παράδειγμα δεν το έχω ζήσει αλλά και κανείς από τη γενιά μου ή νεότερος δεν το έχει ζήσει. Πως γίνεται να έχει τέτοια δύναμη, να συντονίζεται ο θεατής με αυτόν τον χώρο; Η μνήμη βρίσκεται στους χώρους ή μήπως δημιουργεί χώρους; Η μαγεία δεν είναι στο να ανοίξεις έναν χώρο κλειστό με όμορφη αρχιτεκτονική αλλά να βάλεις τα στοιχεία που χρειάζονται ώστε να πάρει ζωή. Δεν χρησιμοποιώ το να ζωντανέψουν τα κτίρια, δηλαδή το να επανακτήσουν ανθρώπινη παρουσία, σαν σχήμα λόγου. Βλέπω τα κτίρια σαν Τιτάνες που κοιμούνται. Γι’ αυτό χρησιμοποιούμε τους χώρους σε κάθε Μπιενάλε σαν πρωταγωνιστές και όχι σαν σκηνικό.

– 15 χρόνια μετά το σημείο εκκίνησης της Μπιενάλε της Αθήνας με το Destroy Athens, νομίζω ότι όλοι έχουμε βιώσει κάποιου είδους ‘καταστροφή’ τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη ιστορική διοργάνωση. Ο τριπλός ρόλος του εικαστικού, του επιμελητή και του καθηγητή, επιτρέπει μία προφητεία, σαν τον Fortune Teller της ιστοσελίδας της έκθεσης, για το μέλλον της εικαστικής δημιουργίας;

Αυτό θα το πουν άλλοι για εμένα. Μπορώ να πω όμως πως προσπαθώ με την τριβή με τη νεότερη γενιά μέσω της ΑΣΚΤ και τη συστηματική διερώτηση για το “Και Τώρα Τι;” μέσω της Μπιενάλε να γυμνάζω αυτόν τον «μυ», της διόρασης που έχουμε όλοι μας. Η Αθήνα είναι ένα κοινωνικό εργαστήριο έντονων ζυμώσεων και η δυνητικότητα που βρίσκει κάποιος σε αυτήν την πόλη μας επιτρέπει να αφουγκραζόμαστε το μέλλον. Γι αυτό άλλωστε πολλοί μετοικούν στην Αθήνα.

– Μέσα από την επιμέλεια της Έκλειψης, τι κρατάει η τέχνη: έναν καθρέφτη στην κοινωνία, ένα μανιφέστο ή ένα νυστέρι και φακό για ενδοεξερεύνηση;

Ωραία επιλογή εργαλείων! Όλα αυτά λειτουργούν και χαίρομαι που τα τονίζεις. Νομίζω περισσότερο από όλα αυτά είναι ένας καθρέφτης. Η αυτοπαρατήρηση όμως στον καθρέφτη είναι πάντα κάπως παραμορφωτική. Μας δείχνει και μας αποκρύπτει ταυτόχρονα. Τονίζει τον ναρκισσισμό μας ή και αποκαλύπτει τις αδυναμίες μας. Ο καθρέφτης είναι ένα μαγικό εργαλείο, σου δείχνει αυτό που θέλεις ή φοβάσαι να δεις.


Φωτογράφος πορτρέτου: Νύσος Βασιλόπουλος


Διαβάστε επίσης:

Eclipse: Ξεκινάει η 7η Μπιενάλε της Αθήνας!
ECLIPSE: Η 7η Μπιενάλε της Αθήνας αποκαλύπτει τους καλλιτέχνες και τους εκθεσιακούς της χώρους