Ο Γρηγόρης Κούκης είναι νέος ανερχόμενος ζωγράφος με δύο ατομικές εκθέσεις στο ενεργητικό του και συμμετοχή σε αρκετές ομαδικές.
Η Νικολένα Καλαϊτζάκη σημειώνει για το έργο του Γρηγόρη Κούκη:
«Αυτή την ώρα, θα περιμένω το έλεος σου!», αναριγά η Tosca καθώς βαθιά πονά, μισόγυμνη στο πορφυρό φόρεμα της, με τους αόρατους προβολείς της δραματικής αυτής σκηνής να ρίχνουν φως στην εύμορφη της πλάση, αγαλμάτινη ως ίσταται στο κέντρο του καμβά. Ο μετεωρισμός της τρικλίζει, όμοιος με άστρο λευκό στη φέξη πριν σβήσει. Της ανυπαρξίας χάρισμα στη χάση γίνεται σε πνιγερή υπόκρουση από ξέγχορδα βιολιά. Και η ζωγραφισμένη αυτή Tosca, όπως την φαντάστηκε και την απέδωσε ο εικαστικός Γρηγόρης Κούκης, δεν είναι άλλη παρά η θρυλική ηρωίδα της όπερας του Τζάκομο Πουτσίνι. Η μοιραία ντίβα που στο άκουσμα του θανάτου του αγαπημένου της απελπισμένη ρίχτηκε στην παγωμένη αγκαλιά του Τίβερη. Τα γαλανά νερά του τρέχουν ακόμα στα ιερά θυσιασμένα για έρωτα χείλη της.
Κάπου αλλού, στους βράχινους αρμούς μιας ρευστής θάλασσας, συναντάμε την ξακουστή “Lucia di Lammermoor” του Γκαετάνο Ντονιτσέττι. Την εύθραυστη Lucia που περίλυπη αποτυπώνεται καθώς μοιραία αναρριχάται στο συρμάτινο δίπολο μεταξύ αγάπης και τρέλας, ζωής και θανάτου. Σιμά της, στον οπερατικό θίασο που ευφάνταστα στήνει ο Κούκης, βρίσκουμε την “Carmen” να καταφθάνει ατρόμητη και ατίθαση ως σμιλεμένη είχε οριστεί να ζει στους άπιαστους παλμούς της αέρινης ελευθερίας της. “Ubi nihil vales, ibi nihil velis / Όποιος δεν αξίζει τίποτα, δεν μπορεί να θέλει τίποτα” αναγράφεται σε κάθετη διάταξη στο ακριανό περιθώριο της σύνθεσης.
Γυρνώντας το βλέμμα σε σημείο άλλο, μπροστά μας ορθώνεται η τραγική “Νorma” του Μπελλίνι στα σκοτεινά ντυμένη, δηλητηριασμένη από τον παθιασμένο, μονόπλευρο έρωτα της για τον Πολλιόνε που βρήκε οριστικό τέλος και για τους δυο στις φριχτά γελαστές φλόγες της λυτρωτικής πυράς.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Δεν είναι όμως μόνο η Tosca, η Lucia και η Νόρμα που επανασυστήνονται στον θεατή μέσα από τους εκφραστικούς τρόπους του δημιουργού τους. Αντιθέτως, ο Γρηγόρης Κούκης, εμπλουτίζει την εικαστική του αφήγηση αναδεικνύοντας τις πρωταγωνίστριες των κορυφαίων αριστουργημάτων της παγκόσμιας οπερατικής αυλαίας, με το συνολικό του έργο να αποτιμάται ως μια νοερά ενορχηστρωμένη όαση, που από το ρεαλιστικό παρόν μας, μαγνητικά μας βυθίζει σε ένα διαχρονικά πολύτιμο μουσικοθεατρικό ταξίδι, μελόδραμα για πολλούς, που έχει φωνή βαθύφωνη, φωνή τενόρου, σοπράνο ή μέτσο κι έχει πλοκή δοσμένη στον ανίκητο έρωτα και τον ανίκητο θάνατο σε συγχρονία.
Έτσι λοιπόν, στην ατομική αυτή έκθεση του καλλιτέχνη που φέρει τον τίτλο: “Primadonna” (μτφρ.: “Η Πρώτη Κυρία της Όπερας”) παρελαύνουν, μεταξύ άλλων, η σκυθρωπή “Aria”, η πρωταγωνίστρια του τετράπρακτου “La Boheme” καθώς και η “Madama Butterfly” του Πουτσίνι, η μάγισσα “Medea” του Κερουμπίνι και η προκλητική κυρία του Καταλάνι “La Wally”.
Με την σχεδιαστική προσέγγιση των γυναικείων μορφών να ακολουθεί σπασμένα πρότυπα της τεχνόσφαιρας των κόμικ, της pop-art, του φωβισμού και του φωτορεαλισμού, ο εικαστικός αναπτύσσει τις φιγούρες του με έναν τρόπο προσωπικό που συνενώνει στοιχεία και επιρροές από τα παραπάνω ρεύματα, χρησιμοποιώντας άφθονο χρώμα σε αντιθετική εναλλαγή γεννώντας ένταση.
Κοινό σημείο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει στα έργα είναι η τοποθέτηση της πάντοτε σαγηνευτικής και προσεγμένης γυναικείας φιγούρας, η οποία εκφράζεται άλλοτε δραματική και άλλοτε μοιραία, σε πρώτο πλάνο στο κέντρο της σύνθεσης. Ο χώρος που περιβάλλει τις φιγούρες, είναι πλασμένος ακόμα με έναν τρόπο αφαιρετικό που όμως σχηματοποιεί και διαμορφώνει ένα δωμάτιο ή ένα φυσικό τοπίο που αποτελείται από δέντρα, νερά, ζώα, πουλιά. Τα ζώα βέβαια, όπως και τα πουλιά, διαδραματίζουν συμβολικό ρόλο στα έργα, καθώς τα φύσει διακριτικά χαρακτηριστικά τους συσχετίζονται με τον ψυχικό κόσμο και τις προσωπικές ιστορίες των ηρωίδων που απεικονίζονται.»