Tην Παρασκευή (27/12), επισκέφθηκα το Half Note Jazz Club για να παρακολουθήσω την εναρκτήρια από τις επτά συνολικά παραστάσεις του σχήματος του Adrian Cunningham, η οποία, όπως φάνηκε από τον πολύ κόσμο που είχε κατακλύσει από νωρίς τον αθηναϊκό μουσικό χώρο, ήταν για πολλούς η ιδανική μουσική παρέα για τις τελευταίες ημέρες της χρονιάς.

Οι Professor Cunningham And His Old School, πέρα από τον bandleader Adrian Cunningham (φωνητικά, σαξόφωνα, κλαρινέτο, φλάουτο) αποτελούνται από τους Jon Challoner (τρομπέτα), Dani Alonso (τρομπόνι), John Merrill (κιθάρα), Gerard Nieto (πιάνο), Jim Robertson (κοντραμπάσο), Marti Elias Vinyals (ντραμς). Ο κόσμος είχε γεμίσει το μαγαζί και ανέμενε με ανυπομονησία την έναρξη της συναυλίας η οποία πραγματοποιήθηκε όταν, λίγα λεπτά μετά τις 10.30, στη σκηνή υποδεχθήκαμε τους μουσικούς μέσα σε ένα πολύ θερμό κλίμα.

Η μπάντα από τη Νέα Υόρκη, με τις πρώτες κιόλας νότες, μας μετέφερε όλη την ενέργεια και την καλή διάθεση της, ενώ με το ένα solo να διαδέχεται το άλλο, οι μουσικοί «συστήθηκαν» με το δικό τους τρόπο, στο ελληνικό κοινό μέσω των όμορφων μελωδιών στο τρομπόνι, την τρομπέτα, το πιάνο, την κιθάρα και τα ντραμς.

Έπειτα από το εισαγωγικό κομμάτι, ακολούθησε το «Bourbon Street parade», ένα κλασσικό dixieland τραγούδι που θεωρείται ένα jazz standard της Νέα Ορλεάνης. Στη συνέχεια, απολαύσαμε, μεταξύ άλλων, το δημοφιλές τραγούδι «The Mooche» του θρυλικού Duke Ellington και του Irving Mills, το οποίο διαδέχτηκε το «Maple leaf rag», ένα κομμάτι που αρχικά γράφτηκε για σόλο πιάνο το 1899 από τον Scott Joplin, τον «Βασιλιά του Ράγκταϊμ» και το οποίο συγκαταλέγεται στις πρώτες ragtime συνθέσεις, ενώ πέρασαν πολλά χρόνια για να αποκτήσει η σύνθεση αυτή την αναγνώριση που κατέχει έως και σήμερα, κάτι που συνέβη κατά την αναβίωση του είδους τη δεκαετία του ’70.

Με το κοινό να ανταποκρίνεται στους χορευτικούς ρυθμούς των κομματιών, το σεπτέτο του Αυστραλού μουσικού και τραγουδιστή είχε εξ αρχής χτίσει μια εξαιρετική σχέση με τον κόσμο, η οποία σταθεροποιούνταν, αλλά και εντεινόταν όλο και περισσότερο όσο εξελισσόταν η βραδιά. Οι ρυθμοί παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο με το «Over in the glory land» του Lonnie Donegan, σε μια πολύ καλή και διαφορετική εκτέλεση σε σύγκριση με τις bluegrass και country εκδοχές από τη δεκαετία του 1970, του Bill Monroe και των The Stanley Brothers, αντίστοιχα.

Ακολούθησε η υπέροχη διασκευή του μελαγχολικού «Petite fleur» του θρύλου της jazz Sidney Bechet το οποίο ο Cunningham απέδωσε εξαιρετικά με το σοπράνο σαξόφωνό του, ενώ το κομμάτι ολοκληρώθηκε με ένα θαυμάσιο a capella solo το οποίο χειροκροτήθηκε θερμά από το κοινό. Το «Oh Me Oh My» από το δίσκο Swing It Out (2018) επανέφερε το κέφι, ενώ ο Jon Challoner και ο Dani Alonso επιδόθηκαν σε μερικά ακόμα εξαιρετικά solo στην τρομπέτα και το τρομπόνι, αντίστοιχα.

Έπειτα από μια περίπου μουσική ώρα, μεσολάβησε ένα 30λεπτο διάλειμμα και από τα πρώτα κομμάτια του δεύτερου μέρους της βραδιάς ήταν το «A pretty girl (A Cadillac and some money του Αμερικανού jump blues πιανίστα Buddy Johnson το οποίο ο Cunningham προλόγισε ως ένα τραγούδι για την ευτυχία. Τα επόμενα τραγούδια της setlist προέρχονταν από την τελευταία δισκογραφική κυκλοφορία του σχήματος, Swings Disney (2019), ένα μουσικό project στο οποίο ερμηνεύονται εκ νέου τραγούδια από δημοφιλείς ταινίες της εταιρείας παραγωγής του Walt Disney, όπως το «Be our guest» από την ταινία «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» και το «Everybody wants to be a cat» από την  ταινία κινουμένων σχεδίων «Οι Αριστόγατες».

To θαυμάσιο solo στο πιάνο και τις εξαιρετικές ρυθμικές εναλλαγές στο «Harlem nocturne» ήρθε να συμπληρώσει το χορευτικό «You shook me all night long» το οποίο βρήκε όλο σχεδόν τον κόσμο από το χώρο των ορθίων και αρκετούς από τους καθήμενους, να χορεύουν και να χειροκροτούν ρυθμικά στο tempo, ενώ και οι μουσικοί φαίνονταν να το διασκεδάζουν εξίσου στη σκηνή, με τον τρομπονίστα Dani Alonso να κλέβει την παράσταση με τις χορευτικές του ικανότητες.

Στη συνέχεια, οι πέντε μουσικοί εγκατέλειψαν για λίγο τη σκηνή, αφήνοντας μόνους τον Robertson και τον Cunningham για το κομμάτι «St. James infirmary blues» κατά το οποίο επικρατούσε απόλυτη ησυχία όσο οι μελωδίες από το φλάουτο και το κοντραμπάσο πλημύριζαν τον χώρο. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό αμερικάνικο τραγούδι με πολλές παραλλαγές, γνωστό και με τον τίτλο «Gambler’s blues», το οποίο έγινε γνωστό χάρη στην ηχογράφηση του Louis Armstrong το 1928. Αμέσως μετά, πολύ γρήγορα επανήλθε η χορευτική διάθεση, ενώ η βραδιά, έπειτα από σχετική παρότρυνση κάποιων από το κοινό, έκλεισε με το spiritual χριστιανικό ύμνο «When the saints go marching in», ένα κομμάτι που αποτελεί jazz standard και έχει συνδεθεί άρρηκτα με την πόλη της Νέας Ορλεάνης.

Το σχήμα Professor Cunningham And His Old School απαρτίζεται από θαυμάσιους μουσικούς που όλοι επιτελούν εξίσου σημαντικούς ρόλους δημιουργώντας μια ολοκληρωμένη μπάντα με έναν υπέροχο ήχο, η οποία καταφέρνει με την αυθεντική της ενέργεια, τη φανταστική χημεία που υπάρχει μεταξύ των μελών, καθώς και το προσεκτικά επιλεγμένο ρεπερτόριο, να μετατρέπει κάθε εκατοστό του δαπέδου σε πίστα χορού διαπερνώντας όλες τις ηλικίες. Αυτό ακριβώς συνέβη, λοιπόν, και την Παρασκευή το βράδυ όπου ο κόσμος χόρευε και διασκέδαζε με τη ψυχή του, έχοντας παρασυρθεί από τις πολλές δεκαετίες της βαθιάς μουσικής ιστορίας της όμορφης πόλης της Πολιτείας της Λουιζιάνας.


Διαβάστε επίσης:

Οι Professor Cunningham & His Old School με πρωτοχρονιάτικη διάθεσή στο Half Note Jazz Club