Το έργο του Γιώργου Βέλτσου, που παρουσιάστηκε την περσυνή σεζόν σε πανελλήνια πρώτη από το ΚΘΒΕ και αγαπήθηκε για τα μηνύματα και τους συμβολισμούς του για την προσδοκία, τη μνήμη, τη θνητότητα και την αθανασία, είναι υποψήφιο για το βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Έργου στα φετινά βραβεία στη διοργάνωση της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών (ΕΛ.Ε.Κ.ΘΕ.Π.ΤΕ) που καλύπτουν τη θεατρική σεζόν από τον Οκτώβριο του 2023 έως τον Σεπτέμβριο του 2024.

Το Προσδοκώ είναι ένα νέο έργο για τη μνήμη, τον θάνατο και την αθανασία, ένας επικήδειος για το θέατρο, όπως το ξέρουμε μέχρι τώρα, αλλά και για την Ιστορία. Πρόκειται για ένα παιγνίδι ανταγωνισμού και επικράτησης ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς. Οι νεκροί καταλαμβάνουν πολύ χώρο και οι ζωντανοί εκδικούνται συρρικνώνοντας τις ιστορικές μνήμες σε ξέφτια από παλιές ρεκλάμες και απόηχους συνθημάτων. Οι μνημειώδεις φιγούρες της μεταπολίτευσης, αποκαθηλώνονται και αποσυνδέονται από την ουσία της πράξης τους. Ο θρήνος αναδύεται από τον κλαυσίγελο, το πολιτικό αποκτά καινούργιο νόημα καθώς συνδέεται με την καθημερινή αίσθηση της απώλειας, που συνεχώς γιγαντώνεται. Σε αυτόν τον αγώνα ανάμεσα στα ξέφτια της μνήμης και τον θρήνο πάνω από το κενό, που δημιουργεί η απώλεια, ποιος θα βγει νικητής;

“Εγώ δεν είμαι τίποτα. Είμαι ο αδύναμος. Θέλω να ζήσω εγώ όπως οι άλλοι Έλληνες. Μ’ακούτε; Να ζήσω” (Γιώργος Bέλτσος)

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ – ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Στην πόλη που σπούδασα, που είδα τις πρώτες παρατάσεις στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, που παρακολούθησα στον «Αλέξανδρο» τις ταινίες που πρότεινε ο Παύλος Ζάννας, συναναστράφηκα τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αλέξη Ασλάνογλου, τσακώθηκα στο Ντορέ με τον Δ. Μαρωνίτη (και συμφιλιώθηκα), άκουσα στην «Τέχνη» τον Λίνο Πολίτη να αναλύει τον Σεφέρη, ξενύχτισα στα πατσατζίδικα της Εγνατίας, παντρεύτηκα στον Όσιο Δαυίδ, έζησα, παρακολούθησα δύο παραστάσεις έργων μου από το ΚΘΒΕ που με τίμησε, αφιερώνω το Προσδοκώ, που θα το δω στα μαρμάρινα σκαλιά του εμβληματικού Θεάτρου της πόλης, μετά από πρόσκληση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, Αστέριου Πελτέκη, σκηνοθετημένο από ένα «παιδί της πόλης του θεάτρου», τη Σοφία Καρακάντζα και με τη μουσική του μοναδικού Δημήτρη Καμαρωτού που με συνδέει παλιά φιλία.

Την άποψή μου για το θέατρο κατέθεσα σ’ ένα κείμενο που επιλογίζει την Αυτοκρατορία και που εκδόθηκε μαζί με το θεατρικό έργο από τις εκδόσεις Νεφέλη:

Έγραψα την Αυτοκρατορία μέσα στο αδιέξοδο του χρόνου. Την είδα πρώτα μέσα στους χρόνους των ρημάτων, δηλαδή μέσα από την ακριβολόγο ιδιότητα της γραμματικής, που διατυπώνει στα ρήματα, στις εγκλίσεις τους και τις φωνές, όλη την παλλόμενη αγωνία ενός σώματος, όταν υποφέρει το τέλος του χρόνου, και, επειδή μιλά, γερνά αναζωογονούμενο.

Μη έχοντας δική μου γλώσσα άλλη παρά των μεγάλων δραματουργών, προβλέποντας το αδιέξοδο λόγω της γραφής των άλλων, αναγνωρίζοντας συγχρόνως στην ποίηση τη διαβατήρια συνθήκη προς το θέατρο, γνωρίζοντας επίσης πως και η συνθήκη αυτή δεν είναι ικανή για να φανεί το θεατρικό έργο στη σκηνή, έγραψα την Αυτοκρατορία μέσα στον κυκεώνα του να γράφεις ό,τι δεν μπορείς να γράψεις και παρά ταύτα να το επιτελείς. Έγραψα με την αδυναμία να γράψω, αναγνωρίζοντας όμως στην αδυναμία δύναμη. (…)

Υπέθεσα πως μία θεατρική γλώσσα δεν αρκεί και ό,τι αρκεί, προκειμένου να παιχτεί στο θέατρο, είναι η γλώσσα του άλλου οικειοποιημένη από τον εαυτό, εστραμμένη στον εαυτό, διεστραμμένη, έτσι ώστε να αποδίδει το αδιέξοδο τού να γράφει κανείς θέατρο, όταν το θέατρο, όπως το γνωρίζαμε, εξαντλείται. Επακόλουθο; Το θέατρο που παίζεται εξαντλημένο, να παρουσιάζεται ως υπόλοιπο του θεάτρου σε μια κοινωνία-υπόλοιπο.

Ακολούθησα λοιπόν την προτροπή του Μπένγιαμιν στις Συνομιλίες του με τον Μπρεχτ: «Αυτοί για τους οποίους η ζωή έχει μεταμορφωθεί σε γραφή, δεν μπορούν να διαβάσουν αυτή τη γραφή παρά μόνο προς τα πίσω». Ανέπλευσα τον ποταμό: από την ιλαροτραγική γραφή του Μπέκετ στην τραγωδία.

Ήταν επόμενο να γράψω μέσα σ’ έναν τετελεσμένο μέλλοντα, εισάγοντας το συντελεσμένο στον μονίμως ανοιχτό τρόπο της γλώσσας, την εξαιρετική της μεταβλητότητα, την ακρίβεια των διατυπώσεών της, αλλά συγχρόνως και τη σκοτεινή της διαφάνεια.

Είπα: «Όταν θα έχω δείξει το έργο μου συντελεσμένο, θα έχω τελειώσει». Και το είπα γιατί ξέρω πως η αδικαιολόγητη βιασύνη μου ως προς αυτόν για τον οποίο όλοι είμαστε προορισμένοι, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε τίποτε άλλο από μια διαπιστωτική δήλωση θανάτου στο ληξιαρχείο του δραματολογίου: «Με αυτό το έργο τελείωσα».

Αλλά δεν είναι έτσι. Αρχίζω από αυτό το έργο, διότι η επανάληψη επιφυλάσσεται να περιπλέξει και πάλι τα πράγματα εξαρχής. (…)

Ένα θέατρο όμως που δεσπόζει τόσο του συγγραφέα του όσο και του σκηνοθέτη του. Που ελέγχει όλα τα παρακολουθήματα της ταυτιστικής λογικής, οτιδήποτε αποκαθιστά την ταυτότητα για να θεραπεύσει υποτίθεται την κρίση της ταυτότητας. Δεν ξέρω αν είναι καν θέατρο. Γνωρίζω όμως πως δεν θα υπάρξει αναδιπλασιασμός της ζωής χωρίς αυτό. Δεν θα προκύψει πιθανόν και ευχαρίστηση λόγω της εκλυόμενης δυσφορίας, αντιστρόφως ανάλογης της «δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό». Ένα θέατρο επιτέλους δυσάρεστο τι θα ήταν; Η θεατρικότητά του θα κατέληγε στη μοναξιά του προθαλάμου της σκηνής.

-Γιώργος Βέλτσος

ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Γιώργος Βέλτσος για άλλη μια φορά θέτει ένα ζήτημα κυρίαρχο και πολιτικό για την κοινωνία. Συζητά την έννοια του θανάτου πολιτικά. Ο θάνατος έχει απεκδυθεί την προνομιακή θέση που είχε στο παρελθόν, δηλαδή ως συλλογική τελετουργία των Ιερατείων. Ο Θάνατος ως μέγας τελετάρχης της ζωής αποσύρεται από την συλλογική πρακτική και μόνο ως τελετουργία αφορά το φαινόμενο της εξουσίας.

Σήμερα ο αναμενόμενος θάνατος, ο προβλεπόμενος, ο αποκαλούμενος φυσικός  δεν έχει το νόημα της συλλογικότητας είναι άνευ κοινωνικής σημασίας και υποταγμένος στον νόμο. Ο μόνος καλός θάνατος, ο φυσικός,  έχει να κάνει με την αθανασία -την πολιτικά αποκαθηλωμένη αθανασία-έχει να κάνει με την συλλογική μνήμη. Το ερώτημα όμως είναι ποια μνήμη, την θεσμική που μας αποδίδεται από την Ιστορία, ή τα θραύσματα της μνήμης σε μια περίοδο μόνο ατομικών συνειδήσεων.

Για εκείνον το «προσδοκώ» δεν αναφέρεται στην ανάσταση νεκρών αλλά ζωντανών μέσα από μια πολιτική πράξη αναγνώρισης του θανάτου. Η επίγνωση της θνητότητας μόνο μέσα από το θέατρο μπορεί να αποτελέσει τελετή και πολιτική πράξη μιας και δεν αφαιρεί τον θανόντα από το συνολικό άθροισμα, αντιθέτως τον κάνει simulacrum, μέσα από την θεατρική πράξη της κατασκευής μια μορφής συλλογικής μνήμης. Η γνώση λοιπόν της θνητότητας είναι η απώτατη συνθήκη της πολιτισμικής δημιουργίας. Η πολιτισμικά επικυρωμένη απόδοση της θνητότητας στη σκηνική πράξη φτιάχνει τις προϋποθέσεις μιας συλλογικότητας που υπερβαίνει τη ζωή.

Η παράσταση η οποία οργανώνεται γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ανακουφιστική χειρονομία της θεατρικής σύμβασης. Στην παράσταση ο μέγας τελετάρχης γίνεται το κείμενο για τον θάνατο. Μέσω του κειμένου επεκτείνεται η διάρκεια της ζωής, αναβάλλεται η στιγμή του θανάτου. Συζητώντας για τον θάνατο, συζητάμε για μια κοινή εμπειρία, μοιραζόμαστε θραύσματα μνήμης και τα κοινο-ποιούμε. Πράττουμε ως ζωντανοί ενώ είμαστε νεκροί. Οι μίμοι της ζωής δεν μιμούνται τις μεγάλες χειρονομίες, αλλά την πολύτιμη πράξη του καθημερινού βίου του μικρού ανθρώπου.  Τα συμβάντα, οι ρόλοι και όλες οι συμβάσεις του θεάτρου αφαιρούνται, δημιουργείται ωστόσο ένας ιστός σκηνικών «γεγονότων» που θα αποτελέσουν κοινή εμπειρία με το κοινό. Έτσι προδοκώ…

-Σοφία Καρακάντζα

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

  • Σκηνοθεσία: Σοφία Καρακάντζα
  • Σκηνικά-Κοστούμια: Ράνια Εμμανουηλίδου
  • Μουσική κειμένου-Πρωτότυπη μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
  • Χορογραφία-Κίνηση: Μέλπω Βασιλικού
  • Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
  • Βοηθός σκηνοθέτις: Ευανθία Σωφρονίδου
  • Οργάνωση Παραγωγής: Ειρήνη Χατζηκυριακίδου
  • Φωτογραφίες: Mike Rafail (That Long Black Cloud)
  • Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Λουίζα Μαρία Χαραλάμπους
  • ΧΟΡΟΣ ΜΙΜΩΝ: Νεφέλη Ανθοπούλου, Ηρώ Δημητριάδου, Μαρία Καραμήτρη, Εύη Κουταλιανού, Θεοδώρα Λούκας, Δημήτρης Ναζίρης, Γιάννης Παρασκευόπουλος

Κατάλληλη για θεατές άνω των 12 ετών

Διάρκεια: 1 ώρα και 10 λεπτά (η παράσταση δεν έχει διάλειμμα)