«Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασσάνδρας,
Είχε πανιά κατάμαυρα και ουρανού παντιέρα…»
Με αφορμή την Επέτειο των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, γεννήθηκε και εξελίχθηκε η ιδέα μιας ομαδικής εικαστικής εγκατάστασης στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στη Σκιάθο, με αντικείμενο την ελληνική σημαία. Στο νησί όπου τo 1807 σχεδιάστηκε, υφάνθηκε και υψώθηκε η πρώτη γαλανόλευκη των απαρχών της Επανάστασης. Εκεί είχε καταφύγει το 1807 ο Νικοτσάρας, ένδοξος αρχηγός κλεφτών από τη Θεσσαλία. Μαζί με τον περίφημο καπετάνιο Γιάννη Σταθά, είχαν επιλέξει τη Σκιάθο ως ορμητήριο για τον πειρατικό στολίσκο τους.
Ο Σταθάς και ο Νικοτσάρας, σε μυστική συνέργεια με τον πρώτο Ηγούμενο της Μονής, Όσιο Ηγούμενο Νήφωνα (+1809) σχεδίασαν, ύφαναν και ύψωσαν την πρώτη ελληνική σημαία με το γαλανό βάθος και τον λευκό σταυρό, την πελαγίσια σημαία με τη λιτή αρμονία του ουρανού και της θάλασσας. Το πρωτόλειο αυτό συγκινητικό αυτοσχέδιο σύμβολο, ευλογήθηκε το Σεπτέμβριο του 1807, σε τελετή όπου παρέστη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Στο πλαίσιο της επετειακής έκθεσης στον εμβληματικό ιστορικό τόπο της παρουσίασής της, σαράντα διακεκριμένοι αλλά και πολύ νέοι Έλληνες εικαστικοί το έργο των οποίων, αν και πολύ σύγχρονο, αναβλύζει μέσα από πολυετείς έρευνες, δοκιμές, πειραματισμούς, μελέτες και προσηλωμένη αναπαραγωγή παραδοσιακών μεθόδων χειρωναξίας, προχωρούν στη σύσταση ενός αυτοτελούς, πυκνού οργανικού πεδίου με εικαστικές, πλαστικές και συμβολικές αναφορές σε ένα πολύτιμο ιστορικό συμβάν και σε ένα μονάκριβο ελληνικό σύμβολο που συνδέεται οργανικά με το νησί της Σκιάθου και την Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και που η σύλληψη και κατασκευή του προηγήθηκαν 14 χρόνια της επετείου, υποδεικνύοντας τον παράτολμο αλλά αναγκαίο δρόμο προς την Ελευθερία.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι σημαίες των συμμετεχόντων εικαστικών, έργα τα οποία στον μεγαλύτερό τους βαθμό δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για την έκθεση, εγκαθίστανται στον εξωτερικό και, κυρίως, στον εσωτερικό χώρο της Μονής, με σεβασμό και ιστορική αλλά και εικονοποιητική συνέπεια, συνομιλώντας έτσι με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του συνόλου, η διάταξη του οποίου με την ορθογώνια αυλή, το Καθολικό και τους βοηθητικούς χώρους, ακολουθεί πιστά τα πρότυπα του Αγίου Όρους, αποκαλύπτοντας σταδιακά το εσωτερικό και τις επιμέρους πτέρυγες. Σταδιακά θα περιμένουν και οι σαράντα χειροποίητες σημαίες της έκθεσης, να τις ανακαλύψει κι εκείνες ο επισκέπτης του χώρου.
Στην έκθεση συμμετέχουν:
Εοζέν Αγκοπιάν, Βάσια Αδάμου Βανέζη, Άρτεμις Αλκαλάη, Μαίρη Γαλάνη – Κρητικού, Μαρία Γέρουλα, Πέννυ Γκέκα, Ειρήνη Γκόνου, Γεωργία Γκρεμούτη, Μαρία Γρηγορίου, Παναγιώτης Δαραμάρας, Μαρία Διακοδημητρίου, Ελένη Ζούνη, Σταυρούλα Καζιάλε, Βάσω Καλουδιώτη, Βούλα Καραμπατζάκη, Βασιλική Κολιπέτσα, Νίκος Κόνιαρης, Μάρω Κορνηλάκη, Μαρία Κουλαρμάνη & Ελένη Παύλου (Εργάνη), Μαρία Κώτσου, Λούλα Λεβέντη, Βασιλική Λευκαδίτη, Στέλλα Μελετοπούλου, Πανδώρα Μουρίκη, Αλεξάνδρα Μπίσα, Γιάννης Παπαδόπουλος, Απόστολος Παπαγεωργίου, Σοφία Πάσχου, Βιβή Περυσινάκη, Γιώργος Πετσικόπουλος, Κατερίνα Ριμπατσιού, Ισμήνη Σαμανίδου, Ιφιγένεια Σδούκου, Νεφέλη Τερζή, Ιωάννα Τερλίδου, Νίκος και Αγγελική Τριανταφύλλου, Κλεοπάτρα Τσαλή, Αδαμαντία Τσερκέζογλου, Μαιρηλί Χαραμή και παραδοσιακά εργαστήρια του Λυκείου των Ελληνίδων Βόλου.
Η έκθεση σε διοργάνωση του Δήμου Σκιάθου, εντάσσεται στο Πρόγραμμα της Επιτροπής «ΕΛΛΑΔΑ 21», σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Θεσσαλίας.
Με αφορμή την έκθεση εκδόθηκε και κυκλοφορεί ομότιτλο λεύκωμα σε σχεδιασμό του Νίκου Λεοντόπουλου και κείμενα των:Αρχιμανδρίτη Ιωσήφ Κατσούρα, Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Σκιάθου, Θοδωρή Τζούμα, Δημάρχου Σκιάθου, Μαρίας Σπανού, ιστορικής ερευνήτριας και Ίριδος Κρητικού, Ιστορικού Τέχνης και επιμελήτριας της έκθεσης. Στο πλαίσιο της έκθεσης προγραμματίζονται παράλληλες δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα. Διάρκεια έκθεσης: 20 Ιουνίου – 30 Σεπτεμβρίου 2021
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
«Η επιμελητική διαδικασία «ύφανσης» της έκθεσης, υπήρξε και αυτή εξίσου χειροποίητη με την πολύτιμη πρώτη ύλη της. Μέσα σε συνθήκες απομόνωσης και εγκλεισμού, και με αρχικούς συνομιλητές μου κάποιους από τους συμμετέχοντες με τους οποίους έχω τη χαρά εδώ και χρόνια να συνεργάζομαι και, κυρίως, να κουβεντιάζω, και οι οποίοι σταθερά καταθέτουν πολύτιμα δείγματα εικαστικής γραφής με υλικό τους το ύφασμα και το νήμα, περιπλανηθήκαμε από κοινού νοερά σε εργαστήρια εκτός Αθηνών αλλά και εκτός Ελλάδος.
Aγκαλιάζοντας και εγκαλώντας στην πορεία σε συμμετοχή, τόσο τους στημένους παραδοσιακούς αργαλειούς και τις βελόνες από τη Λάρισα, τον Βόλο και τον Πόρο ως το Ηράκλειο και τη Νάξο, το Μέτσοβο, τη Θεσσαλονίκη και το Ναύπλιο, όσο και τις συναρπαστικές προτάσεις κεντητικής και ύφανσης που έφτασαν με ελληνικό ενθουσιασμό από τη Νέα Υόρκη, το Εδιμβούργο και το Λονδίνο.
Συγκεντρώνοντας, εντέλει, θα τολμούσα να πω, τον ανθό των Ελλήνων δημιουργών που επίμονα ονειρεύονται -εντός και εκτός συνόρων- με την κλωστή και το υφάδι. Και σε αυτούς προστέθηκαν κάποιοι ακόμη που μας δώρισαν αμέτρητες ώρες κεντήματος, ανεξίτηλες δεξαμενές ιδεών, μελάνης και χειροποίητου χάρτου.Στο σύνολό τους και δίχως συνεννόηση, οι συμμετέχοντες εικαστικοί επέλεξαν αμιγώς χειροποίητα μέσα – φυσικές βαφές, φυτικά νήματα, χαμηλόφωνα μοτίβα και ευτελή υλικά που μπορούσαν ευκολότερα να βρουν στη διάρκεια του εγκλεισμού.
Υπενθυμίζοντάς μας έτσι ταυτόχρονα, ότι η Πρώτη Σημαία της Σκιάθου, αλλά και οι πρώτες σημαίες της Ελληνικής Επανάστασης εν γένει, γεννημένες μέσα σε δραματικές ώρες πενίας και στέρησης, δεν θα μπορούσαν να έχουν δημιουργηθεί με μέσα και υλικά πολύτιμα, δεν θα μπορούσαν να έχουν υφανθεί με περίλαμπρο τρόπο. Περίλαμπρα όμως και μονάκριβα είναι εντέλει το φέρον βάρος τους και ο διαχρονικός συμβολισμός τους.
Έτσι, χρησιμοποιώντας βαμβάκι, λινάρι, φυτίλι, τσουβάλι, μαλλί και μετάξι, σύρμα, ελαστίνη και νάιλον, υφάσματα, κλωστές και κεροκλωστές, χειροποίητο χαρτί και χαρτόνι, γάζες, μπρούντζο και σπάγκο, χαρακτική και ψηφιακές εκτυπώσεις, χαρτοταινία και κόλλα, επιχρωματισμένους στο χέρι καμβάδες και σπρέυ, ράφια, γιούτα, σιζάλ, καλάμια και ξύλα, παλαιά βιβλία και χάντρες, χώμα και βότσαλα, μελάνια, βαφές indigo, απομεινάρια από πολεμικά συμμαχικά αλεξίπτωτα και οικεία κουρέλια, θαλασσινά ευρήματα και φωτιά, εστιάζοντας στο βαθύ ελληνικό μπλε χρώμα και το φωτεινό λευκό, ενσταλάζοντας επίσης στο υφάδι και τη βελόνα τους το κόκκινο χρώμα-τραύμα του αίματος, επαναλαμβάνοντας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους το αναγνωρίσιμο και ιερό σύμβολο του σταυρού-φυλακτού, και ενσωματώνοντας στο έργο τους τα θρυλικά «μαύρα καράβια» του Γιάννη Σταθά, οι συμμετέχοντες εικαστικοί τιμούν και διασώζουν το ιστορικό αφήγημα και τη μνήμη της «Πρώτης Σημαίας» του. Ψιθυρίζοντας μια καινούρια κλώστινη προσευχή, σταυροβελονιάζοντας μια επίμονη σταυρική μνήμη, υφαίνοντας εξαρχής τη δική του θαλασσινή λιτανεία, κεντώντας ξανά τη δική του ελπίδα μιας πατρίδας ελεύθερης και ανασυνθέτοντας με τρόπο χειροποίητα συγκινητικό και συγκινητικά χειροποίητο το δικό του μονάκριβο οραματικό τόλμημα».
Ίρις Κρητικού
Επιμελήτρια της έκθεσης
Ιστορικό Αναγνωστικό Παράρτημα
Ο αγωνιστής Γιάννης Σταθάς
Ο αρματολός από το Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας Γιάννης Σταθάς (1758 Οθωμανική Αυτοκρατορία – 1812 Αμφιλοχία), ήταν γιος και διάδοχος στην ανδρεία του περίφημου αρματολού Γερο-Δήμου Σταθά και έδρασε κατά την προεπαναστατική περίοδο. Στα τέλη του 18ου αιώνα, πολέμησε με τον Ευθύμιο Βλαχάβα στα Χάσια και στον Όλυμπο, ενώ κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1807), ενίσχυσε τα ρωσικά στρατεύματα με άλλους αρματολούς. Μετά την ανακωχή του 1807, οι περισσότεροι από τους αρματολούς της περιοχής, συγκεντρώθηκαν στη απρόσβλητη στα τουρκικά στρατεύματα Σκιάθο. Ανάμεσα τους βρίσκονταν και οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου Βλαχάβας, Νικοτσάρας, Τσαχίλας και Μπιζώτης, που αντιμετώπιζαν όλοι την εκδικητική οργή του Αλή Πασά Τεπελενλή.
Σε διάστημα λίγων εβδομάδων στη Σκιάθο, ο Σταθάς οργάνωσε έναν καταδρομικό στολίσκο από 70 πλοιάρια, βαμμένα κατάμαυρα και με ονόματα σχετικά με τις περιοχές των καπετάνιων τους – Ρούμελη, Όλυμπος, Μοριάς, Άσπρη Θάλασσα, Βάλτος, Μαύρο Καράβι. Κασσάνδρα κ.α.), συνεχίζοντας έτσι επιδρομές κατά των Τούρκων από τη θάλασσα.
Το γενικό πρόσταγμα είχε ο ίδιος, εξαιτίας της πρωθύστερης θητείας του στον ρωσικό στόλο, με υπαρχηγό τον Νικοτσάρα, ενώ επικεφαλής της μοίρας του Μωριά ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που έχοντας γλιτώσει και ο ίδιος από τις σφαγές των Τούρκων στον Μοριά, συμμετείχε στη συνάντηση των αρματολών στο νησί. Ο Σταθάς, αντί να υψώσει στα «Μαύρα καράβια» που κυβερνούσε τη Ρωσική σημαία, όπως συνήθιζαν οι Έλληνες επαναστάτες την εποχή εκείνη για προστασία, ύψωσε μια αυτοσχέδια Ελληνική – ένα γαλάζιο πανί με έναν λευκό σταυρό στο κέντρο.
Η σημαία αυτή, προγενέστερη πολλών άλλων που εμφανίστηκαν στη συνέχεια, θεωρείται η, πρώτη, ίσως, ελληνική επαναστατική σημαία. Οι επαναστάτες του 1807, μετά τη διάλυσή τους από τους Τούρκους με την υπόσχεση αμνηστίας, φονεύθηκαν σχεδόν όλοι μέσα στην επόμενη τριετία.
Μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Σταθάς που επιστρέφοντας στον τόπο του, δολοφονήθηκε το 1812 στη Μπούκα Αμφιλοχίας. Το χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Δούνιστα, πήρε το όνομά του. Και τα ανδραγαθήματά του έμειναν θρυλικά στην ιστορία και τα δημοτικά μας τραγούδια, όπως και η γαλανόλευκη πρώτη σημαία του.
Πηγές: Νικολάου Τέλωνα, «Οι Πρόμαχοι της Πατρίδος Βαλτινοί Αγωνιστές του ’21, Έκδοση Ιεραποστολικού Συλλόγου Αμφιλοχίας «Ο Κυρηναίος», Αμφιλοχία 2004
Αλεξάνδρα Καρακώστα – Αηδόνη «Κλέφτες και Αρματολοί του Ορεινού Βάλτου», Αγρίνιο 2004
Γιάννης Σταθάς: ο Έλληνας κουρσάρος των Μικρασιατικών ακτών (1758-1812) κείμενο: Φιλίστωρ
Του Γιάννη του Σταθά
Μαύρο καράβ’ αρμένιζ ‘ς τα μερη της Κασάντρας.
Μαύρα παννιά το σκέπαζαν και τουρανού σημαία.
Κι’ ομπρός κορβέττα μ’ άλικη σημαία του προβγαίνει.
“Μάινα, φωνάζει, τα παννιά, ρήξε τοις γάμπιαις κάτου.
-Δεν τα μαϊνάρω τα παννιά κι’ ουδέ τα ρήχνω κάτω.
Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω;
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα
Τράκο, λεβένταις, δώσετε, απίστους μη φοβάστε. “
Κ’ οι Τούρκοι βόλτα έρρηξαν κ’ εγύρισαν την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
‘Σ τα μπούνια τρέχουν αίματα, το πέλαο κοκκινίζει,
κι’ αλλά! αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε.
Το Δημοτικό τραγούδι περιγράφει εύγλωττα την επίθεση του στολίσκου του Σταθά εναντίον μιας τουρκικής κορβέτας στα παράλια της Χαλκιδικής. Το συμβάν συμπίπτει με την ανάρτηση της πρώτης Ελληνικής σημαίας, με τον λευκό σταυρό στη μέση και τα γαλανά τετράγωνα στα τέσσερα άκρα της, της σημαίας που υφάνθηκε στη Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Σκιάθο και υψώθηκε στη συνέχεια στα περίφημα «μαύρα καράβια» του Σταθά και των αρματολών συντρόφων του.
Με τον δελεασμό χρηματικής αμοιβής και την υπόσχεση αμνηστίας, η Πύλη και ο Σουλτάνος επιχείρησαν να σταματήσουν τον τολμηρό στόλο αλλά δεν τα κατάφεραν. Στη διάλυσή του έπαιξε εντέλει καθοριστικό ρόλο το δριμύ ψύχος του 1807, υποχρεώνοντας τους φλογερούς Έλληνες να συνεχίσουν από ξηράς τον αγώνα τους. Η συγκινητική ανάμνηση της πρώτης εκείνης γαλανόλευκης σημαίας της ελεύθερης θάλασσας, ωστόσο, παραμένει ολοζώντανη στο νησί της Σκιάθου.