Πρωτοχρονιάτικη συναυλία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο!

Το χαρούμενο εορταστικό γκαλά όπερας που, ως συμπαραγωγή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, θα πραγματοποιηθεί λίγες ώρες προτού αλλάξει ο χρόνος, την Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015 στις 20.30, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, εν είδει πρωτοχρονιάτικης ευχής.

Επινόηση, δημιουργικότητα, ταλέντο, φαντασία, τόλμη, ρομάντζο, δράμα, λυρισμός σε μια «βεντάλια» με άριες κι ορχηστρικά αποσπάσματα από διάσημες όπερες των Ροσσίνι (Ο κουρέας της Σεβίλλης), Βέρντι (Τραβιάτα), Πουτσίνι (Μαντάμ Μπαττερφλάι, Μποέμ, Έντγκαρ), Παϊζιέλλο (Ο κουρέας της Σεβίλλης), Ντελίμπ (Λακμέ), Μπιζέ (Η ωραία κόρη του Περθ), Ντονιτσέττι (Το ελιξίριο του έρωτα), Γκουνώ (Φάουστ), Μασνέ (Βέρθερος), Τζορντάνο (Αντρέα Σενιέ). Αυτά υπόσχεται το χαρούμενο εορταστικό γκαλά όπερας που, ως συμπαραγωγή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, θα πραγματοποιηθεί λίγες ώρες προτού αλλάξει ο χρόνος, την Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015 στις 20.30, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, εν είδει πρωτοχρονιάτικης ευχής!

Τέσσερεις εκλεκτοί έλληνες σολίστ, οι υψίφωνοι Ελένη Καλένος και Βασιλική Καραγιάννη, ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος και ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου συμπράττουν με την ΚΟΑ υπό τη μουσική διεύθυνση του Άλκη Μπαλτά για να παρουσιάσουν αυτό το εορταστικό οπερατικό απάνθισμα που περιλαμβάνει:

Τις άριες:

•«La calunnia» από τον Κουρέα της Σεβίλλης (Il barbiere di Siviglia) του Τζοακκίνο Ροσσίνι (1792-1868). Γραμμένος στις αρχές του 1816, ο Κουρέας της Σεβίλλης του Ροσσίνι δεν ήταν ο πρώτος: είχαν προηγηθεί από το 1776 έως το 1782 έξι Κουρείς (τρεις γερμανικοί, δύο βρετανικοί κι ένας ιταλικός), βασισμένοι όλοι στην ομώνυμη θεατρική κωμωδία (1775) του Πιερ Μπωμαρσέ. Η όπερα του Ροσσίνι έμελλε να μείνει στην ιστορία της μουσικής ως η διασημότερη εκδοχή. Και μία από τις πιο αγαπημένες άριές της είναι η άρια του Ντον Μπαζίλιο «La calunnia è un venticello».

•«Où va la jeune Indoue» από τη Β΄ Πράξη της όπερας Λακμέ (Lakmé) του Λεό Ντελίμπ (1836-1891). Το έργο γράφτηκε το 1881-2 και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1883 στην περίφημη παρισινή Οπερά Κομίκ. Είναι ενδεικτική της διαχρονικής αγάπης των γάλλων συνθετών για τους ήχους και γενικά για τον κόσμο της Ανατολής. Η συγκεκριμένη άρια, γραμμένη για τη διάσημη αμερικανίδα σοπράνο της εποχής, Marie van Zandt, είναι μία από τις χαρακτηριστικότερες άριες όλων των εποχών για κολορατούρα σοπράνο.

•«Quand la flamme de l’amour» από την όπερα Η ωραία κόρη του Περθ (La jolie fille de Perth) του Ζωρζ Μπιζέ (1838-1875). Η όπερα, η οποία βασίζεται στο μυθιστόρημα The Fair Maid of Perth του σερ Ουόλτερ Σκοτ, ανέβηκε στο Παρίσι το 1867. Η συγκεκριμένη άρια, που αποτελεί ουσιαστικά ένα διάσημο θρήνο στο όνομα του χαμένου έρωτα, είναι γνωστή και ως «Άρια του Ραλφ» (για βαρύτονο).

•«È strano… sempre libera» από την όπερα Τραβιάτα (La Traviata) του Τζουζέππε Βέρντι (1813-1901). Γραμμένη το 1852, η Τραβιάτα, σε λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε που είχε βασιστεί στο περίφημο μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου Δουμά υιού Η κυρία με τις καμέλιες, θεωρείται δικαίως μία από τις εκλεκτότερες αλλά και τις πιο «προσωπικές» στην εργογραφία του Βέρντι. Από τις διασημότερες άριες της Τραβιάτα είναι αυτή που ερμηνεύει η Βιολέττα, η κεντρική ηρωίδα, στο τέλος της Α΄ Πράξης.

•«Quanto amore! Ed io spietata» (ντουέτο Αντίνα – Ντουλκαμάρα) από Το ελιξίριο του έρωτα (L’elisir d’amore) του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1797-1848). Όπερα μπούφα (παραδοσιακή ιταλική κωμική όπερα) γραμμένη μέσα σε 14 ημέρες, Το ελιξίριο του έρωτα αποδείχτηκε εξαρχής το δημοφιλέστερο έργο του Ντονιτσέττι. Το λιμπρέτο είναι του ποιητή Φελίτσε Ρομάνι που, παρότι συνεργάστηκε μέχρις ενός σημείου αρμονικότατα με τον συνθέτη, δεν πήγε στην πρεμιέρα της όπερας στο Μιλάνο, τον Μάιο του 1832, εξοργισμένος με την αμετάκλητη απόφαση του συνθέτη να συμπεριλάβει στη Β΄ Πράξη τη συγκεκριμένη άρια (για τενόρο).

•«Pourquoi me réveiller» από την Γ΄ Πράξη της όπερας Βέρθερος (Werther) του Ζυλ Μασνέ (1842-1912). Στη, βασισμένη βέβαια στον Γκαίτε, εκδοχή του Βέρθερου του Μασνέ, ο τενόρος καταλήγει με μία σφαίρα και όχι με το κορίτσι που αγαπάει (ως ρόλος φυσικά!). Πριν αυτοκτονήσει όμως, κερδίζει τουλάχιστον μία από τις εκλεκτότερες άριες γραμμένες για τενόρο στην ιστορία της γαλλικής όπερας.

•«La mamma morta» από την όπερα Aντρέα Σενιέ (Andrea Chénier) του Ουμπέρτο Τζορντάνο (1867-1948). Το πρωτότυπο και πολύ προσωπικό – μουσικό αλλά και αφηγηματικό– ιδίωμα του Τζορντάνο λατρεύτηκε από το κοινό της εποχής του. Καθώς μάλιστα οι όπερές του ήταν έτσι γραμμένες ώστε να υπαινίσσονται τον τρόπο της σκηνικής τους παρουσίασης, ο ίδιος θεωρήθηκε πρόδρομος της κινηματογραφικής τέχνης. Εξαιρετικά δημοφιλής, ο Αντρέα Σενιέ θεωρείται από τους σύγχρονους μελετητές η πιο «κινηματογραφική» του όπερα από όλες. Από το διάσημο λυρικό του έργο προέρχεται και η άρια της Μανταλένα «La mamma morta» (από τη Γ΄ Πράξη), γραμμένη για σοπράνο, με τη δραματική της κορύφωση, η οποία θεωρείται σήμερα η αντιπροσωπευτικότερη μιας καθόλα «κινηματογραφικής όπερας»! Άλλωστε την αξιοποίησε και ο κινηματογράφος: σε μία από τις διασημότερες σκηνές της περίφημης ταινίας Φιλαδέλφεια του Τζόναθαν Ντέμι, μαζί με τους Τομ Χανκς και Ντένζελ Ουάσινγκτον, «συμπρωταγωνιστεί» η άρια αυτή, ερμηνευμένη από τη Μαρία Κάλλας.

•«Che gelida manina» από την όπερα Μποέμ (La Bohème) του Τζάκομο Πουτσίνι (1858-1924). Κατεξοχήν εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού, ο Πουτσίνι έγραψε την Μποέμ το 1896 βασισμένος σε ένα ρομαντικό μυθιστόρημα του 1848 (Σκηνές μποέμικης ζωής του Ερρίκου Μυρζέ). Ο νεαρός ποιητής Ροντόλφο κι η Μιμή, ζευγάρι μελλοντικών εραστών, συναντιούνται για πρώτη φορά (στην Α΄ Πράξη) ένα κρύο χριστουγεννιάτικο απόγευμα. Μετά εκείνος τη συνοδεύει στο σπίτι της, εκείνη χάνει από απροσεξία το κλειδί της και, καθώς οι δυο τους ψάχνουν να το βρουν, εκείνος αγγίζει φευγαλέα το χέρι της αναφωνώντας με τρυφερότητα «Τι παγωμένο χεράκι»! Η ομώνυμη άρια στην οποία ο νεαρός ποιητής εξομολογείται στη Μιμή τα όνειρά και τις ελπίδες του, εκπροσωπεί μία από τις μελωδικότερες και συναισθηματικότερες μουσικές «εξάρσεις» στην ιστορία της ιταλικής όπερας.

•Την άρια «Un bel dì vedremo» και το ντουέτο «Vogliatemi bene» (Πίνκερτον – Μπαττερφλάι) από την όπερα Μαντάμ Μπαττερφλάι (Madama Butterfly) του Πουτσίνι. Η πρεμιέρα της όπερας –που περιγράφει τον τραγικό έρωτα μίας 15χρονης γιαπωνέζας γκέισας για έναν αξιωματικό του αμερικανικού ναυτικού, ο οποίος την εξαπατά και την προδίδει– έγινε το Φεβρουάριο του 1904 στη Σκάλα του Μιλάνου και έχει καταχωριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία της όπερας. Το κοινό εκείνης της βραδιάς φώναζε, ειρωνευόταν, γιουχάιζε και γελούσε εξαρχής, και οι κριτικές που ακολούθησαν ήταν καταπέλτης. Ο Πουτσίνι αναθεώρησε την όπερα σχεδόν πλήρως. Η δεύτερη πρεμιέρα της, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, ήταν ένας θρίαμβος. Οι άριες της Μπαττερφλάι θεωρούνται απόδειξη του αριστοτεχνικού τρόπου με τον οποίο ο συνθέτης συγκέρασε μουσικά στοιχεία της Δύσης, της Άπω Ανατολής (γιαπωνέζικες παραδοσιακές μελωδίες καθώς και τον ιαπωνικό εθνικό ύμνο) και της Ανατολής γενικότερα (με τη χρήση παραδοσιακών ασιατικών ξύλινων πνευστών και κρουστών).

Και τα ορχηστρικά:

•Την Εισαγωγή από τον Κουρέα της Σεβίλλης (Il barbiere di Siviglia) του Τζοβάννι Παϊζιέλλο (1740-1816). H όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1782 στο Θέατρο της Αυλής της Αγίας Πετρούπολης, όπου ο ιταλός συνθέτης έζησε 8 χρόνια κατόπιν πρόσκλησης της Μεγάλης Αικατερίνης. Ο κουρέας της Σεβίλλης, που θεωρείται το αριστούργημά του, παιζόταν επί 21 συναπτά έτη στη Βιέννη (περίπου 100 παραστάσεις). Η σύντομη, χαριτωμένη εισαγωγή είναι γραμμένη σε φόρμα σονάτας.

•Το Βαλς από την όπερα Φάουστ (Faust) του Σαρλ Γκουνώ (1818-1893). Ένα από τα πιο απολαυστικά και πληθωρικά, από μουσικής άποψης, σημεία της όπερας που συνέθεσε ο Γκουνώ το 1858 –την εμπνεύστηκε από το ομώνυμο αριστούργημα του Γκαίτε–, ήταν ένα χορωδιακό μέρος το οποίο περιέγραφε, στο τέλος της Β΄ Πράξης, ένα βαλς σαν ένα «ελαφρύ αεράκι που σηκώνει τη σκόνη από τα χωράφια». Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η μελωδία αυτή, ως αυτόνομο βαλς, είχε κατακτήσει την Ευρώπη…

•Το Πρελούδιο της Γ΄ Πράξης της όπερας Έντγκαρ (Edgar) του Πουτσίνι. Παραδόξως, αυτή η εισαγωγή αποδείχτηκε πολύ δημοφιλέστερη από το πρελούδιο της Α΄ Πράξης. Είναι πάντως απολύτως χαρακτηριστική της πληθωρικής ενορχήστρωσης, της υψηλής δραματικότητας και της εκφραστικότητας του Πουτσίνι.

Σολίστ

Eλένη Καλένος, υψίφωνος

Βασιλική Καραγιάννη, υψίφωνος

Γιάννης Χριστόπουλος, τενόρος

Τάσος Αποστόλου, βαθύφωνος

Μουσική διεύθυνση Άλκης Μπαλτάς

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ