To 2018 η Γερμανίδα καλλιτέχνης Katharina Grosse (γεν.1961, Freiburg- Breisgau) ξεκινούσε την προετοιμασία της τεράστιας in-situ εγκατάστασης It Wasnt Us που θα εκτεινόταν στην κεντρική αίθουσα και τον πίσω εξωτερικό χώρο του Hamburger Bahnhof. Τότε δε θα μπορούσε να έχει φανταστεί την επικαιρότητα του τίτλου της σε σχέση με μια πανδημία που θα άλλαζε ριζικά τη ζωή μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πάγια εικαστική επιδίωξη της έγκειται στη θέαση του κόσμου μέσα από έργα που διαταράσσουν το αναμενόμενο και το δεδομένο. Η ανατροπή του «φυσιολογικού καθεστώτος» αντίληψης και τοποθέτησης, βρίσκει σε αυτό το έργο, αυτή τη χρονική στιγμή μια σχεδόν προφητική εφαρμογή.

Katharina Grosse, It Wasn’t Us, 2020. Άποψη προς τον εξωτερικό χώρο. Photo Jan Schmoranzer

Όπως με όλες τις προηγούμενες μεγάλες εγκαταστάσεις της (psychylustro, Philadelphia Mural Arts Programme (2014); Rockaway, MoMA PS1-Program ”Rockaway!” στο Fort Tilden, Νέα Υόρκη (2016) και Asphalt Air and Hair στην ARoS Triennale, Aarhus (2017), η Grosse μας δίνει την ευκαιρία να ‘απαλλαγούμε’ έστω και στιγμιαία από τις λογικές αντιληπτικές παραμέτρους: το ύψος και το βάθος, την οριζοντιότητα και την καθετότητα, το τεχνητό και το φυσικό, την κίνηση και την ακινησία, το αληθινό και το ονειρικό, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο. Για την καλλιτέχνιδα, καμβάς μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε αντικείμενο, υλικό, αρχιτεκτονικός χώρος και φυσικό τοπίο, ο,τιδήποτε βοηθά το θεατή να βιώσει την ανατροπή του γνωστού υπό ένα άγνωστο πρίσμα. Στόχος της είναι η πρόκληση μιας συνθήκης που παραμορφώνει ή και πλήρως εξαλείφει τη ‘φυσική τάξη’ του κόσμου. ‘Ετσι δημιουργεί την οπτική και διανοητική εμπειρία πρωτόγνωρων περιβάλλοντων, όπου όλα ταυτόχρονα συγχωνεύονται και γεννούν νέες πραγματικότητες, σβήνοντας τα όρια και τις διαχωριστικές γραμμές.

Katharina Grosse, It Wasn’t Us, γενική άποψη της εγκατάστασης, Photo Jan Schmoranzer

Στη συγκεκριμένη εγκατάσταση ο θεατής μπορεί να περπατήσει πάνω στο πολύχρωμο δάπεδο και να πλησιάσει σε μια εύλογη απόσταση τους επιβλητικούς όγκους από πολυστυρένιο. Η δημιουργία τους περιελάμβανε κοπή ψηφιακής τεχνολογίας και 3D συστήματα σάρωσης, συναρμολόγηση των κομματιών από ομάδα ειδικών και βάψιμο σε στρώσεις με σπρέυ από την ίδια την καλλιτέχνιδα. Ο επισκέπτης κατακλύζεται από πελώριους όγκους που θυμίζουν μεν παγόβουνα, όμως η πολύχρωμη ύπαρξή τους προκαλεί έκπληξη για το ανοίκειο αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης.

Στον εσωτερικό χώρο η εγκατάσταση συνυπάρχει με αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως το περιστύλιο από σίδερο και γυαλί και μοιάζει πιο περιορισμένη και αυτόνομη. Στον υπαίθριο χώρο πίσω από το κτήριο η δυναμική είναι εντελώς διαφορετική, με τα χρώματα να ξεχύνονται ορμητικά, καλύπτοντας σε μεγάλη έκταση την πρόσοψη του Rieckhallen που ανήκει στο Μουσείο από το 2004. Παράγοντες απρόβλεπτοι, όπως οι διαβαθμίσεις του φυσικού φωτός, η σταδιακή φθορά των χρωμάτων στον εξωτερικό χώρο, η συνεχής αλλαγή της θέασης του έργου καθώς κινείται ο επισκέπτης μέσα στους χώρους συνάδουν με την εννοιολογική προσέγγιση του έργου. Η αναπόφευκτη ρευστότητα των συνθηκών συνεπάγεται την αδυναμία μιας ασφαλούς πρόβλεψης για την αμέσως επόμενη στιγμή της ζωής μας.

Παρά ή μάλλον απέναντι στην τυχαιότητα, στην οποία υποκείμεθα όλοι, η καλλιτέχνης προτείνει ως λύση την πλήρη, συνειδητή ανάληψη της ευθύνης από την αρχή ως το τέλος. Σύμφωνα με την Grosse, o τίτλος It Wasnt Us αποκτά σήμερα την έννοια της συνειδητοποίησης ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για τη μεταφορά της ευθύνης σε κάποιον άλλο, ακόμη και αν δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτο έλεγχο για τις συνέπειες που προκαλούν οι δικές μας πράξεις ή των άλλων. Με ανάλογο τρόπο, η καλλιτέχνης ‘επωμίζεται’ όλη την πορεία και επίδραση της εγκατάστασης της στο κοινό και τους χώρους που καταλαμβάνει σα να εννοεί It Was Me, πέρα από αστάθμητους παράγοντες.

Katharina Grosse, It Wasn’t Us, 2020. Photo Jan Schmoranzer

Η δεύτερη σημαντική έκθεση στο Hamburger Bahnhof είναι η αναδρομική του επίσης Γερμανού Michael Schmidt (1945-2014, Βερολίνο), με φωτογραφίες των χρόνων 1965-2014, από την αρχή δηλαδή της ενασχόλησης του με τη φωτογραφία ως αυτοδίδακτου  ως το τέλος της ζωής του. Πρόκειται για την πρώτη επισκόπηση του συνολικού έργου του και η πρώτη αναδρομική του στο Βερολίνο μετά από 25 χρόνια. Το έργο του είναι συνδεδεμένο με τα διάφορα πρόσωπα της ταυτότητας του γερμανικού κράτους και κοινωνίας από τα μέσα του ’60. Περιλαμβάνει ρεαλιστικά πορτρέτα συχνά περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, απόψεις πόλεων που αποκαλύπτουν τη σχέση της τοπικότητας με την ιστορία και το ρόλο της περιφέρειας, τοπία που υπενθυμίζουν την ομορφιά της απλότητας της φύσης.

Ενώ δούλευε ως αστυνομικός στο Δυτικό Βερολίνο, ανακάλυψε το πάθος του για τη φωτογραφία και εργάστηκε σκληρά για να βελτιώσει την τεχνική του. Από το 1973 εργάστηκε ως επαγγελματίας φωτογράφος, όταν προσλήφθηκε από τη διοίκηση του Kreuzberg για να δημιουργήσει ένα φωτογραφικό προφίλ της περιοχής. Ανάμεσα στα projects των χρόνων 1975-80 ανήκουν μια ενότητα με θέμα την εργαζόμενη γυναίκα στο Kreuzberg, έργα που παρουσιάζουν τους  κατοίκους και την περιοχή του Wedding και μια σειρά φωτογραφιών που καταγράφουν την καθημερινότητα τεσσάρων ανθρώπων με χρόνια νοσήματα ή αναπηρία. Στην πρώτη του ατομική σε μουσείο, το 1981 στο Museum Folkwang στο Essen, παρουσίασε τη σειρά αστικών τοπίων του Βερολίνου με τίτλο Stadtlandschaften (Αστικά τοπία), αποτυπώνοντας τον επαρχιακό μεταπολεμικό χαρακτήρα της πόλης. Το 1989-90 βρήκε έμπνευση σε ό,τι είχε απομείνει στην πρώην συνοριακή γραμμή Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου, έργα που δημοσιεύτηκαν πολύ αργότερα, το 2010.

Πορτρέτα Μichael Schmidt, Photo Β. Βαγενού

Απορρίπτοντας το ντοκουμενταρίστικο ύφος των προηγούμενων εργασιών, η σειρά έργων με τίτλο Waffenruhe (Κατάπαυση Πυρός, 1985-87) αποτελεί το τέλος μιας προσπάθειας φωτογραφικής απεικόνισης της πολιτικής κατάστασης στο Βερολίνο. Η ενότητα αυτή συνοδεύεται από βιβλίο με κείμενα της θεατρικής συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Einar Schleef. Ο Schmidt επικεντρώνει εδώ με έναν υποκειμενικό τρόπο στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Πίσω απο τη σιγή των όπλων του Ψυχρού Πολέμου η ελευθερία μοιάζει άκομα ένα όνειρο και κυριαρχεί μια τεταμένη αναμονή. Το project αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Berlinische Galerie στο Martin-Gropius-Bau το 1987 και κατόπιν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης σε μια ομαδική έκθεση, καθώς και στην Γκαλερί Ελένη Κορωναίου το 1990. Από το 1987-94 ο Schmidt χρησιμοποίησε φορμάτ μεγάλων διαστάσεων για να αποτυπώσει πορτρέτα και αρχιτεκτονικά θέματα. Εδώ το αντικείμενο αποσπάται από τα συμφραζόμενα για να αποκτήσει μια υπόσταση συμβολική της αστικής ζωής, κοινωνίας και ιστορίας.

Άποψη της αναδρομικής του Michael Schmidt, Hamburger Bahnhof, 2020.

Με τη σειρά Einheit/Unity (1991-94), όπου φωτογραφίζει και ενσωματώνει ήδη δημοσιοποιημένες φωτογραφίες στις δικές του, διερευνά την ιστορική σημασία του Εθνικοσοσιαλισμού, του Σοσιαλισμού και της Δημοκρατίας στη φρεσκοενωμένη Γερμανία. Στόχος του η επισήμανση της προσωπικής ευθύνης και επιλογής «συμμαχικής πλευράς» ως καταλύτες για την πορεία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η πρώτη παρουσίαση των έργων αυτών έγινε το 1996 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και ήταν η πρώτη ατομική Γερμανού φωτογράφου μετά από πολλές δεκαετίες, ενώ το 2007 παρουσιάστηκαν στη Γκαλερί Ελένη Κορωναίου.

Άπο τη σειρά Lebensmittel, Michael Schmidt. photo Β.Βαγενού

Την αυτεπίγνωση και το συλλογικό αίσθημα ενδυνάμωσης μιας νεότερης γενιάς γυναικών αιχμαλωτίσε στη σειρά Frauen (Γυναίκες, 1997-99), που δημοσίευσε σε βιβλίο το 2000. Μέρος αυτών των φωτογραφιών χρησιμοποιήθηκε εν είδει διαφημιστικών σε εφημερίδες και αφίσες σε δημόσιους χώρους για τη συμμετοχή του στην 6η Berlin Biennale 2010. Για πρώτη φορά εγκαταλείπει την ασπρόμαυρη φωτογραφία και προσθέτει το χρώμα για τη σειρά Lebensmittel (Τρόφιμα, 2006-10). Η σειρά αυτή καλύπτει την έρευνα που έκανε στη Γερμανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Ιταλία και την Ισπανία σε εργοστάσια παρασκευής και επεξεργασίας αλλαντικών, τυροκομικών, ψαριών, φάρμες, θερμοκήπια, ελαιώνες κ.α. Χωρίς να αποκαλύπτει τον τόπο που είναι τραβηγμένη η κάθε φωτογραφία, δημιουργεί την αίσθηση μιας κατεπείγουσας ανάγκης για δράση ενάντια σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που στηρίζει θεωρητικά την ανάπτυξη ενώ κατασπαταλά τους πόρους της. Η σειρά αυτή παρουσιάστηκε στη Μπιενάλε της Βενετίας το 2013.

Απο τη σειρά Waffernruhe, 1985-87. Photo Β.Βαγενού

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Schmidt επεξεργάζεται παλαιότερα πορτρέτα και δημιουργεί τη σειρά Menschenbilder (Ausschnitte), όπως επίσης ξαναχρησιμοποιεί δικά του πορτρέτα  από τα μέσα του ’80. Από την πληθώρα του αρχειακού υλικού του επιλέγει το 2013-14 φωτογραφίες από τοπία που είχε τραβήξει στα τέλη του ΄80 για το βιβλίο του με τίτλο Natur, ενόσω ήταν ήδη βαριά άρρωστος. Πέθανε το 2014, χρονιά που κέρδισε το Prix Pictet για το Lebensmittel.

Η έκθεση θα παρουσιαστεί ακολούθως στη Galerie Nationale du Jeu de Paume στο Παρίσι (11 Μαΐου – 29 Αυγούστου 2021), το Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía στη Μαδρίτη (28 Σεπτεμβρίου 2021 – 28 Φεβρουαρίου 2022) και στο Albertina Museum στη Βιέννη (24 Mαρτίου –12 Ιουνίου 2022).


Κεντρική φωτογραφία θέματος: Katharina Grosse, It Wasn’t Us, Photo Jan Schmoranzer