Το αριστούργημα του Βραζιλιάνου «Θερβάντες», του Ζοακίμ Μαρία Μασάντο ντε Ασίς που ο Χάρολντ Μπλουμ συγκαταλέγει, μαζί με τον Σαίξπηρ και τον Δάντη, στους 100 δημιουργικότερους συγγραφείς όλων των εποχών και στον οποίο, κατά πολλούς οφείλεται όλη η μεταγενέστερη «έκρηξη» της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.
Έρωτες, ζήλειες, μοιχείες, πολιτικοκοινωνική κριτική, φιλοσοφία, ιστορία, λογοτεχνικές αναφορές και απολαυστικό χιούμορ: οι Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας, ο Κίνκας Μπόρμπα και ο Δον Κασμούρο, είναι τρία μυθιστορήματα που τα συνδέουν οι ήρωες τους, το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο (λίγο μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας), η θεματολογία τους (η κοινωνική ανέλιξη, οι ταξικές διαφορές, η υποκρισία των πολιτικών, η δουλεία και η κατάργησή της, η πολυπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων), το Ρίο και οι διαφορετικές γυναικείες μορφές που παίζουν κεντρικό ρόλο σε αυτά.
Στο πρώτο λίγο μετά το θάνατό του ο Μπρας Κούμπας διηγείται και ξανακοιτά τη ζωή του. Παιδικές αταξίες, έρωτες άλλοτε πολυέξοδοι και άλλοτε παράνομοι, σπουδές, ταξίδια, όνειρα, φιλοδοξίες, επιτυχίες, αποτυχίες και φιλοσοφικά συμπεράσματα από όλα αυτά, δοσμένα με πολύ χιούμορ. Ένας «επιτάφιος για έναν μικρό νικητή», όπως είναι ο τίτλος που έχουν δώσει στο μυθιστόρημα αυτό οι Άγγλοι.
Ένα από τα δευτερεύοντα πρόσωπα του πρώτου βιβλίου, ο «φιλόσοφος» του προηγούμενου βιβλίου Κίνκας Μπόρμπα αφήνει όλη του την περιουσία στον Ρουμπιάο, τον κεντρικό ήρωα του δεύτερου μυθιστορήματος, με την προϋπόθεση να φροντίζει το σκύλο του ο οποίος λέγεται επίσης Κίνκας Μπόρμπα. Πλούσιος πια ο Ρουμπιάο αρχίζει να κυνηγά πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες, αλλά και τη σύζυγο ενός προβεβλημένου πολιτικού.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Δον Κασμούρο είναι η ιστορία του Μπεντίνιο, που η μητέρα του τον προορίζει για ιερέα, και της Καπιτού, της «Άννα Καρένινα και Μποβαρί των Τροπικών», όπως την έχουν χαρακτηρίσει, από τα χαρούμενα παιδικά τους χρόνια μέχρι που αρχίζουν να τους τυλίγουν οι φλόγες της ζηλοτυπίας.
Ο Μασάντο ντε Ασίς γεννήθηκε το 1839 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο πατέρας του ήταν μιγάς μπογιατζής, γιος ενός απελεύθερου σκλάβου, και η μητέρα του Πορτογαλίδα πλύστρα. Μορφώθηκε μόνος του, μια και δεν είχε καμιά άλλη δυνατότητα, και έμαθε τέσσερις γλώσσες, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και, σε ώριμη ηλικία, ελληνικά. Ήταν εξαιρετικός γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Μετέφρασε Ουγκό και Ντίκενς και καλλιέργησε σχεδόν όλα τα είδη του γραπτού λόγου (ποίηση, μυθιστόρημα, χρονογράφημα, θέατρο, διήγημα, λογοτεχνική κριτική, δημοσιογραφία).
Το έργο του χωρίζεται σε δύο περιόδους, τη ρομαντική στην οποία ανήκει το Ελένα (εκδ, Gutenberg, μετάφραση Ν. Πρατσίνης) και τη ρεαλιστική στην οποία ανήκει η συγκεκριμένη τριλογία. Στη δεύτερη περίοδο τελειοποιεί την τεχνική του και εδραιώνει το ύφος του: Πολλά μικρά κεφάλαια, εμπλουτισμός της κεντρικής αφηγηματικής δομής με παράπλευρα επεισόδια, αναμνήσεις και στοχασμούς, και λεπτή, υποδόρια ειρωνεία, την οποία χρησιμοποιεί με απόλυτη μαεστρία όχι απλώς για να διακωμωδήσει καταστάσεις αλλά και για να αναλύσει σε βάθος κοινωνικές δομές και ανθρώπινες συμπεριφορές.