Ύστερα, αυτός που ήταν χωροφύλακας αλλά ήταν και Ιωάννου ήρθε και μ’ άρπαξε απ’ το χέρι δυνατά. Με πήρε και με πήγε σε μια γωνιά. Και σ’ αυτή τη γωνιά που με πήγε, ένα τραπέζι ήταν που ’χε απάνω του ένα κουτί με μελάνια. Μ’ άρπαξε απότομα απ’ το χέρι, μού το πάτησε απάνω στα μελάνια και μού το μουτζούρωσε.
Ύστερα με τράβηξε απ’ το μανίκι και με πήγε πάλι εκεί που ήταν τ’ άλλο το τραπέζι.
Πήρε ένα χαρτί άσπρο και κολλαριστό που ’χε απάνω του κάτι γράμματα μαζί μ’ ένα πουλί κι ένα φαντάρο, και τ’ ακούμπησε πάνω στο τραπέζι.
«Πάτα το χέρι σου εδώ, ρε!» μου ‘πε, και μού ’δειξε το χαρτί.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εγώ τότε ακούμπησα το χέρι μου απάνω στο χαρτί.
« Όχι αυτό, ρε μαλάκα!» μου ’πε, «το άλλο!».
«Ποιο;» είπα εγώ.
«Το δεξί, ρε μαλάκα!» μού ’πε και με κοίταξε άγρια.
«Είναι λερωμένο!» τού ’πα, «θα σου μουτζουρώσω το χαρτί!»
***
Το μυθιστόρημα ο Λούσιας του Νίκου Χουλιαρά είναι μια πικρή ιστορία που, όπως είπε κάποιο παιδάκι, είναι τραγωδία αλλά είναι και κωμωδία. Μια τρυφερή, σκληρή, σπαρακτική και αποκαλυπτική ιστορία για όλα αυτά που νομίζουμε πως ξέρουμε. Ο Λούσιας δεν ξέρει, δεν καταλαβαίνει. Οι άλλοι που τα ξέρουν όλα διατάζουν, βρίζουν, χτυπάνε, είναι οι κανονικοί. Ο Λούσιας κοιτάει με ορθάνοιχτα μάτια παρακολουθώντας τη ζωή που τρέχει με τους ρυθμούς που επιβάλλουν τα ρολόγια, τα χρήματα, οι δουλειές, τα έργα. Ένας ήρωας που δεν καταλαβαίνει, μάς αποκαλύπτει όσα δεν καταλαβαίνουμε, με την ιερή του αφέλεια, την ανοιχτή ψυχή του. Κανείς δεν τον αγάπησε, κανείς δεν τον φρόντισε, κανείς δεν ένιωσε πως έχει την υποχρέωση να το κάνει, εκτός ίσως από κάποιες άλλες περιφερόμενες ψυχές. Ο τρελός της πόλης, το παιδί για τα θελήματα, το ορφανό, το ξένο. Αστείος ή ενοχλητικός, χαζός, καθυστερημένος, μπανταλός και χαμένος. Μια σκιά ή καλύτερα μια διαφάνεια για να καθρεφτίσουμε τη σκληρότητά μας.
Δυστυχώς η ιστορία δεν αφορά μόνο την κοινωνία μιας μικρής επαρχιακής πόλης, ούτε μια περασμένη εποχή. Συμβαίνει καθημερινά γύρω μας. Τα παραδείγματα πληθαίνουν. Ο χρόνος τρέχει κι εμείς τρέχουμε ολοένα και περισσότερο, ο Λούσιας μάς κοιτάζει να προσπερνάμε, συνεχίζει να μην καταλαβαίνει, κοιτάζει τα δέντρα, τα νερά, το βουνό και τα σκοτάδια. Αγαπάει τα χρώματα, τον κινηματογράφο, τα παιδιά, τα λουκούμια και τις καραμέλες. Και τη Μαρίνα, μια άλλη σκιά που ούτε γι’ αυτήν υπάρχει χρόνος, μόνο χρονία και μόνο μυστικά.
***
Η Μαρίνα καθόλου δε μίλαγε. Γι’ αυτό ο Στέργιος είχε πει να την πάνε στο γιατρό που ήταν νευρολόγος, είπε. Ο πατέρας όμως του Στέργιου είπε ότι ντρέπονταν να την πάνε σε γιατρό που ήταν νευρολόγος. “Κι η γιαγιά της έτσι ήταν” είπε, “και ποτέ δεν την είχαν πάει σε γιατρό. Είχε κάνει κι ένα κάρο παιδιά, και δεν έπαθε τίποτα. Οι γυναίκες δεν είναι ανάγκη να λεν και πολλά” είπε.
Ο Στέργιος όμως θύμωσε. Την πήρε και την πήγε μοναχός του στο γιατρό, γι’ αυτό μετά η Μαρίνα έπαιρνε και τα χάπια επειδή δεν είχε τίποτα.
“Χρονία κατάθλιψη είναι. Δεν έχει τίποτα”, είπε ο Στέργιος όταν την έφερε απ’ το γιατρό. Είπε όμως να μην το πουν σε κανέναν.
Πόσα ακόμη μυστικά και ψέματα θα πούμε για να γλιτώσουμε και πόσα ιερά βλέμματα θα πληγώσουμε για να επιβιώσουμε, είναι μια καλή ερώτηση…. Γι’ αυτό κι ο Λούσιας μάς πετάει στα μούτρα τον κόσμο που φτιάξαμε:
Γι’ αυτό, σαν ψέματα μού φάνηκαν όλ’ αυτά, κι έκανα να φύγω. Σηκώθηκα απ’ την καρέκλα κι έκανα να φύγω.
Πετάχτηκε όμως ο Μπίσμπας και μ’ άρπαξε: «Πού πάς!» μού ‘πε.
Αλλά κι οι άλλοι που κάθονταν στο τραπέζι, σα στεναχωρημένοι μού φάνηκαν.
«Μην τον αφήνεις! Φέρ’ τον εδώ!» Φώναζαν.
Ύστερα πήραν και φώναζαν κι απ’ τα διπλανά τα τραπέζια.
«Που πάς, ρε! Κάτσε μέχρι να φύγεις!», έλεγαν και γέλαγαν.
Εγώ όμως έκανα μια έτσι με τα χέρια μου και τραβήχτηκα.
«Άσε με! Θέλω να πάω» είπα, και του ‘φυγα, γιατί μού ’ρχονταν η ντροπή. Κι αυτή η ντροπή, δε μού ’ρχονταν για μένα, γι’ αυτουνούς που κάθονταν στα τραπέζια κι έτρωγαν τις πάστες, μού ’ρχονταν. Γιατί κατάλαβα, ότι αυτοί που ’χαν τις κούρσες και τα φαγιά, δεν τους έφτανα. Ήθελαν να ’χουν κι εμένα.
Καλύτερα να ’μαι έτσι όπως είμαι, από μοναχός μου, και στον αέρα!
Διαβάστε επίσης:
Στη Σκιά του Λούσια, του Νίκου Χουλιαρά από τη Ρηνιώ Κυριαζή στο θέατρο Θησείον