Τρία ιδιαίτερα πρόσωπα, μία “Αγία Τριάδα” οικογενειακή που σπαράσσεται, ένα τρίπτυχο πόνου και σύγκρουσης, ένα θρησκευτικό τρίπτυχο όμοιο με αυτά που κοσμούν τις Εκκλησίες κυρίως στην Δύση και παρουσιάζουν επεισόδια από μάρτυρες παρουσιάζονται ενώπιόν μας χάρη στην μοναδική γραφή του κορυφαίου σύγχρονου συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ που άφησε ανεξίτηλα το αποτύπωμά του στα ευρωπαϊκά γράμματα. Όπως έλεγε και ο Ντοστογιέφσκι «η τέχνη είναι ισχυρότερη από τη γνώση, διότι αυτή επιθυμεί τη ζωή, ενώ η γνώση επιτυγχάνει ως ύστατο στόχο της μονάχα την εκμηδένιση». Ένα έργο με θεατρική διάθεση και ιψενικές διαστάσεις εισβάλλει στον θεατή και αναγνώστη και τον κλονίζει συθέμελα. Ο κόσμος των τριών ηρώων είναι ξεχωριστά συνυφασμένος με την δυστυχία σαν η ευτυχία να είναι ένα όνειρο απατηλό και άπιαστο.
Ένας κόσμος απόκοσμος
Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε πως ο ίδιος ο συγγραφέας βίωσε μόλις στα δεκαοχτώ του χρόνια ένα ισχυρό σοκ όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον ίδιο τον θάνατο μετά από μία αρρώστια, πνευμονοπάθεια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει την ζωή. Από εκείνη την στιγμή βυθίζεται σε έναν εσωτερικό διάλογο επιβίωσης και αυτό που τον στηρίζει και βρίσκει ως διέξοδο είναι η γραφή, έχει ανάγκη να καταγράψει, να αναζητήσει, να εκφράσει. Η επιρροή του επίσης συγγραφέα παππού του είναι δυναμική και καθοριστική για το μέλλον του. Όπως και στην περίπτωση του Ντοστογιέφσκι έτσι και εδώ η ανάγκη για συγγραφή δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά το μέσο που οδηγεί στην εσωτερική λύτρωση, στην απελευθέρωση και την εκτόνωση σκέψεων, αγωνιών, ενδότερων βασανιστικών διεργασιών που ψάχνουν απεγνωσμένα τρόπο να δηλωθούν, να διοχετευτούν στο χαρτί.
Ο κόσμος του Μπέρνχαρντ είναι φορτισμένος, είναι φορτωμένος με τρεις φιγούρες που παλεύουν η καθεμία εναντίον της άλλης σε μία συνεχόμενη αρένα από την οποία κανείς δεν φαίνεται να βγαίνει νικητής. Μοιάζουν και οι τρεις αλυσοδεμένοι στο άρμα της αμφιβολίας, του αλληλοσπαραγμού και της αλληλοκατηγορίας δίχως ο θυμός τους και το μίσος να βρίσκουν αδιέξοδο. Οι δύο αδελφές έρχονται σε άμεση ρήξη ως προς τον αδελφό τους και εκεί αρχίζει το “μαλλιοτράβηγμα” με αντεπιθέσεις και αμοιβαία βέλη που δεν ηρεμούν το κλίμα αλλά ενδελεχώς το τορπιλίζουν. Η νάρκη δεν είναι τα ίδια τα πρόσωπα, είναι το παρελθόν τους σε μία οικογένεια, η οποία άφησε πίσω ερείπια. Ο αδερφός που επιστρέφει από την ψυχιατρική “εξορία” δείχνει πολύ πιο υγιής γιατί μπορεί και εκφράζεται με όπλο τον ταραγμένο ψυχισμό του ενώ οι αδερφές του μοιάζει να κρύβονται πίσω από έναν καθωσπρεπισμό και μία δήθεν κομψότητα.
Ο λόγος του Μπέρνχαρντ μοιάζει σαφέστατα εξπρεσιονιστικός σαν τα πρόσωπα που κοσμούν το εξώφυλλο του βιβλίου, αν μπορούσε κανείς να παρουσιάσει τα πρόσωπα σε πραγματική διάσταση υπόστασης θα είχαμε ισχνές φυσιογνωμίες με έντονα χαρακτηριστικά, πρόσωπα που βιώνουν εξαλλοσύνη, οργή και έντονη διάθεση φιλονικίας σε βαθμό που δοκιμάζεται η λογική τους. Ο αδερφός μοιάζει παραδομένος στον δικό του μικρόκοσμο αποκαμωμένος από την επίγεια ανοησία και ματαιότητα που τον πληγώνουν ανεπανόρθωτα. Τουλάχιστον αυτός είναι αυθεντικός, δεν αποκρύπτει την ιδιοφυή τρέλα του, την αγνή του άρνηση στα επίγεια. Δεν έχει τρόπο να διαφύγει από την οικογενειακή αδυναμία, τα βάρη και τα δεσμά δύο αδερφών του που τον θεωρούν υπεύθυνο για τα πάντα ενώ παράλληλα εκείνες σπεύδουν να κατηγορήσουν η μία την άλλη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σαν το λογικό γίνει παράλογο
Το πλαίσιο δράσης του έργου παίζεται σαν σε έργο του Ίψεν, φέρνω στην μνήμη μου τους Βρικόλακες, το Ρόσμερχολμ και το Κουκλόσπιτο, μία παγωμάρα και ένα ψυχρό πεδίο δράσης των ηρώων όπου το μόνο ζεστό που μπορεί να υπάρχει είναι η έντονη λογομαχία, η αντιδικία που λαμβάνουν χώρα και δυναμιτίζουν το κλίμα σε επίπεδο λόγων. Το λεκτικό ράπισμα είναι αυτό που κυριαρχεί, πρόκειται για έναν πόλεμο έκφρασης, λόγια σκληρά, λόγια απεγνωσμένα, λόγια που δεν πρόκειται να συμφιλιώσουν τα τρία μέρη. Ο αδερφός κατηγορεί τις αδερφές του για εγωπάθεια και αδιαφορία λέγοντάς τους χαρακτηριστικά: “Εκατομμύρια παιδιά λιμοκτονούν στην Αφρική και εσείς βάζετε να σας ζωγραφίσουν (μονολογεί) Να τις ζωγραφίσουν οι αδελφές μου βάζουν να τις ζωγραφίσουν όπως έβαλαν οι γονείς τους να τους ζωγραφίσουν Σιχαμερός μαικηνισμός”.
Ο Μπέρνχαρντ είναι λάβρος κατά της υποκρισίας, κατά της κοινωνίας που στέλνει τον αδερφό στο ψυχιατρείο αλλά αποδεικνύεται πως η σήψη και η ανηθικότητα βρίσκονται στις δύο αδερφές που στέκονται αδύναμες να τον αντιμετωπίσουν με τις αλήθειες που τους εκτοξεύει. Ο αδερφός πρόσωπο σε εγκατάλειψη αλλά έχοντας “σώας τα φρένα” σε έναν κόσμο που νομίζει πως έχει λογική φέρνει τον παραλογισμό του στο προσκήνιο και παρουσιάζεται έτοιμος να μαρτυρήσει με το πάθος που τον διακρίνει και την λύτρωση πως αυτό που ζει δεν αξίζει καθόλου. Με την φιλοσοφία των Νίτσε και Σοπενχάουερ για άρμα του, πυξίδα του και οδηγό στα δικά του εσωτερικά μηνύματα, δεν θα διστάσει να πει με στεντόρεια φωνή πως οι αδερφές του δεν θα μπουν στην ιστορία της τέχνης για τις προσωπογραφίες τους ενώ εκείνες λίγο πιο πριν τον έχουν ήδη στιγματίσει λέγοντας “ο πνευματικά ανάπηρός μας μας καταστρέφει ήδη μας έχει σχεδόν καταστρέψει αυτός είναι ο θρίαμβός του αυτό είναι το έργο του”.
Εμείς, ως άνθρωποι και θνητοί, ακριβώς όπως και ο Μπέρνχαρντ και με την θέληση να μην παρασυρθούμε από την ορμή της αλήθειας, καταφεύγουμε στο καταφύγιο που ονομάζεται τέχνη και όπως θα μας πει και ο Πικάσο «έχουμε ανάγκη την τέχνη για να διώχνουμε μακριά την σκόνη της καθημερινότητάς μας». Κάθε λογής δυστυχία είναι ανυπόφορη και λύνεται με απονενοημένα διαβήματα και ακραίες πράξεις όπως η αυτοκτονία – πολλές οι περιπτώσεις ζωγράφων, ποιητών που την επέλεξαν – μόνο όταν η αλήθεια υπερισχύει και υπερνικά αυτήν την θέληση να ξεφύγουμε και τελικά βρίσκουμε σε αυτή το υπέρτατο νόημα που όμως μας κοστίζει ενώ στο μυαλό μας μας καθαγιάζει μια για πάντα. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει λάθος ή σωστό, ηθικό ή ανήθικο γιατί η ψυχή του ανθρώπου παραμένει άβυσσος!
Αποσπάσματα του βιβλίου
“Περπάτησα για λίγο με τον Σοπενχάουερ με τον Νίτσε μοιραίες φιλίες χάρτινοι δεσμοί αδέλφια εκ των βιβλίων τυπωμένες ερωτικές σχέσεις Εντέλει τίποτε όλα αηδιαστικά Στα βιβλία μπαίνουμε όπως στα εστιατόρια πεινασμένοι διψασμένοι πεθαμένοι στην πείνα παιδί μου Πρώτα μας υποδέχονται φιλικά μας εξυπηρετούν άσχημα μας εξυπηρετούν όλο και πιο άσχημα και τέλος μας διώχνουν ή εγκαταλείπουμε οι ίδιοι αυτά τα εστιατόρια αμέσως”
“Σαν μαυσωλείο είναι εδώ μέσα είμαστε ήδη ενταφιασμένοι σε ένα εξαίσιο μαυσωλείο όπου σερβίρονται κράπφεν”
Διαβάστε επίσης:
Thomas Bernhard – Ρίττερ, Ντένε, Φος