Ρόι Λίχτενσταϊν: Ένας από τους κορυφαίους της Ποπ-Αρτ

Ο Ρόι Λίχτενσταϊν επηρέασε με το πάθος του για την “εκτυπωμένη εικόνα” και τη μηχανική αναπαραγωγή γενιές εικαστικών, γραφιστών, σχεδιαστών μόδας και διαφημιστών.

Η αναδρομική έκθεση του Ρόι Λίχτενσταϊν με τίτλο “Visions Multiples” που γίνεται στο BAM (Beaux-Arts Mons) στο Βέλγιο από τις 05/12/2020 – 18/04/2021 περιλαμβάνει έργα των δεκαετιών 1950-1990, προσφέροντας μια συνολική εικόνα των θεμάτων που πραγματεύτηκε: από τα πρώιμα έργα με την πρωτο-ποπ επιρροή στα κόμικς, τη διαφήμιση, τις νεκρές φύσεις και τα τοπία, τη σπουδή σχετικά με την αφηρημένη τέχνη και τα ινδιάνικα μοτίβα, την αφομοίωση των έργων των μεγάλων ζωγράφων του 20ου αιώνα, τα εσωτερικά, την έμπνευση από Ασιατικά τοπία και τη γυναικεία μορφή. Οι εκτυπώσεις, τα γλυπτά και τα ζωγραφικά του έργα εκκινούν από προκαταρκτικά σχέδια, ενώ στα τελικά έργα υιοθετούνται καινοτόμες για την εποχή τεχνικές και πειραματισμοί με νέα υλικά (plexiglass, Rowlux) και συμπλέγματα γλυπτικών και ζωγραφικών έργων από μέταλο, κεραμικό και πλαστικό. Η παρουσίαση των έργων, σε επιμέλεια του Gianni Mercurio, ειδήμονα του έργου του Ρόι Λίχτενσταϊν, είναι θεματική και όχι χρονολογική, ενώ ο θεατής έχει επίσης την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα διάφορες τεχνικές εκτύπωσης, όπως λιθογραφίες, μεταξοτυπίες, offset εκτυπώσεις. Μέρος της έκθεσης είναι αφιερωμένο στο κίνημα της Ποπ Αρτ με έργα από τη συλλογή του μουσείου, όπως αυτά του Γάλλου Peter Saul.

Τεχνικές και χρώματα

Ο Ρόι Λίχτενσταϊν αντλούσε έμπνευση από ετερόκλητες πηγές, όπως τα κόμικς, οι διαφημίσεις, και η ιστορία της τέχνης και το εργαστήριο του ήταν γεμάτο από τετράδια με κολάζ που έφταχνε από εικόνες που έκοβε από περιοδικά και εικονογραφημένα βιβλία. Τα έργα του, παρά την φαινομενική απλότητα τους, απαιτούσαν πολλή εργασία, καθώς όπως δήλωνε ο ίδιος, ήθελε να δίνουν την εντύπωση ότι έχουν φτιαχτεί από μηχανή, χωρίς ίχνος της ανθρώπινης χειρονομίας.

Ξεκινούσε με ένα αρχικό σχέδιο με μολύβι, το οποίο απλοποιούσε στο μέγιστο για να βρει την πιο δυναμική εκδοχή του. Κατόπιν ξαναεπεξεργαζόταν αυτό το σχέδιο σε ένα μεγαλύτερο καμβά για να αποφασίσει για τις γραμμές, τα χρώματα και τη σύνθεση, το οποίο και μετέφερε στον τελικό καμβά. Εφάρμοζε το χρώμα σε μεγάλες συμπαγείς επιφάνειες με τη βοήθεια χαρτοταινίας και καθώς ζωγράφιζε, γύριζε τον πίνακα προς διάφορες κατευθύνσεις, ώστε να επικεντρώνει αποκλειστικά στη σύνθεση και όχι στο θέμα. Με αυτό τον τρόπο, απέκλειε κάθε αίσθηση αυθορμητισμού και το τελικό αποτέλεσμα έμοιαζε με προϊόν μηχανικής διαδικασίας, ενώ στην πραγματικότητα προερχόταν από την ακρίβεια της δεξιοτεχνίας του.

Τα Ben Day dots υπήρξαν το σήμα κατατεθέν μεγάλου μέρους της εργασίας του Λίχτενσταϊν. Πρόκειται για μια τεχνική έγχρωμης εκτύπωσης που ανακάλυψε ο Αμερικανός εικονογράφος Benjamin Day Jr. το 1879, κατά την οποία τα στοιχεία της σύνθεσης αποτελούνται κυρίως από μικρές τελείες, αλλά και γραμμές διαφόρων ειδών και υφές, ανάλογα με την επιδιωκόμενη οπτική εντύπωση. Αρχικά, ο Λίχτενσταϊν ζωγράφιζε τις τελείες με το χέρι, αργότερα όμως χρησιμοποίησε και stencils, τρυπητά μεταλλικά κομμάτια ή οδοντόβουρτσες. Για τον καλλιτέχνη, οι τελείες Ben Day ήταν διακοσμητικές και πληροφοριακές, αφού παρέπεμπαν στην τεχνική της εκτύπωσης και στο τυπωμένο αρχικό υλικό που του έδινε έμπνευση. Αποτελούσαν επίσης ένα ειρωνικό σχόλιο σχετικά με το ‘αληθινό’ και το ‘τεχνητό’.

Μια από τις καινοτομίες του ήταν ότι χρησιμοποίησε ένα από τα πρώτα ακρυλικά χρώματα, το Magna, το οποίο μπορούσε να αραιωθεί με νέφτι και έδινε ένα άρτιο αποτέλεσμα. Επειδή όμως στέγνωνε πολύ γρήγορα, έκανε χρήση λαδιών ειδικά για τα Ben Day dots, ώστε να έχει το χρόνο να τα τελειοποιεί. Τα αγαπημένα του χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλέ και λιγότερο το πράσινο, ήταν και τα χρώματα που ήταν συνήθη στα κόμικς.

Οι εικονογραφήσεις κόμικς δράσης ως σημείο εκκίνησης

Το 1961 ο Λίχτενσταϊν ανακάλυψε ότι οι οπτικές ποιότητες των κόμικς, που ήταν ένα τόσο ιδιαίτερο στοιχείο της αμερικάνικης κουλτούρας, μπορούσαν να αποτελέσουν μια πρωτότυπη πηγή εικόνων για τα έργα του. Απομονώνοντας ένα στοιχείο της σύνθεσης, έδινε έμφαση στα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά του, το μεγένθυνε και μιμούνταν την τυπογραφική τεχνική με το χέρι, υπονομεύοντας έτσι την αφήγηση και το θέμα του έργου. Πρωταγωνιστές των πρώτων έργων του είναι δυναμικοί χαρακτήρες από κόμικς δράσης και γυναικείες μορφές με ρομαντικά, συναισθηματικής φύσης, μηνύματα. Οι σκηνές βίας και πολέμου, γεμάτες με αντρικές φιγούρες, υπήρξαν αιτία να κατηγορηθεί για αναπαραγωγή εικόνων με macho συμβολισμούς.

Ερμηνεία των μεγάλων καλλιτεχνών του 20ου αιώνα

Από το 1963 ο Ρόι Λίχτενσταϊν στράφηκε στα θέματα σημαντικών ζωγράφων του 20ου αιώνα για να τα αποδομήσει και να προσφέρει μια στυλιστική ερμηνεία που θα απέδιδε στα έργα μια σύγχρονη διάσταση. Η παράδοση της avant-garde σε καμία περίπτωση δε λειτουργούσε δεσμευτικά για τον καλλιτέχνη, αντίθετα, ήταν το εργαλείο που χρησιμοποιούσε με ελευθερία για να την μεταμορφώσει σε έναν εντελώς νέο δημιουργικό τόπο. Όπως αναφέρει ο ίδιος «…είχα την ιδέα να κάνω έναν Πικάσο και να τον μετατρέψω σε κάτι απλό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λίγο ή πολύ με τον ίδιο τρόπο όπως η λαϊκή τέχνη». Σκοπός του ήταν να υπενθυμίσει ότι η κλασική αντίληψη της εξέλιξης της μοντέρνας τέχνης από τον Bαν Γκόγκ και τον Μονέ στον Πικάσο και την ‘ζωγραφική της δράσης’ του αφηρημένου εξπρεσιονισμού είχε ήδη πια περάσει στη λήθη.

Τοπία

Ξεκινώντας να αποτυπώνει τοπία το 1964, ο Λίχτενσταϊν έκανε αναφορές σε εικόνες που προϋπήρχαν, όπως αυτά παρουσιάζονταν ως φόντο στα κόμικς, είτε επρόκειτο για έναν αρχαιοελληνικό ναό ή μια δύση ή ανατολή ηλίου. To θέμα αυτό του έδινε τη δυνατότητα να πειραματιστεί με διάφορα υλικά και ιδιαίτερα το Rowlux, μια ανακλαστική θερμοπλαστική μεμβράνη, που δημιουργεί την εντύπωση της συνεχούς κίνησης, οπότε και ήταν κατάλληλο για την απόδοση του ουρανού και της θάλασσας. Ξαναγυρνώντας στα τοπία με τη σειρά Landscapes το 1985, χρησιμοποίησε διάφορα είδη ζωγραφικών προσεγγίσεων, συνδυάζοντας πολύχρωμες εξπρεσιονιστικές πινελιές με τις πιο στυλιζαρισμένες που προέρχονταν από τα κόμικς. Στη σειρά Chinese Landscapes του 1996 επηρεάστηκε από τις μονοτυπίες και τα παστέλ τοπία του Edgar Degas και από βιβλία Ασιατικής τέχνης, και αιχμαλώτισε την ατμόσφαιρα των ασιατικών τοπίων με τη χρήση των χαρακτηριστικών τελειών Ben Day.

Πειραματισμοί με αφηρημένα και γεωμετρικά στοιχεία

Αν και ο Λίχτενσταϊν ένιωθε ότι ήταν το ποπ πνεύμα που εξέφραζε καλύτερα τις εικαστικές του επιδιώξεις, ωστόσο από το 1965 ξεκίνησε τη σειρά Brushstrokes, με θέμα μια ‘απομονωμένη’ πινελιά. Παγώνοντας στο χρόνο τη ρευστότητα της πινελιάς, αυτή την αρχετυπική κίνηση του χεριού και σύμβολο της ζωγραφικής πράξης, μετέτρεπε αυτή τη χειρονομία του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στο ακριβώς αντίθετο της, σε ένα βιομηχανικό κλισέ. Τη δεκαετία του 1980 ξαναγύρισε στην πινελιά, αυτή τη φορά με μια υπερβολή και πολλαπλότητα που την καθιστούσε ένα ασυνάρτητο σημάδι, αν και τα θέματα ήταν κλασικά, για παράδειγμα μια νεκρή φύση ή ένα τοπίο. Αλλά και τα ξύλινα ή ορειχάλκινα γλυπτά της ίδιας δεκαετίας συνδυάζουν την τεχνητή και την αληθινή πινελιά σε ένα έργο για να «δώσουν συγκεκριμένη μορφή σε κάτι που στην πραγματικότητα ήταν μια φευγαλέα χειρονομία, να αποκρυσταλλώσουν το εφήμερο», όπως αναφέρει ο ίδιος. Στη σειρά Imperfect χρησιμοποίησε τη γνήσια γεωμετρική, αφηρημένη γλώσσα με τα έργα να παρουσιάζουν ένα επίπεδο φόντο και διασταυρούμενες γραμμές που εκτείνονται πέραν της κορνίζας και παραπέμπουν στην τρίτη διάσταση.

Οι πληροφορίες προέρχονται από τα κείμενα της έκθεσης
Photos: Chris De Vis

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ