Ο όρος «ρωμαίικος συβολισμός» επινοήθηκε από τον πολυσυζητημένο γλωσσικό αναμορφωτή Γιάννη Ψυχάρη στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, προκειμένου να δοθεί όνομα στο ορμητικό ρεύμα της εποχής για τη διασταύρωση εγχώριων λαϊκών παραδοσιακών στοιχείων και ευρωπαϊκών πρωτοποριακών αναζητήσεων κατά τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των Νεοελλήνων.
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να παρακολουθήσει την ανάπτυξη ακριβώς της τάσης αυτής, όπως διαγράφεται επίμονα μέσα στον αποκαλυπτικό καθρέφτη του θεάτρου, από την εποχή της πρώτης αφύπνισης των σχετικών ανησυχιών, στα χρόνια του Διαφωτισμού, ως τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο της επίσημης ένταξης της χώρας στους θεσμούς μιας επιφυλακτικά ενοποιημένης Ευρώπης.
Οι εξελίξεις, όλο αυτό το διάστημα, εμφανίζονται καταιγιστικές, καθώς η ντόπια συνείδηση αγωνίζεται να συμβιβάσει μια σειρά από αλληλοαναιρούμενες έννοιες: την προδιαφωτισμική της παράδοση με τον αστικό εκσυγχρονισμό, το ρομαντισμό με τον κλασικισμό, τον εθνικισμό με τον κοσμοπολιτισμό. Καθώς προσπαθεί να συνδέσει το δημοτικό «κλέφτικο» τραγούδι με τη σύγχρονη παραλογοτεχνία ληστρικών μυθιστορημάτων.
Οι συγκρούσεις και τα σχετικά αδιέξοδα γίνονται ίσως καλύτερα αντιληπτά στην περίπτωση του Καραγκιόζη, που από παραδοσιακό θέατρο λαϊκού προφορικού αυτοσχεδιασμού κατάληξε σε βιομηχανία παραγωγής τυποποιημένων φυλλαδίων, έντυπων ψυχαγωγικών αναγνωσμάτων για τις περιορισμένης εγγραμματοσύνης μικροαστικές μάζες.