Όταν γεννήθηκε μέσα μου η ανάγκη να μιλήσω για τη Μήδεια, ή να μιλήσει η Μήδεια μέσω εμού, ήταν πολύ σαφές ότι δε θα μπορούσα να το κάνω μόνη μου αυτό, παρόλο που η πρόθεση ήταν να είναι μια σόλο παράσταση. Μόλις είχα έρθει σε επαφή με την εμπειρία της μητρότητας, η πρόσληψή μου του κόσμου ήταν εμποτισμένη μέσα από αυτό το πρίσμα. Είχα ανάγκη από συνοδοιπόρους.
Το ένστικτο με οδήγησε στην επιλογή των συνεργατών που θα με συνόδευαν στην έρευνα, σε κάθε βήμα, σε κάθε ανακάλυψη της σύνδεσης με τη μυθική περσόνα : τη Μαρία – Όλγα Αθηναίου, που συμφωνήσαμε να καθοδηγήσει τη διαδικασία την πρόβας, ως πρακτικός του θεάτρου και της Process Oriented Psychology (Processwork), με βάση την εν εξελίξει πρακτική που έχει η ίδια διαμορφώσει (Process Oriented Theater Practice) και τον πολυτάλαντο Οδυσσέα Ιωάννου- Κωνσταντίνου ως δραματουργό.
Αυτό που δε γνώριζα ήταν αυτό που θα προέκυπτε στην πορεία: η διαδικασία έγινε μια ώσμωση των τεχνικών και των τριών μας, μ’ έναν τρόπο αδιαίρετο και άμεσα εμπλεκόμενο σε κάθε του έκφανση. Είχα την παρόρμηση και την πρόθεση, η Μαρία-Όλγα έφερε τον τρόπο, ο Οδυσσέας τη μορφή. Κι όλοι μαζί βουτήξαμε στην έμπνευση, τη βαθιά εμπλοκή στο υλικό της ηρωίδας και στο τόξο που τη συνδέει με το σήμερα. ΄Ετσι προέκυψε η συν-σκηνοθεσία και συν-δραματουργία.
Η διαδικασία ήταν βαθιά προσωπική, πλέκοντας την ιστορία της μυθικής περσόνας με τη δικιά μου, με πρόθεση να αποτελέσει καθρέφτη του σήμερα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Όπως λέει η Μαρία – Όλγα : «Κοιτάξαμε την περφόρμερ και την Μήδεια ως δυο κινήσεις στον χώρο και τον χρόνο εστιάζοντας στην παρατήρηση του πως φανερώνονται η μία στην άλλη την κάθε στιγμή. Τα υλικά μας ήταν η προσωπική ιστορία της πρώτης και η μυθική φιγούρα της δεύτερης (όπως αυτή φτάνει σε εμάς από τον Ευριπίδη και τον Μύλλερ), ο χώρος γύρω τους που περιλαμβάνει την κοινωνία, την κυρίαρχη κουλτούρα και ο χώρος ανάμεσά τους ως ένας χώρος δυνατοτήτων προς ανακάλυψη.
Το medea loading είναι μια παράσταση βασισμένη σε μια ‘τεχνολογία του ονειρέματος’. Μέσα από ψυχοσωματικές ασκήσεις επίγνωσης και αυτοσχεδιασμούς, επεξεργαστήκαμε το προσωπικό υλικό της περφόρμερ με στόχο να το μεταβολίσουμε σε καλλιτεχνικό υλικό, σε ένα μη προσωποποιημένο αφήγημα με συλλογικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα, κάναμε μια σπουδή στην φιγούρα της Μήδειας αντιμετωπίζοντάς την όχι ως άτομο αλλά ως σύνολο αποτελούμενο από τους πολλαπλούς ρόλους της (μητέρα, γυναίκα, ξένη/προσφύγισσα, προδομένη, τροφός), ένα σύνολο εσωτερικών φωνών και καταστάσεων που πάλλονται μέσα της.»
Ένιωθα ότι ανοίχτηκε ο χώρος για να αποθέσω με ασφάλεια την ορμή αλλά και τις ανησυχίες μου, τον θυμό μου για τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της μητρότητας, την ανάγκη μου να προτείνω μια άλλη έκφανση της ιστορίας της Μήδειας.
Όταν φτάσαμε στην ανάγκη διαμόρφωσης του θηριώδους κειμένου, ο Οδυσσέας Ιωάννου – Κωνταντίνου λειτούργησε ως καταλύτης με τη συγγραφική του ικανότητα. Λέει : «Δε μας έφτασαν οι λέξεις του Ευριπίδη; Των όλων όσων έχουν γράψει μια δική τους Μήδεια; Όχι δε μας έφτασαν. Θέλαμε και τις δικές μας. Μέσα από την σύνθεση των λέξεων και των νοημάτων που είναι μέρος της πρακτικής μου είτε αυτή αφορά τη σύνθεση τραγουδιών, τη συγγραφή κειμένων είτε τη δραματουργία μιας παράστασης χορού χωρίς κείμενο, με την αδιάλειπτη αλληλεπίδραση των δύο συνεργατιδών της Ρόζας και της Μαρίας – Όλγας επιχείρησα να καταγράψω αρχικά τις λέξεις που προέκυπταν στην πρακτική έρευνα. Ό,τι έχει ειπωθεί σε πρόβα, ακόμα και στον φαινομενικά πιο τυχαίο διάλογο, υπάρχει στο ημερολόγιο προβών που υπάρχει στον υπολογιστή μου. Κάθε έκφανση της Ρόζας συναντούσε μια πτυχή της Μήδειας και κάθε στίχος από τη Μήδεια ερχόταν και ολοκλήρωνε τη δράση και τη σκέψη της Ρόζας. Μέχρι που έκατσα μόνος μου αντιμέτωπος με τους ογκόλιθους του Ευριπίδη και του Μίλερ μαζί με το «τριπ» που προσφέρουν τα κείμενα αυτά, γιόρτασα τις λέξεις τις Ρόζας σαν φωτεινούς σηματοδότες και τοποθέτησα τη συνάντηση αυτών των δύο σαν πινέζες σε ένα χάρτη που είχε αποκαλυφθεί κατα τη διάρκεια των προβών».
Έμοιαζε να έχει συμβεί κάτι πολύ γοητευτικό : είχαμε φτιάξει από κοινού το σύμπαν μιας νέας ιστορίας, την αφήγηση μιας νέας Μήδειας, που συνομλούσε με όλες και όλους μας το ίδιο βαθιά. Καταφέραμε να συνυπάρξουμε και να συνδημιουργήσουμε σ ένα χώρο που η ίδια η ηρωίδα έμοιαζε να πλέκει για μας, και κατ’ επέκταση για όλες τις θηλυκότητες σήμερα. Κι έτσι η ανάγκη μου να βροντοφωνάξω για το παραγνωρισμένο δικαίωμα της Μήδειας να είναι μάνα, γυναίκα, προσφύγισσα, πήρε μορφή και όγκο. Μαζί μου δόθηκε κι εμένα το δικαίωμα να είμαι ο εαυτός μου, πράγμα καθόλου δεδομένο.
Κάθε φορά, κάθε νυχτα που ξεκινώ την αφήγηση της ιστορίας, κι ας είμαι μόνη στη σκηνή, ομόκεντροι κύκλοι γύρω μου με στηρίζουν: οι συνεργάτες μου (κι όσοι κι όσες δεν αναφέρθηκαν εδώ), η οικογένειά μου, συγγενική, θεατρική, κι όσες θηλυκότητες έχουν ανάγκη να μιλήσουν, αλλά δεν τους δίνεται χώρος. Τους είμαι ευγνώμων.
Photo Credit: Μυρτώ Αποστολίδου