Ο Νίκος Γκάτσος, που πέθανε σαν σήμερα στις 12 Μαΐου του 1992, αποτέλεσε το «σημείο των καιρών του» στην άνθηση της ποίησης και της στιχουργικής. Παρέα με σπουδαίους καλλιτέχνες του μουσικού κόσμου όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Δήμος Μούτσης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Λουκιανός Κελαηδόνης –μεταξύ πολλών- δημιούργησαν άσματα γεμάτα εικόνες μιας άλλης εποχής, τα οποία καταφέρνουν να είναι πάντοτε επίκαιρα, αγγίζοντας τον άνθρωπο σε κάθε πιθαμή του εσωτερικού του κόσμου, χωρίς κριτήρια ηλικιακά αλλά ανθρώπινης ψυχής.
Το στιχουργικό ξεκίνημα
Ο Νίκος Γκάτσος, γεννημένος στην Ασέα Αρκαδίας και μεγαλωμένος από αγροτική οικογένεια, βιώνει στην ηλικία των πέντε μόλις χρόνων, την απώλεια του πατέρα του. Ο Γεώργιος Γκάτσος ήταν από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής και πέθανε στο πλοίο για το μακρύ του ταξίδι, με το νεκρό του σώμα να «περιπλανιέται» στον ωκεανό του Ατλαντικού.
Ο νεαρός, ακόμα, ποιητής ξεκινάει την εκπαιδευτική του πορεία από το Δημοτικό της Ασέας και «καταλήγει» στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, την οποία «απαρνήθηκε» στο δεύτερο έτος. Οι γνώσεις του, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αρκετά πλούσιες, καθώς είχαν αποτάξει κάθε είδους καλλιτεχνικό κόλλημα περί ειδικεύσεως μεταξύ των τεχνών της ποίησης, του θεάτρου και του κινηματογράφου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η διακοπή των σπουδών του φάνηκε ανήμπορη να σταματήσει την πνευματική του άνθηση. Όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνδέθηκε τάχιστα με τους ποιητικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Τα πρώτα του ποιήματα και κριτικές χρωματισμένα με το χαρακτηριστικό κλασσικό ύφος, «περιόδευσαν» στα περιοδικά της εποχής «Νέα Εστία», «Ρυθμός» , «Καλλιτεχικά Νέα» κ.α.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με επίδραση στους νεότερους ποιητές, σημαδεύοντας την σύγχρονη ελληνική ποίηση. Ο Μάνος Χατζιδάκις μάλιστα, την χαρακτήρισε «ατόφιο χρυσάφι». Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.
Όταν η ποίηση έγινε ένα όμορφο τραγούδι
Ο στιχουργός, μεταφραστής και ποιητής Νίκος Γκάτσος κατάφερε να παραγκωνίσει τα νοητά αλλά ασφυκτικά όρια μεταξύ ποίησης και στιχουργίας και να προτάξει το συναίσθημα και την αλήθεια ως μοναδικό μέσο παραγωγής μουσικών και γραπτών έργων τέχνης.
Η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη, τον νομπελίστα ποιητή, αποτέλεσε καθοριστική στην εκπροσώπηση του ελληνικού υπερρεαλισμού και την απόλυτη σύνδεση του, με τον ίδιο. Στον στιχουργικό του δρόμο βρέθηκε και αποτέλεσε μέρος του, έως το τέλος, ο Μάνος Χατζιδάκης. Πρόκειται για ένα μοναδικό καλλιτεχνικό δίδυμο που κατάφερε να μεταφέρει ανέγγιχτα, την ποίηση στα αυτιά, στις φωνές και στις ψυχές μας. Ήταν σαν να λέμε, η μοίρα να αποζητάει , δύο σπουδαίοι καλλιτέχνες να ενωθούν.
Τα επιτεύγματα τους, ηχούν εδώ και δεκαετίες -μεγαλώνοντας γενιές γενεών- σε μπουάτ, σε θέατρα, σε μικρά κουτούκια, στα σπίτια στην διάρκεια των οικογενειακών εορτών και όπου αλλού μπορεί να χωρέσει το μουσικό τους μεγαλείο. Οι άνθρωποι τραγουδούν, θυμούνται και ελπίζουν μέσα από τα δημιουργήματα τους. Και αυτός είναι ο πηγαίος σκοπός, όχι μονάχα της ποίησης αλλά και της μουσικής,να σε κάνουν να ερωτεύεσαι την ίδια την ζωή.
Η «μεταφραστική» αλλά ουσιαστική σύνδεση του με το θέατρο
Ο Νίκος Γκάτσος ανέπτυξε μια «μεταφραστική» σχέση με το θέατρο. Θέλησε να εξερευνήσει την τέχνη του θεάτρου, με μέσο την συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης -κατά κύριο λόγο- στον μεταφραστικό τομέα θεατρικών έργων. Η αφορμή σε αυτή την «καλλιτεχνική εισχώρηση» αποτέλεσε η μετάφραση του «Ματωμένου Γάμου», έργο του Ισπανού συγγραφέα-ποιητή, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Η παράσταση του έργου, ανέβηκε το 1948 από τον ίδιο τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης.
Μετέπειτα ακολούθησαν οι μεταφράσεις πλήθος θεατρικών έργων και ποιημάτων όπως: «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα», επίσης του Λόρκα, τον «Πατέρα» του Στρίνγκμπεργκ, «Λεωφορείον ο Πόθος, «Χαιρετισμούς απ’ τη Βέρθα», «Μίλα μου σαν τη βροχή κι άσε με ν’ ακούω», «Η Λαίδη Φθειροσόλ», «Προς κατεδάφισιν», «Μην κλαις μωρό του Ρούνυ», «Είκοσι εφτά βαγόνια γεμάτα μπαμπάκι», «Υψηλή Εποπτεία» του Ζαν Ζενέ.
Ο Νίκος Γκάτσος μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που τον γνώρισαν
Ο Γκάτσος σε όλη την πορεία της ζωής του, συνεργάστηκε με πλήθος ανθρώπων, «εργατών και εργατριών» στην τέχνη. Όλοι τους, τον θυμούνται σαν έναν ταπεινό, προσιτό και αρκετά ενδιαφέρον άνθρωπο για συζητήσεις περί πολιτικής, τέχνης, σχέσεων, αλλά και συζητήσεις για την ίδια την ζωή. Παράλληλα, όλοι αναγνώριζαν το τιτάνιο ταλέντο του να αποτυπώνει ζωγραφιές κόσμων και ιστοριών με μελοποιημένα γράμματα.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος, συνεργάτης του για χρόνια, αναφέρει μεταξύ άλλων, πως «τα τελευταία 50 χρόνια στο τραγούδι πρέπει να τα μετράμε σε προ Γκάτσου και μετά Γκάτσου εποχή». Η συντροφιά του Νίκου Γκάτσου, η συγγραφέας Αγαθή Δημητρούκα, λέει χαρακτηριστικά σε συνέντευξη που παραχώρησε για να μας δώσει την «ευκαιρία γνωριμίας» με τον στιχουργό πως: «Δεν του άρεσε να δίνει συνεντεύξεις και να μιλάει για τον εαυτό του. Η άποψή του ήταν ότι μακάρι ο κόσμος να γνωρίζει το έργο και όχι τον δημιουργό του».
Ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της Ελλάδας. Κατάργησε τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και στον στίχο και έδωσε κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Η γνωριμία και η συνεργασία τους αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ελληνικής μουσικής: «Ο Γκάτσος όπως και ο Χατζιδάκις γράφανε για τον έναν που θα τους καταλάβει… Όταν γράφει κάποιος απευθύνεται στο συναίσθημα και ο Γκάτσος αυτό το έκανε με το τραγούδι και βλέπετε την απήχηση που είχε… Μπορεί σε σύγκριση με άλλους στιχουργούς να έχει γράψει λιγότερα, ωστόσο από τα 400, τα 300 είναι γνωστά. Φαίνεται σαν να έχει γράψει έναν τεράστιο όγκο τραγουδιών που το καθένα μπορεί να στηρίξει μία μελέτη…».
Απόσπασμα από το αρχείο της ΕΡΤ:
Αφενός, δεν μπορούμε να δώσουμε τον ακριβή ορισμό του καλλιτέχνη ή του ανθρώπου της τέχνης, αφετέρου δεν γνωρίζουμε εάν αυτός ουσιαστικά υφίσταται. Αυτό που γνωρίζουμε με σιγουριά είναι πως ο «αποκαλούμενος» καλλιτέχνης, οφείλει να είναι άνθρωπος με ότι καλό προσδοκά η έννοια αυτή. Ο Νίκος Γκάτσος λοιπόν, συγκαταλέγεται στην αοριστία της έννοιας αυτής, καθώς κατάφερε να εμπνεύσει και να εμπνευστεί, από όσους ένιωσαν κάθε μουσικό του γράμμα.