Σε αυτό το κατά βάση αστυνομικό μυθιστόρημα με τις αποχρώσεις του νουάρ, ένα είδος στο οποίο οι Γάλλοι έχουν χρόνια τώρα την πρωτοκαθεδρία και την δεξιοτεχνία να το αναπτύσσουν όλο και περισσότερο, ο Μισό θίγει ένα κοινωνικό ζήτημα καίριο και πολύ ευαίσθητο.
Η ιστορία του διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν αστυνομική και μυστηριώδη, καθώς προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα περίπλοκο αίνιγμα στο οποίο μπλέκονται μία αστυνομικός και ένας ψυχίατρος αλλά και μία ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι παρεμβαίνουν για να συνδράμουν στην λύση του γρίφου. Είναι όμως και κάτι πολύ παραπάνω από ένα αστυνομικό που αναζητά έναν δολοφόνο ή έναν υπαίτιο αφού ο συγγραφέας με ευθύνη και κοινωνικό αίσθημα υψίστης προτεραιότητας καταθέτει στον αναγνώστη τροφή για σκέψη γύρω από την νόσο του Αλτσχάιμερ και τις συνέπειες αυτής της πολύ ύπουλης και ψυχολογικά επώδυνης ασθένειας. Μία ασθένεια που σήμερα πλήττει όλο και περισσότερο κόσμο κυρίως ηλικιωμένων αλλά και νεότερων ανθρώπων, όπως θα δούμε εδώ, και έχει καταστεί μάστιγα όπως και ο καρκίνος. Κατά συνέπεια, η ραγδαία εξέλιξη της ασθένειας δεν αφήνει περιθώρια για καθυστέρηση στους επιστήμονες στην αναζήτηση των λόγων και των αιτιών που ο άνθρωπος οδηγείται σε αυτό το μονοπάτι απώλειας της μνήμης του. Εδώ ο Μισό, με σεβασμό στο πρόβλημα αυτό που αντιμετωπίζει η κεντρική ηρωίδα του την οποία περιβάλλει με φροντίδα, καθιστά την Αλίς Σεφέρ όχι θύμα που έχει ανάγκη από ελεημοσύνη αλλά μας μιλάει για έναν άνθρωπο που αγωνίζεται να ξεπεράσει το πρόβλημά του και να ζήσει όσο αυτό της επιτραπεί από την αρρώστια με όρους ανθρώπινους, περιστοιχισμένη από στοργή και αγάπη.
Στο Σέντραλ Πάρκ της Νέας Υόρκης, η Αλίς Σεφέρ βρίσκεται αναστατωμένη, με αίμα στο πουκάμισό της, με το μυαλό της μπερδεμένο και δίπλα της τον Γκαμπριέλ Κέιν, με τον οποίο το μόνο που την συνδέει είναι οι χειροπέδες από τις οποίες επιθυμούν και οι δύο να αποδεσμευτούν. Η Άλις, έχει ήδη βιώσει στην ζωή της δύο γεγονότα πολύ δυσάρεστα, τα οποία την σημάδεψαν ανεξίτηλα στην ψυχή και το νου της και θεωρούσε πως είχε απαλλαγεί από τις αναμνήσεις τους, μάταια όμως. Η συγκυρία στην οποία τώρα βρίσκεται θα ξεδιπλώσει ενώπιόν μας και με τις ερωτήσεις που θα τις θέτει ο άγνωστός της Κέιν, όλο το οδυνηρό παρελθόν στο οποίο αναγκαστικά θα ανατρέξει για να βρει τα πατήματά της. Η Άλις Σεφέρ, είναι αστυνομικός στο επάγγελμα και έχει εξιχνιάσει στο παρελθόν εγκλήματα αλλά κυκλοφορεί με το βάρος του ερωτηματικού ως προς τις δολοφονίες πέντε γυναικών στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού, τις οποίες συνδέει ο ίδιος αποτρόπαιος τρόπος δολοφονίας τους και τις οποίες δεν έχει μπορέσει να διαλευκάνει. Τελικά όμως πως εκείνη βρέθηκε στη Νέα Υόρκη και γιατί βρέθηκε να κάθεται σε ένα παγκάκι με αίμα στο πουκάμισό της όταν την προηγούμενη νύχτα βρισκόταν στο Παρίσι με τρεις φίλες της; Ποιος είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται τώρα δίπλα της και τι την συνδέει με εκείνον; Το μυαλό της Σεφέρ στροβιλίζεται συνεχώς, αναδιπλώνεται, επανέρχεται σε παλιές θύμησες, προσπαθεί να ξεφύγει από τα δίχτυα μίας αρρώστιας που την έχει προσβάλει υπόγεια ενώ εκείνη θεωρεί πως όλα αυτά είναι απόρροια ενός εγκλήματος ή μιας συνωμοσίας εναντίον της. Πραγματικά, είναι πολλές οι υποθέσεις, περισσότερες ακόμα οι ερωτήσεις που θέτει η ίδια στον εαυτό της αλλά θα χρειαστεί ένα ολόκληρο ταξίδι σε διάφορες τοποθεσίες και μία εξοντωτική πρόσβαση σε αρχεία και πρόσωπα για να καταφέρει, όχι πολύ ευχάριστα, να συσχετίσει τα συμβάντα και να δεχτεί πως η περίπτωσή της χρήζει βοήθειας άμεσης και επιτακτικής καθώς ο χρόνος είναι αμείλικτος και λειτουργεί εναντίον της. Αναφέρει η ίδια: «Η αναβίωση του παρελθόντος μπροστά σ’αυτό τον άγνωστο ήταν επώδυνη αλλά καθαρτική. Όπως μία ψυχαναλυτική συνεδρία». Περαιτέρω αποκαλύψεις από μέρους μου δεν ενδείκνυνται και δεν χωρούν γιατί, σε τέτοιες περιπτώσεις αστυνομικής πλοκής, ο αναγνώστης οφείλει να γευτεί την χαρά της αγωνίας και της κορύφωσής της. Αυτό όμως που επιβάλλεται να αναφερθεί είναι πως η Αλίς Σεφέρ είναι μία γυναίκα γενναία, ένα «αντράκι» και στέκεται όρθια στα πόδια της παρά τις απανωτές σφαλιάρες που δέχεται. Και μάλιστα θα γίνει χίλια κομμάτια για να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο τον διακαή πόθο της, δηλαδή την σύλληψη αυτού του κακοποιού δολοφόνου που κυκλοφορεί ελεύθερος και άκρως επικίνδυνος και για να πάρει εκδίκηση και για την δική της δύστυχη ζωή.
Ο Μισό σε κάθε αρχή κεφαλαίου αναγράφει ένα χαρακτηριστικό απόφθεγμα παλιού ή σύγχρονου συγγραφέα σχετικό με την αφήγησή του και μας δίνει την αίσθηση πως δεν παραπατάει ούτε και πειραματίζεται, έχει γνώση που βαδίζει και πως θα το πράξει. Η γραφή του μπορεί να μην διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικές και αναλύσεις επί αναλύσεων και ίσως να μην υπάρχει και λόγος για αυτό, όμως κατορθώνει με έναν μεστό λόγο και με σεβασμό στον αναγνώστη να τον κρατήσει σε αγωνία για να απολαύσει έναν αστυνομικό γρίφο, ανάλογο με αυτόν των βιβλίων του Σιμενόν, του Μωρίς Λεμπλάν και του Κόναν Ντόυλ. Και όλα αυτά χωρίς να αναμετράται με τα μεγαθήρια που προανέφερα αλλά με μία σύγχρονη ματιά στον κόσμο του σήμερα και με μία σκηνοθετική οπτική γωνία που μπορεί να προκαλέσει κινηματογραφικό ενδιαφέρον για την μεγάλη οθόνη, καταγράφει μία ιστορία αξιόλογη και αξιοπρόσεκτη με ποιητική όσο και αστυνομική διάθεση. Όλο του το βάρος πέφτει στην εις βάθος προσέγγιση της Αλίς Σεφέρ και των ανησυχιών της και εκεί κερδίζει στα σημεία. «Η ωραιότερη πονηριά του διαβόλου είναι ότι σε πείθει πως δεν υπάρχει» θα πει εκ μέρους της ο συγγραφέας. Δυστυχώς ο διάβολος για εκείνη είναι υπαρκτός και κατατρώει το μέσα της, όμως με μία παρηγορητική και αλληλέγγυα διάθεση ο ψυχίατρος και ερωτευμένος μαζί της, που στην πορεία αποκαλύπτεται, μας αφήνει με την εξής κατακλείδα φράση απευθυνόμενος σε εκείνη: «Κάθε φορά, θα μονολογείς πως ό,τι και αν σου συμβεί τώρα, όλες αυτές τις στιγμές που άρπαξες από τη μοίρα άξιζαν να τις ζήσεις. Και κανείς δεν θα σου τις πάρει ποτέ».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Θυμάμαι εκείνη την ταραγμένη εποχή, εκείνους τους τοξικούς ανθρώπους που τους μισούσα. Προτού καταλάβω ότι για ν’ αγαπήσεις τους άλλους, πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου…».
«Υπάρχουν δοκιμασίες που δεν τις ξεπερνάμε ποτέ πραγματικά, αλλά που τελικά τις αντέχουμε».
Το βιβλίο του Γκιγιόμ Μισό, Σέντραλ Παρκ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.