Στα σοκάκια της μεταπολεμικής Βαρκελώνης, εκεί που η καταλανική πατριωτική ατμόσφαιρα υπερασπίζεται την ταυτότητά της και οι ήχοι του πολέμου ακόμα ακούγονται στους ερημωμένους δρόμους, ο Μαρσέ ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας μέσα από την σχέση ενός αστυνόμου και μίας έφηβης.
Αφετηρία και τερματικός σταθμός και των δύο είναι η επαφή τους με τον υπόκοσμο και τα εγκλήματά του αλλά κυρίως βρίσκονται αγκαλιά με την δική τους πορεία αναζήτησης. Στο μεσοδιάστημα, θα περιπλανηθούν τόσο ο ένας όσο και ο άλλος σε μία Βαρκελώνη που, σαν πόλη φάντασμα, αναζητά την ανασυγκρότηση και την ανασύνταξη την μέρα που υπογράφεται η συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Οι δύο αυτοί επαίτες του μέλλοντός τους, γιατί το παρελθόν είναι βαμμένο με το χρώμα της απώλειας, θα μπερδευτούν σε ένα ανελέητο κυνηγητό του εγωισμού τους γυρεύοντας για την δική τους Γη της επαγγελίας. Από την μία ο αστυνόμος επιδιώκει να επισφραγίσει στην τελευταία του περιπολία την χαμένη του αυτοπεποίθηση και την υπεροχή του απέναντι στην ιστορία που θα τον προσπεράσει και από την άλλη η έφηβη, αυτό το επαναστατικό και αμφιλεγόμενο πρόσωπο, θα προσπαθήσει να ξεπεράσει τις φοβίες της και να ακολουθήσει τον αστυνόμο σε έναν δρόμο που υποτίθεται πως θα της εξασφαλίσει ψυχική αποκατάσταση έχοντας προηγουμένως αναγνωρίσει τον νεκρό βιαστή της. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε ερωτηματικά για τη ζωή και την επιβίωση, ο Μαρσέ μας ξεναγεί στην Βαρκελώνη, την δική του πόλη που πάλλεται από την ανασφάλεια, την επαιτεία, την μελαγχολία του αστικού τοπίου και την ανάγκη για παλινόρθωση της κοινωνικής ισορροπίας.
Αν ήθελε κανείς να αναπαραστήσει το «Σεργιάνι στο Γκιναρντό» σε πίνακα ή σε φωτογραφία, αυτή θα ήταν σίγουρα ασπρόμαυρη γιατί ασπρόμαυρη και σκληρή είναι η περιγραφή της ζωής στην μεταπολεμική Βαρκελώνη, ο πόλεμος άφησε πίσω θύματα αλλά και ζωντανούς νεκρούς όπως η Ροσίτα. Εικόνα θλίψης παρουσιάζει η πόλη, με ανθρώπους έρμαια της μοίρας τους, ο αστυνόμος και η έφηβη εκπρόσωποι μίας εποχής όπου η αστυνομία υπάγεται στο αδυσώπητο φρανκικό καθεστώς και η εγκληματικότητα μικρής και μεγάλης κλίμακας βρίσκεται σε έξαρση. Εξάλλου, η έφηβη εργάζεται στην υπηρεσία της κουνιάδας του αστυνόμου αλλά εκφράζει την πιο θλιβερή πλευρά μίας κοπέλας που αδυνατεί να εναντιωθεί στο εύκολο κέρδος στο όνομα της θρησκείας, την οποία χρησιμοποιεί για να αποσπά χρηματικά ποσά και να χρηματοδοτεί τον λεγόμενο «ξάδελφο». Ο Μαρσέ με εργαλείο τον κινηματογραφικό φακό της λογοτεχνικής του πένας εισχωρεί στα άδυτα αυτού του πονεμένου κόσμου και καταγράφει τις υπόγειες δραστηριότητες στις σκοτεινές στοές των συνειδήσεων ανθρώπων στην εθελούσια απομόνωσή τους και την παραβατικότητα.
Μέσα σε όλα αυτά όμως, το πορτρέτο της έφηβης είναι λερωμένο, είναι μία θλιμμένη Παναγία, την οποία άλλωστε έχει πάνω της και κουβαλάει γιατί πιστεύει εις βάθος σε αυτό που εκπροσωπεί αλλά δεν γνωρίζει να το εκφράσει και προδίνεται. Ταγμένη στην αποστολή της, αν και άβουλο υποχείριο στα χέρια του «προστάτη της», επιχειρεί να αποφύγει να αντικρύσει τον πάλαι ποτέ βιαστή μην τυχόν και της ξυπνήσει μνήμες αλλοτινές που επιθυμεί να διαγράψει στο εσωτερικό της ημερολόγιο. Ο αστυνόμος όμως δεν παραιτείται της λαχτάρας του να εγγράψει μία τελευταία επιτυχία στην αυλαία της καριέρας του για αυτό και παλεύει μαζί της, ακολουθώντας την και παρακολουθώντας την, να την πείσει πως υπάρχει λόγος επιβεβαίωσης της ταυτότητας του νεκρού. Μήπως όλο αυτό όμως το εγχείρημα δεν είναι παρά μία δική του ανάγκη για επιβράβευση;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εξάλλου ο Μαρσέ αναφέρει σχετικά: «Ο αστυνόμος ένιωσε πως γύρω του έσπαζαν οι ραφές της ημέρας». Μήπως όμως δεν είναι και μία ματαιότητα για τα μάτια της νεαρής έφηβης που σύρεται ανούσια σε ένα ποτάμι ουτοπίας να ξανασυναντήσει κατάματα την βαρβαρότητα που της μαστίγωσε την παιδική ηλικία; Γιατί η ίδια με φορτισμένο το είναι της του δηλώνει: «Είμαι ένα κακόμοιρο ορφανό που είναι μονάχο του στον κόσμο, κύριε». Άρα συμπεραίνουμε εύλογα πως τα συναισθήματα που γεννιούνται και στους δύο είναι από και προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν μία μάχη και από και τις δύο πλευρές να λαμβάνει χώρα για το ποιος θα επικρατήσει στο τέλος αυτής της διαμάχης. Ο αστυνόμος όμως με την ισχύ του νόμου και της εξουσίας στην πλάτη του μήπως καθίσταται πιο ισχυρός λόγω θέσης; Εκείνη μοιάζει στα μάτια μας το αιώνιο θύμα που ακολουθεί εντολές, ανελεύθερη και εξαρτημένη από ανίερες προθέσεις και αποδιοπομπαίος τράγος που τελεί υπό παραίτηση εμπρός στο θαύμα που λέγεται ζωή.
Ο Μαρσέ έχει την ικανότητα να μας πιάνει από το χέρι πηγαίνοντάς μας σε έναν περίπατο που τίποτα δεν είναι ευχάριστο, γιατί η ίδια η ζωή είναι συνυφασμένη με την χαρμολύπη. Οι ήρωές του δεν κρύβονται αλλά αποκαλύπτουν όλες τις αδυναμίες τους, τις ιδιοτροπίες τους, τα σφάλματά τους και τις προσδοκίες τους σε έναν κόσμο που δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Και στον λόγο του συγγραφέα διαφαίνεται συνεχώς αυτή η νοσταλγία για την Βαρκελώνη που ανέκαθεν υπήρξε πεδίο συγκρούσεων στην ισπανική πραγματικότητα και το μυθιστόρημα ενέχει την εντοπιότητα μίας πόλης που έζησε και ζει στον ρυθμό της απόσχισης από την μαδριλένικη εξουσία.
«Η λογοτεχνία είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη ζωή»
Το βιβλίο του Χουάν Μαρσέ, Σεργιάνι στο Γκιναρντό, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.