ΑΓΑΠΗΤΗ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ,
Ένας φίλος μου ζήτησε προχτές να γράψω κάτι για ένα περιοδικό που νοιάζεται για τις Τέχνες. Ελεύθερο θέμα.

Χατίρι σε φίλο δε χαλάς αν θέλεις να ‘χεις γλυκά γεράματα, μ’ έμαθε ο Διονύσης κι έτσι είπα  το ναι. Έκλεισα το τηλέφωνο και συνέχισα να ξεδιαλέγω τα χαρτιά του πατέρα μου• είχε περάσει ένας μήνας απ’ την κηδεία του και είχα βρει επιτέλους το κουράγιο.

Φάκελοι με αποτελέσματα εξετάσεων, οδηγίες χρήσης φαρμάκων, σκόρπιες σημειώσεις για ότι μπορεί να βάλει το μυαλό σου, λογαριασμοί, αποδείξεις, μουχλιασμένες φωτογραφίες πεθαμένων συντρόφων του, χαρτοπετσέτες με στιχάκια που έγραφε για να αποδείξει στη μάνα μου πως την αγαπούσε το ίδιο όπως και πριν πενήντα χρόνια.  Κόντευα να γεμίσω τη μαύρη σακούλα όταν είδα έναν κίτρινο φάκελο που απ’ έξω έγραφε Ναύπλιο 1993 – 2009. Θυμήθηκα ότι μου ζητούσε πάντα να του φέρνω τα προγράμματα και τις αφίσες των παραστάσεων που έκανα στο Ναύπλιο. «Τα χάνεις που τα χάνεις όλα, άσε τουλάχιστον να φυλάξω μερικά ίχνη σου, μπορεί να σου χρειαστούν».  Τον άνοιξα και ξεφύλλισα τα τελευταία δεκάξι χρόνια της ζωής μου. 

Κάπως έτσι, κυρία μου, μπήκε στο μυαλό μου ο δαίμονας: έκανα καλά, εγώ ο ορκισμένος εχθρός των ταξιδιών, που εξ αιτίας σας, δεκάξι χρόνια τώρα μοιράζω τη ζωή μου σε δυο πόλεις, την πρώην και την νυν; Τις πρωτεύουσες εννοώ.
Νοικάρης ή φιλοξενούμενος σε καμιά δεκαπενταριά σπίτια και πελάτης σε πάνω από τριάντα ξενοδοχεία. Αθήνα – Ναύπλιο, το κοντέρ πρέπει να ‘χει γράψει πάνω από 200.000 χιλιόμετρα, στην αρχή με το WOLSELEY του ’60, μετά με το 2CV και τον άσπρο σκαραβαίο και τώρα τελευταία με δανεικά αυτοκίνητα. Καλά ταξίδια – αν εξαιρέσεις τις βροχές και τις ομίχλες. «Όποιος έχει δυο γυναίκες χάνει την ψυχή του, όποιος έχει δυο σπίτια χάνει το μυαλό του». Κινέζος μάλλον το ‘χει πει. Τον επιβεβαίωσα.

Αρχές του ’93 (ή τέλη του 92;) μου γνώρισες κάτι παιδιά και μου ‘πες «θέλουν να κάνουν μια παράσταση, δεν τα βοηθάς;» Και είπα ναι επειδή τα παιδιά είχαν ένα καλό φως. Το έργο που είχαν διαλέξει ήταν ενός Αναπλιώτη, δεν είχε παιχτεί ποτέ, απ’ αυτά που κανείς σοβαρός επαγγελματίας σκηνοθέτης δεν θα δεχόταν να ανεβάσει. Ηθογραφία, δάκρυα, φόνοι, νοσταλγία , επαρχία, μυστικά· χαμός. Μέσα σε μια  νύχτα, το παλιό τζαμί (που πια λειτουργούσε σαν σινεμά), απέκτησε σκηνή. Κρυφά, διότι ο φόβος της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ήταν μεγάλος. Ένας αγρότης – ξυλογλύπτης, ένας τραπεζικός υπάλληλος κι ένας βουλκανιζατεράς με την θερμή υποστήριξη ωραίων κοριτσιών, έφτιαξαν σκηνή και κουίντες.

Και σκέφτομαι τώρα, ξεφυλλίζοντας τα χαρτιά του κίτρινου φακέλου αν άξιζε τον κόπο. Δεν ξέρω. Δεκάδες παραστάσεις, εκατοντάδες άνθρωποι που γνώρισα, γοητευτικοί, ενδιαφέροντες, δύσκολοι. Μου έλεγαν οι γνωστοί στην Αθήνα: «Στο Ναύπλιο δουλεύεις ε; Υπέροχη πόλη, είσαι τυχερός». Πράγματι, υπέροχη πόλη για παράνομα ζευγαράκια, εκδρομές του λυκείου και των ΚΑΠΗ, μηχανόβιους, επίδοξους φωτογράφους και όσους αψηφούν την υγρασία.

Για να κάνεις θέατρο με ερασιτέχνες σε μια μικρή πόλη που έχει γίνει σκηνικό υποδοχής τουριστών, στο οποίο πρωταγωνιστούν το χρήμα, η διαρκώς ανοιχτή τηλεόραση, η ανία, η καχυποψία και εντέλει η παραίτηση, πρέπει να ξεχάσεις πως είσαι καλλιτέχνης. Χρειάζεται να βρεις τρόπους για να συναντηθούν οι άνθρωποι που ανησυχούν, να τους πείσεις πως δεν έχει περάσει η εποχή του παιχνιδιού. Τι να τις κάνεις τις σκηνοθεσίες, τις υποκριτικές αποδόσεις, τις μουσικές, τα χειροκροτήματα και τα βραβεία σε φεστιβάλ αν δεν καταφέρεις να γοητευτούν από την υπόσχεση μιας εφήμερης απόλαυσης. Ξέρεις ότι το κορίτσι που πασχίζει στη σκηνή να πείσει τους θεατές ότι «είναι» η ηρωίδα του Τερζάκη, του Γκολντόνι ή του Σεβαστίκογλου, σε λίγο θα γίνει σύζυγος ή μητέρα και δε θα ‘χει πια την πολυτέλεια να παίζει. Κι όμως πρέπει να συνεχίσεις να βρίσκεις «ερασιτέχνες συνεργάτες» που δεν μπορούν να σου υποσχεθούν τίποτα. Κι εσύ το μόνο που μπορείς να τους υποσχεθείς είναι πως θα μαζέψουν αναμνήσεις. Και να παρηγορηθείς με την ιδέα ότι χρησιμοποιείς το θέατρο για να ανάψεις φλογίτσες, να οργανώσεις μικρές γιορτές.
    
Κυρία, το ξέρετε καλύτερα από μένα, η επαρχία δεν είναι πια ο γραφικός παράδεισος του Παπαδιαμάντη. Θυμάμαι κάποτε νοίκιαζα ένα σπίτι στην πόλη σας, στην άκρη του Ψαρομαχαλά. Κάθε πρωί έβηχα σαν φυματικός. Στη διπλανή μονοκατοικία έμενε, μόνη, μια ώριμη κυρία.
«Από τον βήχα σας κατάλαβα ότι νοικιάστηκε το σπίτι της κυρίας Ιωάννας» μου είπε ένα μεσημέρι. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ» απολογήθηκα. «Όχι, τι λέτε, ίσα ίσα, δεν ξέρετε τι καλά που είναι να ‘χεις μια παρέα στην ερημιά» με καθησύχασε και συνέχισε να ποτίζει τα λουλούδια της.

Αυτά. κυρία. Όπως θα καταλάβατε, αυτό το σημείωμα ήταν μια αφορμή για να σας ευχαριστήσω που μου γνωρίσατε την υγρή σας πόλη. Και τους ανθρώπους της. Σας εύχομαι να ανακαλύπτετε διαρκώς καινούργια παιχνίδια.

Σ.

*Το Δημοτικό Θέατρο Ναυπλίου ιδρύθηκε το 1993 και μέχρι σήμερα έχει ανεβάσει 21 παραστάσεις.

Info:Ο Σέργιος Γκάκας είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε θέατρο στο πανεπιστήμιο PARIS – VIII.. Για αρκετά χρόνια εργάστηκε ως παραγωγός στο Πρώτο και το Τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΑ και στον πειρατικό σταθμό Κοκκινοσκουφίτσα στα FM.
Από το 1993 συνεργάζεται με το Δ.Θ.Ν.