Στην ποιητική συλλογή Sexus ο Θεοδόσης Βολκώφ εκμεταλλεύεται καλά το διπλό σύγχρονο νόημα που φέρει ο τίτλος, αφού ουσιαστικά «μελετάται» ποιητικά η σχέση των Φύλων μέσα στην πράξη του Έρωτα.
Παγιωμένα στην παράδοση μέτρα πλαισιώνουν ρυθμικά τον Στίχο, ίσως γιατί είναι απαραίτητα για να επιτευχθεί το ποιητικό επιθυμητό, όπως άλλωστε γράφει ο ποιητής αναφερόμενος σε δια-φυλική συνεύρεση: Θα γίνω Στίχος να σου μιλήσω/ Ρυθμός για να μπορέσω να σε βρω. Εν γένει ο ποιητής προβληματίζεται έντονα με τη σχέση Ποίησης και Έρωτα ή ευρύτερα Λόγου και Έρωτα, καταδεικνύοντας συνήθως τον Έρωτα ως μια απερίγραπτη κατάσταση. Ακόμη και η ίδια η λέξη ‘Έρωτας’ καταλήγει να «δυσαρεστεί» τον ποιητή, που υποχρεωτικά όμως υπόκειται στη δύναμη της αδήριτης ονοματοποίησης του κόσμου από τη Γλώσσα (Δεν έχω ανάγκη να ονομάζω την αγάπη/ τον έρωτά μου Έρωτα να πω). Ο Βολκώφ εκφράζει και αλλού τη δυστοκία της μετα-γραφής της εμπειρίας σε Γλώσσα (Το τι κοστίζει μόνο εγώ το ξέρω,/ στη Γλώσσα μου να μεταγράφω σώματα/ και ν’ αποσπώ απ’ τα πράγματα τα ονόματα). Ωστόσο, αν σε κάτι συνίσταται η επιτυχία της συλλογής, είναι αυτή ακριβώς η ρεαλιστική απόσπαση ονομάτων από τα σαφή «πράγματα» (εάν όχι τόσο από τα κατ’ εξοχήν άρρητα στοιχεία του εσωτερικού συναισθηματικού/νοητικού κόσμου). Δηλαδή, συγκεκριμένα μέρη του σώματος και κινήσεις παραδίδονται γλωσσικά ξεκάθαρα και δίνουν την αίσθηση μιας φυσικής τόλμης. Το ανεκδιήγητο του Έρωτα, όμως, αν και προσεγγίζεται, εν τέλει δεν φωτίζεται ιδιαίτερα, καθώς οι σκέψεις που αναπτύσσει ο ποιητής σε διάφορα ποιήματα περί αυτού δεν συνιστούν μωσαϊκό της ίδιας μεγα-σκέψης. Συγκεκριμένα, σε ορισμένα σημεία φαίνεται ότι ο ποιητής εξομοιώνει τον Έρωτα- Φύλο με τον Θάνατο (Το Φύλο σου δριμύ πώς με χτυπά-/ συνώνυμο έχει γίνει του θανάτου), ενώ σε άλλα ο Θάνατος παρουσιάζεται (σε ωραία διάλογο-αντίλογο με τους ρομαντικούς) ως λύτρωση από τον Έρωτα- Φύλο (ας μένουμε – τον Θάνατο μπορώ-/ μα λύτρωσέ μας απ΄την κόλαση του Φύλου).
Από μετρική και ρυθμική άποψη, ο ποιητής φαίνεται πως έχει εμπεδώσει την αίσθηση του σονέτου, που πολλές στιγμές θυμίζει εποχές Πολυδούρη και Καρυωτάκη. Αν κάτι ίσως λείπει είναι λίγη περισσότερη τονική τόλμη, στην προσπάθεια να ακουστεί όντως το σονέτο ως «κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» (Καρυωτάκης). Ο Βολκώφ κατορθώνει να περικλείσει το νόημα στα όρια του στίχου, κάτι που αποτελεί εργώδη σκοπό∙ μπορεί, όμως, να είναι αυτή η τακτική που απομακρύνει τον ποιητή από περισσότερους διασκελισμούς που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν τον έμμετρο στίχο. Θα μπορούσε να πει κανείς διαφορετικά ότι ίσως σε κάποιες αυστηρές στιγμές χρειάζεται ένας πέμπτος στίχος καλβικής στροφής (και η τονική ποικιλία των τεσσάρων πρώτων!). Έτσι θα αποφευχθεί και η διάθεση εκ μέρους του αναγνώστη για τροχάδην προσπέραση του νοήματος στίχων, λόγω της σταθερής σημειωτόν τονικής/μετρικής αποτύπωσής τους. Αν κάτι επετεύχθη σίγουρα ήταν η ενσωμάτωση της νεοελληνικής σε αυτά τα μέτρα, κατά τρόπο φυσικό και ρέοντα. Η επιλογή των λέξεων ήταν ουσιαστική, εικονοποιούσε χωρίς να περιγράφει και σπάνια τάραζε τον ρυθμό. Τέλος, κάποιες επιλογές ομοιοκαταληξίας σε συνδυασμό με το θέμα θυμίζουν έξυπνα την ειρωνεία της Κρητικής Λογοτεχνίας (ποιήματα Πιστές και Μοιχαλίδες και Γυναίκες Άλλων).
Η ποιητική συλλογή του Θεοδόση Βολκώφ, με τίτλο Sexus, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.