Signal to noise από το θίασο Forced Entertainment | Κριτική Θεάτρου

Κριτική από τον Γιώργο Παπαγιαννάκη για την παράσταση «Signal to noise» του θιάσου Forced Entertainment, σε δραματουργία του Tyrone Huggins και σκηνοθεσία του Tim Etchells, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2024.

Οι δύο ευρέως γνωστοί θίασοι που πραγματεύτηκαν την έννοια του θεάτρου σε στενή διασύνδεση με την εμπειρία της τηλεόρασης είναι ο νεοϋορκέζικος Wooster Group και ο βρετανικός Forced Entertainment.

Ο πρώτος, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Elisabeth LeComte το 1975, έχοντας προκύψει μέσα από τους κόλπους του Performance Group του Richard Schechner,  επένδυσε στην αξιοποίηση κλασικών κειμένων, αλλά με μια σκηνική απόδοση ελεύθερη και εξόχως ανατρεπτική. Ενσωματώνοντας φιλμικό υλικό και εμβόλιμα αποσπάσματα κειμένων στο σώμα του κυρίως έργου, η εργασία τους συνδέθηκε κατά κόρον με την αισθητική του κολάζ. Κύρια έμπνευση για το Wooster Group υπήρξε η κουλτούρα του MTV και, πριν ακόμα από αυτό, τα διαφημιστικά σποτς της τηλεόρασης και οι ιδιαιτερότητές τους ως προς το μοντάζ, την αποστασιοποίηση, τους τρόπους αφήγησής τους, τη συνύπαρξη των ζωντανών ηθοποιών με τις animation δημιουργίες, την ταχύτητα των ρυθμών. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν να παγιωθεί ένα ιδίωμα όπου θα κυριαρχούσε η αποσπασματικότητα, η εναλλαγή των ζωντανών εικόνων με τις μεταδιδόμενες live ή προμαγνητοσκοπημένες τεχνητές και η διόγκωση των ηχητικών περιβαλλόντων, καθιστώντας, την ίδια στιγμή, τους ηθοποιούς υποκείμενους στην επιρροή μιας τεράστιας μιντιακής σφαίρας και επιφορτίζοντας το κοινό  με το δύσκολο καθήκον να την αποκωδικοποιήσει. 

Οι παραγωγές του Wooster Group «LSD (…Just The High Points) (1984), «Frank Dell’s The Temptation of St. Anthony» (1987) και «Brace UP!» (1991) χαρακτηρίζονταν από εκτεταμένη χρήση μόνιτορς επί σκηνής, από γκρο πλαν και από βιντεοπαρουσίες,  με σημείο αιχμής τη διάδραση μεταξύ της ζωντανής παρουσίας και των media και με απώτερο σκοπό να καταδειχθεί το πώς τα τελευταία καταλήγουν, εντέλει, να διαμορφώνουν το καθημερινό τελετουργικό των θεατών. Στον αντίποδα σκεπτικιστικών αντιλήψεων σε σχέση με τη χρήση τους, όπως εκείνων του Paul Virilio και του Jean Baudrillard,  το Wooster Group ενέδωσε σε μια προσέγγιση ανοιχτή και μεταμοντέρνα, επιδιώκοντας να δημιουργήσει έναν νέο τύπο ενσάρκωσης του εαυτού, αμιγώς μιντιακό, επαναπροσδιορίζοντάς τον μέσα από τη λειτουργία της οθόνης και ενός εικονικού πληθωρισμού. Ο θίασος The Wooster Group θα δώσει τη σκυτάλη στην ομάδα The Builders Association, που ιδρύεται το 1993 από την Marianne Weems, με την οποία η χρήση των multimedia στη σκηνή θα οδηγηθεί δυναμικά προς την εποχή της ψηφιακής μετάλλαξης. 

Κατά μία γενιά νεότερος ο θίασος Forced Entertainment, από το  Sheffield της Μεγ. Βρετανίας, απαρτίζεται από καλλιτέχνες που αρχίζουν τους πειραματισμούς τους την ίδια εποχή κατά την οποία δραστηριοποιείται το Wooster Group. Κοινός παρονομαστής και για τις δύο ομάδες παραμένει μια θεώρηση του θεάτρου εντός ενός τεχνολογικά αναπτυσσόμενου κόσμου και σε συνθήκες καταλυτικής επίδρασης των media στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Ο κεντρικός σκηνοθέτης του  Tim Etchells δηλώνει εμφατικά ότι κάνει ένα θέατρο κατανοητό από ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει σε ένα σπίτι όπου η τηλεόραση είναι συνεχώς ανοιχτή. Βασική διαπίστωσή του, που ορίζει και τη δραματουργία του, είναι ότι τα media διαθέτουν τη δύναμη όχι μόνο να διαμορφώνουν συνειδήσεις, αλλά και να θέτουν σε αμφισβήτηση δομικά στοιχεία, όπως την αφηγηματική συνέχεια. Θεωρεί ότι η τηλεόραση, με τη χρήση του τηλεκοντρόλ,  συνιστά, επί της ουσίας, ένα είδος αδιάκοπου μοντάζ που συντίθεται από μυθοπλαστικές κατασκευές και από στατικές κατασκευασμένες πραγματικότητες, στις οποίες ο θεατής ανατρέχει τόσο μέσω του ζάπινγκ όσο και μέσω της διασταύρωσης των τηλεοπτικών εικόνων με τις εικόνες από τη δική του ζωή. Επιδίωξη του  Etchells  είναι η δημιουργία ενός θεάτρου που λαμβάνει σοβαρά υπόψη την έκρηξη της τεχνολογίας, η οποία έχει συμβάλει δραστικά στην επαναδιατύπωση της έννοιας του σώματος, στην αλλαγή του τρόπου κατανόησης της έννοιας της αφήγησης και του χώρου, στη σχέση μας με τον πολιτισμό και στην εκ νέου θεώρηση και σύλληψη της λειτουργίας της παρουσίας

Στις σκηνικές δημιουργίες του -με πιο εμβληματικές τις παραγωγές «Speak Bitterniss» (1994) και «Quizoola!» (1996) – ο θίασος Forced Entertainment συγχωνεύει στοιχεία από το κυρίαρχο τηλεοπτικό λεξικό, όπως εξομολογήσεις από talk shows και κουίζ από τηλεπαιχνίδια, ανακαλώντας την ποπ κουλτούρα και τη μαζικής κατανάλωσης αισθητική των media σε όλο το εύρος και την ποικιλία της.

Η είδηση για την παρουσίαση του τελευταίου σκηνικού πονήματος του θιάσου Forced Enterainment με τίτλο «Signal to noise» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών έγινε ευχάριστα δεκτή. Χωρίς να απομακρύνεται από τις καταστατικές προθέσεις του ως προς το περιεχόμενο και τα σκηνικά εργαλεία του, αισθάνθηκε την ανάγκη να ανακινήσει και το ζήτημα της διαρκώς εξαπλούμενης χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, σε συνδυασμό με όλα εκείνα τα αναγνωρίσιμα υλικά που συγκροτούν το μιντιακό σύμπαν.  Ωστόσο, την ευχάριστη είδηση διαδέχτηκε η δυσάρεστη έκπληξη μιας σκηνικής κατάθεσης που έμοιαζε περισσότερο με συνονθύλευμα στοκ ιδεών και παλαιωμένων μοτίβων παρά με μια δυναμική προσαρμογή στο σύγχρονο πολυδαίδαλο σύστημα της μετάβασης προς το φάσμα της ΑΙ. Σε μια προσπάθεια να διερευνήσει την αναλογία της δύναμης του σήματος με τη δύναμη του ήχου η ομάδα δημιούργησε ένα σκηνικό γεγονός αρκούντως αμήχανο, μονοδιάστατο και ερμηνευτικά έκθετο. Το όλο εγχείρημα αποκρυσταλλώθηκε ως μια ατραξιόν μουσειακής αισθητικής από τα 70s και τα 80s, με κύριο όχημα επαναχρησιμοποιημένα soundscapes, προερχόμενα από την κοινή τηλεοπτική εμπειρία, και σε συνδυασμό με μια λογική χρονοκαθυστερήσεων και αναμηρυκασμών, ευθεία αναφορά στην ντερινταϊκή «διαφωρά» ως προς την αναβολή του νοήματος

Όλη αυτή η προβλεπόμενη και εν πολλοίς αναχρονιστική αντίληψη σχολιασμού του θεάτρου ως υποσυνόλου της μεγάλης εικόνας της μιντιακής πανσπερμίας φέρνει στο προσκήνιο και το γεγονός ότι ο Forced Entertainment βολεύεται μέσα στην ελευθερία που επιτάσσει η μεταμοντέρνα αισθητική και στις μεταθεατρικές τεχνικές, αφήνοντας, εντούτοις, αυτές τις επιλογές εκτός ενός δραστικού ερμηνευτικού μεταβολισμού. Φωτεινή εξαίρεση στην εν λόγω παραγωγή υπήρξε η καταφανώς πιο θεατρική, ζωντανή και λιγότερο τυποποιημένη παρουσία του ηθοποιού Seke Chimutengwende.

Photo Credit: Hugo Glendinning

Διαβάστε επίσης:

ΦΑΕ 2024: Signal to noise από τους Forced Entertainment στην Πειραιώς 260

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ