Με τον Σιμόν Μποκκανέγκρα ο Τζουζέππε Βέρντι έπλασε έναν από τους εντυπωσιακότερους ρόλους για φωνή βαρύτονου. Μέσα από το στόμα του ιστορικού δόγη της Γένοβας ο Βέρντι μπόρεσε να εκφράσει την πολιτική του σκέψη και τα ιδανικά του για μια Ιταλία ενωμένη, μακριά από αδελφοκτόνους πολέμους.
Ο Σιμόν Μποκκανέγκρα ανέβηκε για πρώτη φορά στον Φοίνικα της Βενετίας στις 12 Μαρτίου 1857. Περίπου ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, στις 24 Μαρτίου 1881, ο Βέρντι παρουσίασε αναθεωρημένη εκδοχή της όπερας στη Σκάλα του Μιλάνου, προσθέτοντας ορισμένες αριστουργηματικές σκηνές, βασισμένες σε επιστολές του Πετράρχη, μία απευθυνόμενη στο ιστορικό πρόσωπο, τον δόγη της Γένοβας Σιμόνε Μποκκανέγκρα και μία στον τότε δόγη της Βενετίας. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το έργο συμπεριλήφθηκε στις 19 Απριλίου 1963. Σήμερα πλέον ο Σιμόν Μποκκανέγκρα συγκαταλέγεται στις δημοφιλέστερες όπερες του συνθέτη.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Γένοβα του 14ου αιώνα και αφορά την άνοδο στην εξουσία και τη δολοφονία ενός ιστορικού προσώπου, του κουρσάρου Σιμόν Μποκκανέγκρα. Παράλληλα προς την πολιτική ιστορία εκτυλίσσεται αυτή της χαμένης κόρης του Μποκκανέγκρα, η οποία δίνει αφορμή για πολιτικές συγκρούσεις.
Στην εντυπωσιακή παραγωγή της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο της συνεργασίας της ΕΛΣ με το Κόβεντ Γκάρντεν, ο διακεκριμένος σκηνοθέτης της όπερας Ελάιτζα Μοσίνσκυ επιχειρεί μια ιστορική σκηνοθεσία που εμπνέεται από την τέχνη και την αρχιτεκτονική της Αναγέννησης. Το λάιτ μοτίφ της σκηνοθεσίας του είναι οι εικόνες της θάλασσας, οι οποίες επανέρχονται διαρκώς, ως μια αναφορά στη θνητότητα. Για το ανέβασμα της παραγωγής το 2013 στο Λονδίνο, οι Times έγραψαν ότι «αποτελεί τον καλύτερο φόρο τιμής για την επέτειο των 200 ετών από τη γέννηση του Βέρντι». Η παραγωγή παρουσιάστηκε ξανά στο Λονδίνο το φθινόπωρο του 2018, αποσπώντας θετικότατα σχόλια. «Εκπληκτική παραγωγή» την χαρακτήρισε ο Guardian, ενώ η Telegraph έγραψε ότι είναι μια παραγωγή «που θα σύστηνε θερμά στο παραδοσιακό κοινό της όπερας».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Μοσίνσκυ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες παγκοσμίως, με μια σημαντική, τριακονταετή πορεία στο θέατρο και την όπερα. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει έργα των Μότσαρτ, Τσαϊκόφσκι, Βάγκνερ, Στράους κ.ά. Έχει κερδίσει τρεις φορές το βραβείο Λώρενς Ολίβιε καλύτερης όπερας, για τις παραστάσεις του Λόενγκριν, Στιφέλιο και Η ζωή ενός ακόλαστου. Έχει συστηματικά συνεργαστεί με τις πλέον φημισμένες όπερες του κόσμου, όπως η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, η Όπερα του Σύδνεϋ, το Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης κ.ά.
Η παραγωγή Σιμόν Μποκκανέγκρα πραγματοποιείται σε συνεργασία με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Royal Opera House). Πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βασιλική Όπερα, Λονδίνο, στις 12 Νοεμβρίου 1991.
Διευθύνει η καταξιωμένη αρχιμουσικός και καλλιτεχνική διευθύντρια της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης Ζωή Τσόκανου και ο ανερχόμενος μαέστρος Στάθης Σούλης. Τον ομώνυμο ρόλο θα ερμηνεύσουν δύο διεθνώς καταξιωμένοι Έλληνες βαρύτονοι, οι Δημήτρης Πλατανιάς και Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ενώ το καστ συμπληρώνουν διακεκριμένοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί όπως οι Τσέλια Κοστέα, Χριστόφορος Σταμπόγλης, Ραμόν Βάργκας, Άννα Στυλιανάκη, Πέτρος Μαγουλάς, Δημήτρης Πακσόγλου κ.ά.
Ελάιτζα Μοσίνσκυ: Μια ολόκληρη ζωή κρίσης
Αυτή η μορφή της όπερας Σιμόν Μποκκανέγκρα (1881) του Βέρντι είναι μια αναθεωρημένη εκδοχή του ομότιτλου έργου που γράφτηκε το 1857. Τα τριάντα χρόνια που χωρίζουν τις δύο εκδοχές είναι σημαντικά όχι μόνο για το προσωπικό ύφος του Βέρντι αλλά και για τις πολιτικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις στον πολιτισμό της Ιταλίας.
Πιο σημαντικό είναι ότι το είδος της όπερας είχε περάσει από το μελόδραμα σε μια πιο περίπλοκη μορφή μουσικού δράματος. Η ίδια η Ιταλία είχε βιώσει μια εθνική επανάσταση και στο περιβάλλον των ποιητών του Μιλάνου της δεκαετίας του 1880 κυριαρχούσε μια νέα ευαισθησία που προτιμούσε τον συμβολισμό, τον υπαινιγμό, την επιτηδευμένη ασάφεια.
Είναι σχεδόν αδύνατο να αφηγηθεί κανείς πλήρως την υπόθεση της όπερας. Αυτό ήταν σκόπιμο από την πλευρά του Μπόιτο και του Βέρντι. Το 1881 ο Μποκκανέγκρα εκφράζει μια νέα σύνθεση στο δημιουργικό έργο του Βέρντι, παρότι οι τεχνικές της πλοκής βασίζονται ακόμα στους μηχανισμούς του μελοδράματος. Ακόμα συναντάμε στιλέτα, δηλητήρια, κατάρες και συμπτώσεις, αλλά όλα αυτά έχουν τελειοποιηθεί, ώστε να εκφράζουν την ώριμη οπτική του Βέρντι σχετικά με τη μοίρα των ανθρώπων. Είναι ουσιαστικά ένα στοχαστικό και φιλοσοφικό έργο. Ο Σιμόν Μποκκανέγκρα είναι μια λυρική τραγωδία. Ο Βέρντι δημιουργεί μια αίσθηση δραματικής αλήθειας και ρεαλισμού, αλλά είναι ένας ρεαλισμός από τον οποίο απουσιάζουν οι ασήμαντες λεπτομέρειες. Ο Βέρντι είχε ως στόχο μια ολοκληρωτική σύλληψη των ανθρώπινων όντων και των καταστάσεων.
Οι χαρακτήρες του μοιάζουν περισσότερο με αρχέτυπα παρά με προσωπογραφίες. Κυριαρχούνται από την απόλυτη επιταγή του πάθους. Και καθώς αυτές οι παθιασμένες δυνάμεις έρχονται αντιμέτωπες η μία με την άλλη, παράγουν μια αλυσίδα δράσεων και αντιδράσεων που μεταμορφώνουν αυτά τα πάθη σε πεπρωμένα. Στην τραγική δράση αυτής της όπερας διαπλέκονται πολλά προσωπικά και πολιτικά θέματα. Το κυνήγι της εξουσίας από τον Πάολο, η επιδίωξη της εκδίκησης από τον Φιέσκο, η αναζήτηση του Μποκκανέγκρα για την από καιρό χαμένη κόρη του.
Σε αυτή την παραγωγή προσπάθησα να αφαιρέσω κάθε λεπτομέρεια η οποία θα μπορούσε να εμποδίσει την έκθεση της τραγικής πλοκής. Η δράση πρέπει να εκφράζει μια αναπότρεπτη ώθηση προς τα εμπρός… μια δύναμη του πεπρωμένου. Έχει ανάγκη από στιγμές γαλήνης και ευγένειας. Η μουσική γλώσσα είναι ποιητική και σύνθετη και υπαινίσσεται τη διαρκή ροή της ζωής. Η παραγωγή εκτυλίσσεται σε ένα πολύ απλό σκηνικό. Δεν είναι ο γοτθικός κόσμος του ιστορικού Μποκκανέγκρα αλλά ο νεοπλατωνικός κόσμος της ύστερης Αναγέννησης. Ενοποιεί τη δράση με μια σχεδόν αριστοτελική αίσθηση τάξης.
Όπως στον Αριστοτέλη, η πλοκή του Βέρντι εξαρτάται από δύο κρίσιμες ανακαλύψεις, την εύρεση της κόρης του Μποκκανέγκρα και την ανακάλυψη του Αντόρνο ότι η Αμέλια είναι κόρη του Μποκκανέγκρα. Η τραγωδία έγκειται στην αδυναμία να εναρμονιστούν επί σκηνής οι αντίρροπες δυνάμεις που δρουν στην προσωπική και την πολιτική ζωή. Πρέπει να έχει κανείς την αίσθηση ότι έχει υπάρξει μάρτυρας μιας ολόκληρης ζωής σε κρίση η οποία βιώθηκε μέσα από τη δράση. Υπάρχει απαισιοδοξία σχετικά με τη δυνατότητα να επιτευχθεί τάξη στην πολιτεία και εκτίθεται η ιδέα του αμιγούς κακού στην ανθρωπότητα, το οποίο εμποδίζει την αρμονία. Ωστόσο, παραδόξως, πιο συγκινητικό απ’ όλα είναι το ντουέτο ανάμεσα στον Φιέσκο και στον Μποκκανέγκρα, όταν η ιδέα της συμφιλίωσης φανερώνεται φευγαλέα ως πιθανότητα.
Σύνοψη του πρωτοτύπου
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ
Στις αρχές του 14ου αιώνα η πόλη-κράτος της Γένοβας διοικείται από τους αντιπροσώπους δύο έντονα αντιμαχόμενων ομάδων, των πατρικίων και των πληβείων. Ο Φιέσκο ανήκει στους πατρικίους, ο Πάολο στους πληβείους. Ο Σιμόν Μποκκανέγκρα, διάσημος κουρσάρος που έχει ηγηθεί πολλών επιδρομών ενάντια σε εχθρούς της Γένοβας, έχει ερωτευτεί τη Μαρία, κόρη του Φιέσκο. Παρότι και αυτή τον αγαπά και έχει γεννήσει την κόρη του, ο πατέρας της απαγορεύει να παντρευτεί κάποιον κατώτερό της. Την έχει φυλακίσει στο ανάκτορό του, ενώ ο Μποκκανέγκρα έχει εμπιστευτεί το παιδί σε μια τροφό έξω από τα όρια της πόλης. Ο Πάολο σκοπεύει να εκμεταλλευτεί τον έρωτα του Μποκκανέγκρα για τη Μαρία προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος δύναμη, πείθοντας τον Σιμόν να θέσει υποψηφιότητα ως δόγης. Κανένας δεν θα αρνιόταν την εκλογή ενός ήρωα και πατριώτη, ενώ ούτε ο περήφανος Φιέσκο θα μπορούσε να του αρνηθεί την κόρη του. Ταυτόχρονα, ο Μποκκανέγκρα θα όφειλε την εξουσία του στον Πάολο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τη μοιραία νύχτα της εκλογής δόγη ο Πάολο και ο Πιέτρο, ένας ακόμη πληβείος σύμβουλος, συζητούν το σχέδιό τους να εκλέξουν τον Μποκκανέγκρα. Ο Πιέτρο συγκεντρώνει τον λαό, υποδαυλίζει το μίσος του για τους πατρικίους, περιγράφοντας τον απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο ο Φιέσκο μεταχειρίζεται την κόρη του, και κερδίζει την υποστήριξή του υπέρ του Μποκκανέγκρα. Ο Σιμόν, που δεν γνωρίζει γιατί έχει προσκληθεί στη Γένοβα, δέχεται να γίνει υποψήφιος με σκοπό να κερδίσει την αγαπημένη του.
Ωστόσο, η Μαρία, στερημένη από τον αγαπημένο και από το παιδί της, έχει μόλις πεθάνει. Ο Φιέσκο ορκίζεται να εκδικηθεί τον άνθρωπο που ατίμασε την οικογένειά του και του στέρησε το παιδί του. Ο Μποκκανέγκρα τον συναντά έξω από το ανάκτορό του και ζητά συγχώρεση και συμφιλίωση. Ο Φιέσκο τον διώχνει και εξηγεί ότι αρνείται να τον ακούσει ώσπου να του παραδώσει την εγγονή του. Όμως, ο Μποκκανέγκρα δεν μπορεί να το κάνει αυτό, επειδή την τελευταία φορά που το επισκέφτηκε ανακάλυψε ότι η τροφός είχε πεθάνει και το κοριτσάκι δεν ήταν εκεί. Οι δύο άντρες χωρίζουν εχθρικά. Τη στιγμή που ο Μποκκανέγκρα ανακαλύπτει το άψυχο σώμα της Μαρίας, ακούει φωνές χαράς. Εξελέγη δόγης, ωστόσο η γυναίκα την οποία ήλπιζε να κερδίσει χάρη στο αξίωμά του δεν ήταν πλέον στη ζωή.
A΄ ΠΡΑΞΗ
Σκηνή 1η Είκοσι πέντε χρόνια μετά, κοντά στο μέγαρο των Γκριμάλντι, στις ακτές έξω από τη Γένοβα. Η κόρη του Μποκκανέγκρα και της Μαρίας έχει ανατραφεί ως Αμέλια Γκριμάλντι, κληρονόμος μιας από τις πιο εύπορες οικογένειες της Γένοβας. Όταν πέθανε η τροφός της, την ανέλαβαν καλόγριες. Τη μέρα που την πήραν είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι της δικής της ηλικίας, η Αμέλια, του οποίου είχαν την ευθύνη. Χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική ταυτότητα της άγνωστης μικρής, η οικογένεια Γκριμάλντι αποφάσισε να την υιοθετήσει, παριστάνοντας ότι πρόκειται για την κόρη τους. Με τον τρόπο αυτό θα μειώνονταν οι πιθανότητες να περιέλθει η τεράστια περιουσία τους στα χέρια του Μποκκανέγκρα, που είχε ήδη εξορίσει τα αδέλφια της Αμέλιας και θα αξίωνε την κληρονομιά ως ποινή.
Μόνος προστάτης της Αμέλιας και της περιουσίας της ήταν πλέον ο μυστηριώδης Αντρέα, που την ανέλαβε αφότου αυτή άφησε το μοναστήρι και ενόσω οι συγγενείς της ήταν εξόριστοι. Στην πραγματικότητα, ο Αντρέα είναι ο Φιέσκο, που μετά τον θάνατο της κόρης του Μαρίας άφησε τη Γένοβα και επί δύο χρόνια, έχοντας υιοθετήσει ψεύτικη ταυτότητα, συνωμοτεί με άλλους ευγενείς με στόχο την ανατροπή του δόγη.
Την αυγή η Αμέλια περιμένει τον αγαπημένο της Γκαμπριέλε Αντόρνο, νεαρό αριστοκράτη του οποίου τον πατέρα έχει σκοτώσει ο Μποκκανέγκρα. Καθώς αργεί, εκείνη τον κατηγορεί ότι μαζί με τον Αντρέα, τον Λορέντσο και άλλους Γουέλφους συνωμοτεί εναντίον του Μποκκανέγκρα. Τον προειδοποιεί ότι η ίδια βρίσκεται υπό συνεχή παρακολούθηση από άντρες του δόγη και ότι είναι πιθανόν να υποχρεωθεί να παντρευτεί τον Πάολο, τον έμπιστό του. Καθώς αναγγέλλεται απροσδόκητα η επίσκεψη του δόγη, η Αμέλια παροτρύνει τον Γκαμπριέλε να ζητήσει άμεσα την άδεια του Αντρέα / Φιέσκο να τη νυμφευτεί. Εκείνος δίνει την ευχή του, αλλά εξηγεί στον Γκαμπριέλε ότι η Αμέλια δεν είναι αυτή που νομίζει, όπως επίσης ότι κανένας δεν γνωρίζει την πραγματική της ταυτότητα. Τα αισθήματα του Γκαμπριέλε δεν επηρεάζονται από τις αποκαλύψεις.
Φτάνει ο δόγης, που εκπλήσσει την Αμέλια καθώς απονέμει χάρη στα αδέλφια της και δείχνει να ενδιαφέρεται για το καλό της. Εκείνη του εξομολογείται ότι δεν επιθυμεί να παντρευτεί τον Πάολο και ότι στην πραγματικότητα έχει υιοθετηθεί από τους Γκριμάλντι. Καθώς του αφηγείται όσα θυμάται από το παρελθόν της, εκείνος συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για την κόρη του, που πίστευε ότι έχει χαθεί. Αγκαλιάζονται γεμάτοι χαρά. Φεύγοντας, ο δόγης ανακοινώνει στον Πάολο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τη νυμφευτεί. Εξαγριωμένος, ο Πάολο οργανώνει την απαγωγή της Αμέλιας το ίδιο βράδυ και τη μεταφορά της στην οικία του Λορέντσο, τον οποίο μπορεί να εκβιάσει καθώς γνωρίζει την ανάμειξή του σε σχέδια προδοσίας.
Σκηνή 2η Αίθουσα του Συμβουλίου στο ανάκτορο του δόγη. Οι φατρίες πληβείων και πατρικίων στο Συμβούλιο είναι ανήσυχες. Ο δόγης απευθύνεται σε όλους, υπεραμυνόμενος μιας ενωμένης Ιταλίας και παροτρύνοντάς τους να ακούσουν το κάλεσμα του διορατικού, ιδεαλιστή Ιταλού ποιητή Πετράρχη και να παύσουν τις εχθροπραξίες με τη Βενετία. Καθώς ο Πάολο αρχίζει ειρωνικά να αντιτίθεται στην πολιτική αυτή, ακούγονται φωνές από ταραχές. Ο Μποκκανέγκρα διακρίνει τον Γκαμπριέλε και άλλους ευγενείς, που μάχονται με το πλήθος. Στέλνει αγγελιαφόρο να ζητήσει ειρήνη στο όνομά του και θαρραλέα ανοίγει τις πόρτες του ανακτόρου. Η έκκλησή του επιτυγχάνει και το πλήθος μπαίνει στο παλάτι κυνηγώντας τον Γκαμπριέλε. Αυτός ομολογεί ότι σκότωσε τον Λορέντσο επειδή απήγαγε την Αμέλια για λογαριασμό «κάποιου με εξουσία». Κατηγορεί τον δόγη ότι κρύβεται πίσω από την απαγωγή και του επιτίθεται.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Αμέλια, που υπερασπίζεται τον δόγη. Περιγράφει πώς την απήγαγαν, πώς βρέθηκε στην οικία του Λορέντσο και πώς τον απείλησε, μιλώντας του για την οργή του δόγη αν δεν την απελευθέρωνε. Ωστόσο, διστάζει να αποκαλύψει το όνομα εκείνου που οργάνωσε την απαγωγή. Ξεσπά και πάλι ταραχή. Ο Μποκκανέγκρα για μια ακόμη φορά, με το κύρος που διαθέτει, ζητά ειρήνη. Αποφασίζει να κρατήσει τον Γκαμπριέλε φυλακισμένο για μία νύχτα και αναθέτει στον Πάολο, του οποίου γνωρίζει την ενοχή, να βρει τον υπαίτιο. Ξεστομίζει τρομερή κατάρα για τον ένοχο και υποχρεώνει όλους, συμπεριλαμβανομένου του τρομοκρατημένου Πάολο, να την επαναλάβουν.
Β΄ ΠΡΑΞΗ
Δωμάτιο στο ανάκτορο του δόγη. Ο Πάολο συνειδητοποιεί ότι είναι θέμα χρόνου ώσπου να αποκαλυφθεί η ενοχή του. Αποφασίζει να εκδικηθεί τον αγνώμονα δόγη, ρίχνοντας δηλητήριο στο νερό του. Ο Πάολο έχει αναγνωρίσει ότι ο Αντρέα δεν είναι άλλος από τον Φιέσκο και τον έχει συλλάβει επί προδοσία. Ζητά να οδηγηθεί μπροστά του μαζί με τον Γκαμπριέλε και του προσφέρει την ευκαιρία να δολοφονήσει τον Μποκκανέγκρα ενώ κοιμάται. Ο υπερήφανος Φιέσκο αρνείται.
Τότε ο Πάολο λέει στον Γκαμπριέλε ότι η Αμέλια έχει οδηγηθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του δόγη, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Επιπλέον, τον διαβεβαιώνει πως, αν δεν ακολουθήσει τις οδηγίες του, δεν θα φύγει από το ανάκτορο ζωντανός. Ο Γκαμπριέλε αμφιβάλλει έντονα για την πίστη της Αμέλιας. Εκείνη εκπλήσσεται που τον βλέπει εκεί, αλλά δεν μπορεί να τον διαβεβαιώσει για τα αισθήματά της χωρίς να του αποκαλύψει ότι ο Μποκκανέγκρα είναι πατέρας της, και αυτό διστάζει να το κάνει. Ο Γκαμπριέλε φοβάται τα χειρότερα και αποφασίζει να δολοφονήσει τον δόγη. Η Αμέλια λέει στον πατέρα της ότι είναι ερωτευμένη με τον Γκαμπριέλε, τον εχθρό του, και ότι είναι έτοιμη να πεθάνει γι’ αυτόν. Απρόθυμα, ο Μποκκανέγκρα δέχεται να τον συγχωρήσει, παρότι έχει συνωμοτήσει με τους Γουέλφους εναντίον του.
Όταν φεύγει η Αμέλια, ο δόγης πίνει από το δηλητηριασμένο νερό. Ο Γκαμπριέλε, που έχει κρυφτεί στο δωμάτιο, διστάζει ανεξήγητα να φονεύσει τον δόγη. Η Αμέλια επιστρέφει και προλαβαίνει το κακό, αλλά ο διαπληκτισμός του ζευγαριού ξυπνά τον Μποκκανέγκρα. Το μυστήριο λύνεται όταν ο ίδιος εξηγεί ότι είναι πατέρας της Αμέλιας. Ο Γκαμπριέλε, έκπληκτος και σαστισμένος, προσφέρει στον δόγη πρώτα τη ζωή και στη συνέχεια την αφοσίωσή του. Ο δόγης του δίνει την ευκαιρία να την αποδείξει, ζητώντας του να καταστείλει την εξέγερση που έχει προκαλέσει η συνωμοσία των Γουέλφων. Αν το καταφέρει, θα νυμφευτεί την Αμέλια.
Γ΄ ΠΡΑΞΗ
Αίθουσα στο ανάκτορο του δόγη. Ο Γκαμπριέλε κατέπνιξε την επανάσταση των Γουέλφων και είναι ελεύθερος να παντρευτεί την Αμέλια. Ο Πάολο έχει καταδικαστεί σε θάνατο επειδή συμμάχησε με τους επαναστάτες εναντίον του δόγη. Μεγαλόψυχα, ο δόγης αμνηστεύει όσους υποστήριξαν τους Γουέλφους, κι έτσι ο Φιέσκο ελευθερώνεται. Ο Πάολο του λέει ότι οδεύει ευτυχής προς τον θάνατο, γνωρίζοντας ότι και του δηλητηριασμένου δόγη ο θάνατος δεν αργεί. Ο Φιέσκο συναντά τον παλιό εχθρό του. Όταν συνειδητοποιεί ποιον έχει μπροστά του, ο Μποκκανέγκρα, γεμάτος χαρά, του αναγγέλλει ότι μπορεί πια να του επιστρέψει την εγγονή του. Ο Φιέσκο κατατρώγεται από τύψεις. Ο Γκαμπριέλε και η Αμέλια επιστρέφουν από τη γαμήλια τελετή και βρίσκουν τον πατέρα και τον παππού της συμφιλιωμένους. Καθώς εκπνέει, ο Μποκκανέγκρα ονομάζει τον Γκαμπριέλε διάδοχό του στην προάσπιση της ειρήνης και της ενότητας.
Συντελεστές
Μουσική διεύθυνση Ζωή Τσόκανου (19, 20, 22, 26/1) – Στάθης Σούλης (23, 25/1)
Σκηνοθεσία Ελάιτζα Μοσίνσκυ
Αναβίωση σκηνοθεσίας: Ρόρυ Φαζάν
Σκηνικά: Μάικλ Γήργκαν
Κοστούμια: Πήτερ Τζ. Χωλ
Φωτισμοί: Τζων Χάρρισον
Επιμέλεια φωτισμών: Μάθιου Μάλμπερρυ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Κινησιολόγος ξιφομαχιών: Φίλιπ ντ’ Ορλεάν
Διανομή
Σιμόν Μποκκανέγκρα:
Δημήτρης Πλατανιάς (19, 22, 25/1)
Τάσης Χριστογιαννόπουλος (20, 23, 26/1)
Μαρία Μποκκανέγκρα (Αμέλια):
Τσέλια Κοστέα (19, 22, 25/1)
Άννα Στυλιανάκη (20, 23, 26/1)
Γιάκοπο Φιέσκο:
Χριστόφορος Σταμπόγλης (19, 22, 25/1)
Πέτρος Μαγουλάς (20, 23, 26/1)
Γκαμπριέλε Αντόρνο:
Ραμόν Βάργκας (19, 20, 26/1)
Δημήτρης Πακσόγλου (22, 23, 25/1)
Πάολο Αλμπιάνι:
Γιάννης Σελητσανιώτης (19, 22, 25/1)
Κύρος Πατσαλίδης (20, 23, 26/1)
Πιέτρο:
Διονύσης Τσαντίνης (19, 22, 25/1)
Αλέξανδρος Λούτας (20, 23, 26/1)
Λοχαγός των τοξοβόλων:
Γιάννης Καλύβας (19, 22, 25/1)
Διονύσης Μελογιαννίδης (20, 23, 26/1)
Ακόλουθος της Αμέλιας:
Βασιλική Πετρόγιαννη (19, 22, 25/1)
Αναστασία Κότσαλη (20, 23, 26/1)
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ