Τον παρακολουθούσε αμίλητη για ώρα. Μόνο τα δόντια της έτριζε πού και πού. Εκείνος δρούσε λες και δεν ήταν παρούσα. Πρώτα, είχε αποσώσει τον καφέ του μες σε έξι γουλιές. Έπειτα, είχε αφιερώσει ένα ζευγάρι χνότα στους φακούς των χοντρών μυωπικών γυαλιών του, και στη συνέχεια τους είχε καθαρίσει επισταμένως με το μαντήλι του. Το γεγονός όμως, ότι είχε λουφάξει απροκάλυπτα πίσω από το παρθενικό τεύχος των «Μοντέρνων Καιρών», του ίδιου που έφερε ειδική αφιέρωση στη μισητή Ντολόρες, ήταν το κερασάκι στην τούρτα της πρωτοφανούς γυναικείας ανασφάλειάς της. «Την αγαπάς, διάβολε; Θέλω να ξέρω.» Τα λόγια της τον ανάγκασαν να κλείσει το περιοδικό και να το αφήσει κατά μέρος. «Αχ, Κάστορα! Μικρέ μου, παραπονιάρη Κάστορα! Δε μοιάζουν οι αγάπες μεταξύ τους. Μονάχα οι σεξουαλικοί πόθοι. Ποτέ δεν θα την αγαπήσω όσο αγαπώ εσένα. Αλλά αρνούμαι να ορκιστώ πως την ποθώ περισσότερο ή λιγότερο από σένα τη δεδομένη στιγμή.»
Όποιος πέρασε από το Ντε Μαγκό εκείνο το κρύο μεσημέρι που τα κορμιά συνέρρεαν βιαστικά κάτω από ομπρέλες κι υπόστεγα για να προφυλαχτούν από την απρόσμενη βροχή του Μάρτη, είδε συγκεκριμένα πράγματα: τον Ζαν Πωλ Σαρτρ να εξηγείται, και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ να παρεξηγείται. Το φιλί του στο μέτωπό της θύμιζε ταινία χωρίς υπότιτλους. Τα νύχια της που άφηναν διαδοχικές θιγμένες αμυχές πάνω στο ξύλινο τραπέζι, θα μας θυμίζουν πάντοτε πως ακόμα κι οι φεμινίστριες ενίοτε έχουν έναν κηρυγμένο εχθρό γένους θηλυκού. Όχι, δεν πρόκειται για τις φαλλοκρατικές κοινωνίες, αν βιάζεστε να λυθεί το μυστήριο. Ο εχθρός έχει όψη κι άρωμα γυναίκας, κι είναι με μαθηματική ακρίβεια ο παράλληλος δεσμός του εραστή τους.
Είχαν τρία χρόνια διαφορά. Εκείνος γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1905 και αυτή στις 9 Ιανουαρίου 1908. Ο μικρός Πουλού, όπως άρεσε στη μητέρα του Σαρτρ να τον αποκαλεί χαϊδευτικά, έμεινε ορφανός από πατέρα λίγο μετά τη γέννησή του, καθώς ο γενναίος στρατιωτικός και γεννήτοράς του έχασε τη μάχη από τη μάστιγα του κίτρινου πυρετού. Ο Πουλού αρχικά μεγάλωνε με τη μητέρα και τους παππούδες του, κι ήταν ένα χαρισματικό αγοράκι με ξανθές μπουκλίτσες κι ένα τετραπέρατο μυαλό που επινοούσε μετά περισσής ανέσεως τις πρώτες του λογοτεχνικές αφηγήσεις στο χαρτί. Το παιδί τούς εντυπωσίαζε όλους με την οξυδέρκεια και την προσήλωση στις υψηλές συγγραφικές του βλέψεις, μα έμελλε να τους εντυπωσιάσει και με την ασχήμια του προσώπου του αμέσως μετά το κούρεμα των πυκνών ξανθών μαλλιών του. Είχε πάει στον κουρέα με τον παππού του που δεν άντεχε να βλέπει τον εγγονό του με ατιμέλητη κόμη που παρέπεμπε σε εγγονή. Την πρώτη έκπληξη τη βίωσε εκείνος σαν τού παρουσίασε ο κουρέας το παιδί κουρεμένο. Τη δεύτερη τη βίωσαν μάνα και γιαγιά που τρόμαξαν να το αναγνωρίσουν. Αλήθεια, ο μικρός Πουλού ήταν απίστευτα άσχημος για πάνω από έξι χρόνια, αλλά τώρα γινόταν αντιληπτή η ασχήμια του. Τώρα φαίνονταν ξεκάθαρα το οστεώδες πρόσωπο, τα στραβά δόντια και τα ιδιαιτέρως αλλήθωρα μάτια. Η μέρα που κουρεύτηκε ο Πουλού ήταν αυτή που έχασε όλους του τους φίλους και κλείστηκε στον εαυτό του. Η μέρα που η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, ήταν αυτή που ξεκίνησε να μοιράζεται με έναν άγνωστο την αγάπη της. Αφοσιωμένο στις λογοτεχνικές του αναζητήσεις, παρηγορούμενο από αυτές, το άσχημο αγόρι δεν έγινε ποτέ όμορφο. Είχε δικό του άστρο όμως. Δεν άργησε να διαπρέψει στα μαθήματά του και να γίνει δεκτός στο École Normale Supérieure, όπου και συνάντησε την αιώνια αγαπημένη του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Σιμόν μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον όπου ο πατέρας είχε εξωσυζυγικές σχέσεις κι εξαιτίας τους σπαταλήθηκε η οικογενειακή περιουσία, έμαθε από νωρίς να βασίζεται στις δυνάμεις της. Η μητέρα της δεν συμφωνούσε που το κορίτσι απέρριπτε έναν μελλοντικό γάμο και αφοσιώθηκε στην λογοτεχνική του σταδιοδρομία. Όταν γνώρισε τον Σαρτρ, η κοπέλα σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε πουθενά αλλού στη γη να υπάρξει άλλο πιο βρώμικο και κακοφτιαγμένο αγόρι. Ένα αγόρι με τόσο γοητευτικό τρόπο σκέψης. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, ενώθηκαν και δεν χώρισαν ποτέ. Η ένωσή τους, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερη κι ως επί το πλείστον, ελεύθερη. Περιστασιακά πάθη και περιπέτειες λαγνείας πήγαιναν κι έρχονταν ανάμεσά τους. Άντρες και γυναίκες χαίρονταν την παρέα τους, αλλά είχαν πάντα περιορισμένο χρόνο ζωής στο ερωτικό τους σύμπαν. Μόνο μία φορά κινδύνευσε να γκρεμιστεί ο δεσμός τους. Κι αυτό εξαιτίας μιας Αμερικανίδας Ντολόρες που η Ιστορία δεν ενδιαφέρθηκε να συγκρατήσει επίθετο και λοιπά στοιχεία.
Το ζευγάρι που θα περνούσε περίπου 55 χρόνια κοινής πορείας, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Μέσα από πολεμικές, πολιτικές και κοινωνικές συρράξεις, έγραφαν και κατέγραφαν. Ο Σαρτρ έμελλε πρώτος να γευτεί την εκδοτική γλύκα με τη «Ναυτία» (1938). Η Μποβουάρ, είχε δρόμο διορθώσεων μπροστά της μέχρι να κάνει το συγγραφικό της όνειρο πραγματικότητα. Δε ζήλευε το σύντροφό της. Χαιρόταν με την απήχηση που σημείωναν τα έργα του, και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στην επιμέλεια των γραπτών τους. Με αντιστασιακές ιδέες, προβληματισμούς στο ατομικό και κοινωνικό συμφέρον, και τεράστια φήμη πια στις πλάτες του, ο υπαρξιστής Σαρτρ θα εκδόσει τις συλλογές διηγημάτων «Ο τοίχος» (1939) και «Οι δρόμοι της ελευθερίας» (1945 – 1949), του οποίου το ήμισυ θα δημοσιευθεί μετά το θάνατό του. Θα στραφεί επίσης, στο θέατρο με κύρια τα έργα: «Μύγες» (1943), «Είναι και το μηδέν», «Κεκλεισμένων των θυρών» (1944), «Νεκροί χωρίς τάφο» (1946), «Η πόρνη που σέβεται» (1946). Την ίδια στιγμή που υποστηρίζει θερμά τον Μαρξισμό και καταδικάζει με έντονη κριτική ματιά τον Σταλινισμό, ξεχωρίζει για τη διαύγεια του το δοκίμιό του «Τι είναι η Λογοτεχνία;» (1948). Πέντε χρόνια νωρίτερα, η Μποβουάρ με υπομονή και πείσμα είχε καταφέρει να εκδώσει την «Καλεσμένη», η οποία σημείωσε την επιτυχία που τής άξιζε, ενώ στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν ήδη ανοίξει οι δρόμοι για τη δεύτερη εκδοτική της ευδοκίμηση που όμως θα ξεσήκωνε κύματα αντιδράσεων. Το «Δεύτερο Φύλο» (1949), στηλίτευσε τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία κρατά τη γυναίκα στο σκοτάδι. Η Μποβουάρ έπεσε θύμα αρσενικών λύκων, μα δε φοβήθηκε λεπτό. Όχι όσο είχε τον Ζαν Πωλ στο πλευρό της. Θα έδινε αδιαπραγμάτευτους αγώνες και διαλέξεις για να αποκτήσει επιτελους μιλιά το γυναικείο στόμα κι ανεξαρτησία το θηλυκό κορμί. Αν έχασε για λίγο την ικμάδα της, ήταν επειδή ο Σαρτρ ταξίδευε τακτικά στην Αμερική. Εκεί συναντούσε τη Ντολόρες.
Μετά την ίδρυση του περιοδικού «Μοντέρνοι Καιροί» με τον Αλμπέρ Καμύ, ήρθε και η σθεναρή άρνησή του να παραλάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964, γιατί δεν πίστευε πως μια τέτοια διάκριση θα τον ωφελούσε κάπου. Έχοντας αφήσει τη Σιμόν να χαράζει τον φιλοσοφικό της δρόμο και να εξελίσσεται στη μητέρα του φεμινισμού, η αγάπη του για την Αμερική χτίστηκε πάνω στην καθολική συγγραφική αποδοχή του από τους Αμερικανούς, αλλά και από την έλξη του για μιαν άλλη γυναίκα. Περνούσε ολόκληρους μήνες μαζί της, ήταν δοτικός. Ήξερε να τη μαγεύει και να μαγεύεται. Το φάντασμά της τρομοκρατούσε την Σιμόν που τον περίμενε Χριστούγεννα σε ένα μουντό Παρίσι. Η Ντολόρες που δεν είχε την ευφυΐα της Σιμόν, κέρδιζε όλο και περισσότερο χώρο στη ζωή του Σαρτρ, με αποτέλεσμα η Γαλλίδα να ασφυκτιά μες στη θλίψη της. Όταν αυτός αφιέρωσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού στη Ντολόρες, η Σιμόν έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Κι όταν δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος την παρακάλεσε να τον γλιτώσει από την παρανοϊκή Ντολόρες που ήθελε να τον παντρευτεί, κέρδισε όλα τα καθυστερούμενα φιλιά του. Έφυγαν για ένα διάστημα από τη Γαλλία για να μην τον βρει πουθενά η Αμερικανίδα. Τι νόμιζε άραγε όταν αυτός θα άφηνε τη στερνή του πνοή στις 15 Απριλίου του 1980; Πως θα μπορούσε να διεκδικήσει μόνιμη θέση στην καρδιά του; Μονάχα η Σιμόν είχε το αναφαίρετο αυτό προνόμιο αλλά και το δικαίωμα να μοιραστεί μαζί του τον ίδιο τάφο στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στις 14 Απριλίου έξι χρόνια αργότερα. Αυτή υπήρξε η συνεργός του στην αγάπη, άλλωστε. Αυτή και καμία άλλη.