Η δημιουργία οικιακών χώρων ως κυτία, όπου μέσα τους πυκνώνονται η ανείπωτη ιστορία των έμφυλων σχέσεων, μαζί με τους πόθους, τα μυστικά και τα ψέματα μιας Μπονιουελικής μπουρζουαζίας, αλλά και την απώλεια της παιδικής αθωότητας, και όλα αυτά μαζί σε μία ‘προβολή’ σε έναν ενιαίο τοίχο, δημιουργούν την ατμόσφαιρα ενός νεο-γοτθικού wunderkammer που προκαλεί το θεατή για μία βογιεριστική επίσκεψη.
Cut-outs και κολάζ από πορτραίτα, σαν από παλιές καρτ ποστάλ, εμφανίζονται σε ανοίκειες συνθέσεις, μέσα στη βικτωριανή ατμόσφαιρα ενός Sickert ή ενός Whistler, όπου στοιχεία όπως ένα σφαχτό για μπαλόνι, ή ζευγάρια με καρδιές που αιμορραγούν μέσα σε τοπία που διασχίζουν κοράκια, κατασκευάζουν μία τόσο εύγλωττα σιωπηλή, αρχετυπική Ρομαντική μελαγχολία, την αίσθηση του stimmung, που μοιάζουν να λειτουργούν σαν portals πίσω στο χρόνο. Όταν ο θεατής της εποχής της πανδημίας έχει διαρκώς μπροστά του εικονικά περιβάλλοντα, τα αλλόκοτα χειροποίητα κουτιά-παράθυρα της Αντωνοπούλου, εξασκούν μία τόσο γητευτική επιβολή επάνω του, που τον ελκύουν να εισχωρήσει μέσα τους, να αφουγκραστεί τις ανάσες των πρωταγωνιστών τους, και να ξεφλουδίσει τις ψυχολογικές στιβάδες τους.
Απρόσωπες φιγούρες, πυκνές κώμες που κρύβουν τα πρόσωπα, σκιές που καραδοκούν, και μία περιρρέουσα απειλή στην ατμόσφαιρα, οι κατασκευές της Έλενας Αντωνοπούλου δημιουργούν ένα ψυχαναλυτικό σκοτεινό παραμύθι που συνδιαλέγεται με έναν αναπάντεχο τρόπο με τα επιτοίχια ασπρόμαυρα έργα του Δημήτρη Πετρολέκα που μοιάζουν να παρουσιάζουν την επόμενη μέρα της ολικής κατάρρευσης των ανθρώπινων σχέσεων.
Τα τοπιογραφικά αυτά παλίμψηστα ζωγραφικής και φωτογραφικής αναπαράστασης φέρουν τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα των στοπ καρέ σκηνών καταστροφής όπως οι εικόνες του Βερολίνου στο τέλος του πολέμου. Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι και θραυσματικές εικόνες του άναρχου πλέγματος μίας σύγχρονης κατακερματισμένης μητρόπολης, με τον τρόπο που πέφτει το φως και δημιουργεί ένα παζλ από φωτοσκιάσεις και άγριες γεωμετρίες.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μέσα από αυτήν την ανάγνωση, τα έργα του Πετρολέκα αναφέρονται στο καθημερινό Υψηλό μίας μεγαλούπολης που καταρρέει και αναδομείται μέσα στους καιρούς. Ο άνθρωπος στα έργα αυτά, αποτελεί μία μοναχική σιλουέτα που τα διασχίζει με υπαρξιακή στωικότητα. Ο άνθρωπος και το ίχνος που αφήνει πίσω του, σαν αστέρι που ενώ έχει σβήσει φωτίζει ακόμα, είναι το επίκεντρο και στις δύο πλούσιες νοημάτων οπτικές πραγματείες της διττής αυτής έκθεσης.