Ξεκίνησα να γράφω ένα κείμενο για την παρούσα στήλη με θέμα τα οικογενειακά hits του καλοκαιριού. Με μια καταγραφή δηλαδή των τραγουδιών που μας έμειναν από τις καλοκαιρινές διακοπές είτε επειδή τα ακούγαμε συχνά στο αυτοκίνητο, είτε μας έμειναν όταν τα ακούσαμε σε κάποιο καφέ, σε κάποια παραλία, είτε απλώς τα ακούσαμε από κάποιο σπίτι όπως περνούσαμε έξω από αυτό περαστικοί.
Η συγκομιδή τραγουδιών είχε ενδιαφέρον. Περιελάμβανε μεταξύ άλλων το “Come on Eileen” των Dexy’s Midnight Runners που μας υποδέχτηκε σε ένα beach bar που αποδείχτηκε ότι έπαιζε μόνο 80’s hits, το “Fire Down Below”του Bob Seger που μου κόλλησε για μέρες από τη στιγμή που το άκουσα σε ένα πολύ όμορφο bar – που όμοιο του δεν περιμένεις να βρεις σε ένα μικρό χωριό – το οποίο έπαιζε μόνο αμερικάνικα ραδιοφωνικά hits της δεκαετίας του ’70 και άλλα, αρκετά ετερόκλητα.
Άλλαξα γνώμη. Δεν έχει τόσο νόημα η λίστα των τραγουδιών αυτή καθ’εαυτή αλλά τα συμπεράσματα που βγάζει κανείς από το περιεχόμενο της.
Όποιο τραγούδι μας έμεινε και όποιο κουβαλήσαμε μαζί μας από τις διακοπές δεν ήταν καινούργιο. Δεν ήταν φετινό ή έστω περσινό. Και αυτό όχι γιατί δεν δίναμε σημασία στα καινούργια τραγούδια αλλά γιατί σχεδόν δεν τα άκουγες πουθενά. Βασικά αν εξαιρέσεις κάποια lounge – chill out κομμάτια πρόσφατης εσοδείας που πήραν τα αυτιά μας ως «χαλί» στα ανάλογα μαγαζιά και κάποια τελειωμένα νέο-λαικό-ποπ τραγούδια του τύπου «να λιώνω στα χείλη σου σαν παγωτό» (επίσης σαν «χαλί», μην φανταστείτε ότι έδινε σημασία κανείς ή ότι πολύ περισσότερο κουνούσε ρυθμικά το πόδι…) δεν ακούσαμε καν καινούργια τραγούδια!
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αυτό το soundtrack καλοκαιριού ήταν αδιανόητο στα φοιτητικά μου χρόνια αλλά και για αρκετά χρόνια αργότερα. Και είναι το σύνηθες εδώ και αρκετά χρόνια. Και αυτό γιατί η μουσική έχει χάσει την μαζική της απήχηση. Ναι μεν οι άνθρωποι ακούμε περισσότερη μουσική από ότι ίσως ακούγαμε ποτέ αλλά μέσα στην ανεξάντλητη πληθώρα των επιλογών και την όλο και ευκολότερη πρόσβαση, τα ακούσματα μας και οι επιλογές μας έχουν έναν όλο και πιο προσωπικό χαρακτήρα. Και ξέρετε σε αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι επαγγελματίες. Π.χ. Το όμορφο bar στο χωριό που ανέφερα παραπάνω έπαιζε αποκλειστικά αμερικάνικα ραδιοφωνικά hits της δεκαετίας του ’70 όχι από τύχη. Αλλά από επιλογή του ιδιοκτήτη του. Ο οποίος όταν ήρθε η ώρα να επιλέξει την μουσική που θα ήθελε να ακούγεται στο μαγαζί του έκανε μια προσωπική επιλογή. Διάλεξε αυτά που του άρεσε να ακούει σπίτι του όταν έπινε το ποτό του.
Θα μου πεις; Είναι κακό αυτό; Θα σου πω ότι δεν το μεταφέρω ως κακό ή καλό. Απλώς το καταγράφω .
Είναι ίσως πιο σημαντικό από ότι νομίζει κανείς. Η μαζικότητα είναι μία από τις (πολλές) κοινωνικές λειτουργίες της μουσικής από αρχαιοτάτων χρόνων. Πάντοτε υπήρχε η κοινωνική ανάγκη κάποιες από τις μουσικές να έχουν μαζική απήχηση ώστε να αποτελούν κοινό σημείο αναφοράς για τον κοινωνικό ιστό, να απευθύνονται στο θυμικό (ή να το ξυπνούν), να αποτελούν κοινώς αποδεκτή επιλογή για κομβικές χρήσεις της μουσικής κλπ κλπ. Καλώς ή κακώς αυτό έχει χαθεί.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτού είναι στις καθημερινές του στιγμές να επιλέγει κανείς να ακούσει κάτι οικείο. Προσωπικά όταν δουλεύω (π.χ. ένα κείμενο σαν αυτό) επιθυμώ να ακούω κάτι οικείο. Όταν κάνω το χοντρό συγύρισμα στο γραφείο ή στο σπίτι έχω την ανάγκη να ακούω κάτι οικείο. Αρκετές φορές που έχω βάλει να ακούσω κάτι καινούργιο σε περιστάσεις όπως οι παραπάνω διαπιστώνω αργότερα ότι το έχω αδικήσει. Αν ποτέ βέβαια του δώσω δεύτερη ευκαιρία…
Θα μου πεις… Βάλε να ακούσεις κάτι καινούργιο χωρίς να κάνεις κάτι άλλο ταυτόχρονα. Δώσε του χρόνο. Θα σου πω… ναι βέβαια, φυσικά. Αυτό κάνω. Αλλά για πόσες ακριβώς από τις νέες κυκλοφορίες μπορεί να το κάνει κανείς αυτό; Για δύο την εβδομάδα; Και μήπως μόλις ανέφερα υπερβολικά πολλές; Και πόσες από αυτές θα είναι από καινούργιους καλλιτέχνες; Ή από καλλιτέχνες που δεν έχεις ξανακούσει μουσική τους; Και έστω ότι καθόμαστε όλοι μας και το κάνουμε αυτό. Πως θα προκύψει το καινούργιο τραγούδι (δεν σου λέω καν καλλιτέχνης) μαζικής απήχησης μέσα από αυτήν την διαδικασία; Μέσα από την ανεξάντλητη πληθώρα των επιλογών του κάθε ενός από εμάς ξεχωριστά και το προσωπικό φίλτρο / γούστο του καθενός, πώς θα προκύψουν (μέσα από μια τέτοια διαδικασία), οι συλλογικές επιλογές που θα οδηγήσουν στα καινούργια τραγούδια μαζικής απήχησης;
Επιτυχίες και «επιτυχίες» εξακολουθούν να βγαίνουν και θα βγαίνουν. Αλλά ο κατακερματισμός της εποχής μας δεν έχει προηγούμενο. Ένα καινούργιο τραγούδι χαίρει μαζικής απήχησης σε μια (συνήθως μικρή αλλά πάντως οπωσδήποτε συγκεκριμένη) ομάδα ανθρώπων και είναι συνήθως παντελώς άγνωστο σε όλες τις υπόλοιπες ομάδες.
Παλαιότερα αρωγός στο να γεννιούνται τραγούδια μαζικής απήχησης (και κατόπιν της γέννησης τους να περνάνε στο συλλογικό υποσυνείδητο) ήταν (μεταξύ άλλων) οι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Οι οποίοι – παρά τις (συχνά μεγάλες) διαφορές στο ρεπερτόριο που μετέδιδαν – με κάποιο απροσδιόριστο τρόπο είχαν και κάποιες λίγες κοινές επιλογές. Αυτό πυροδοτούσε μια σειρά δράσεων – αντιδράσεων σε άλλους χώρους που οδηγούσε στην γέννηση τραγουδιών μαζικής απήχησης.
Στις μέρες μας το πρόγραμμα των σταθμών είναι σε … μνημόνιο. Οι επιλογές ρεπερτορίου είναι πολύ «κλειστές» και σε μεγάλο βαθμό έχουν να κάνουν με οικονομικά κριτήρια. Έτσι ο τάδε σταθμός παίζει μόνο ροκ, ο δείνα μόνο έντεχνα, άλλος μόνο λαϊκά, άλλος μόνο dance, άλλος μόνο ελληνικό τραγούδι (αλλά όχι οργανικά κομμάτια), άλλος μόνο αγγλόφωνα (αλλά όχι ελληνικά συγκροτήματα με ελληνικό στίχο) κ.ο.κ. (Το αναφέρω έτσι σχηματικά χάριν οικονομίας του λόγου. Δεν είναι τόσο τετράγωνα τα πράγματα). Και όσοι σταθμοί παίζουν λίγο-πολύ «απ’όλα» (επίσης σχηματικός ο χαρακτηρισμός) κατά 95% δεν παίζουν καινούργια τραγούδια.
Κι εντωμεταξύ μέσα σε αυτήν την κατάσταση, γεννιούνται μουσικές που θα μπορούσαν περίφημα να εκφράσουν μαζικά την εποχή τους. Θεωρητικά όμως μόνο. Στην πράξη δεν το κάνουν. Γιατί οι παλιοί δίαυλοι έχουν καταστραφεί και δεν έχουν ακόμη φτιαχτεί άλλοι στη θέση τους.
Δεν θα με πείραζε και τόσο όλο αυτό αν δεν άκουγα σχετικά συχνά κάποια πράγματα που με εξοργίζουν:
«Δεν βγαίνουν πια σπουδαία τραγούδια»
«Δεν υπάρχουν πια μεγάλοι συνθέτες»
Δηλαδή, σοβαρά τώρα, από όλο αυτό που ζούμε αυτό καταλαβαίνεις εσύ;
Photo Credit: flick-r: Eva Rinaldi