Η Σοφία Καψούρου είναι η συγγραφέας του θεατρικού μονολόγου «Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος», ο οποίος παίζεται για δεύτερη χρονιά κάθε Κυριακή στον Πολυχώρο Vault σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά. Στον ρόλο της Ζωής Διαμάντως Διμισκή η Σοφία Καψούρου.
***
Ήταν μία γυναίκα. Την έλεγαν Ζωή. Ή Διαμάντω. Ή Διμισκή. Ή Ντιμισκή. Ή Καλόγρια.
Εμείς τη λέμε Καραϊσκάκενα.
Και τη φωνάζουμε «Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος».
Σύνθημα, όχι συνθηματικό.
Συναίσθημα ακέραιο, όχι συνθλιμμένο.
Καμία αύξηση στη θλίψη. Κανένας αναδιπλασιασμός.
«Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος».
Δεν είναι σύζυγος του Καραΐσκου, για να πάρει το επίθημα –αινα. Είναι μάνα αλλά όχι σύζυγος. Έχει παιδί αλλά εκτός γάμου. Το όνομα της Καραϊσκάκενας έχει ήδη ένα «αϊ», το «αϊ» του Αϊ-Γιώργη, του έφηβου έφιππου, δεν χρειάζεται άλλο. Αυτό που χρειάζεται κάθε γυναίκα είναι ένα «ε», το «ε» του έρωτα. Και της ελευθερίας. Υιοθετώντας τον τίτλο «Καραϊσκάκενα», η Καλόγρια από τη Σκουληκαριά της Άρτας ξεπερνάει -και προσπερνάει- την ψυχανάλυση και μη γνωρίζοντας την επιστήμη, γνωρίζει την αλήθεια: οι μάνες παντρεύονται τους γιους τους και οι γιοι τις μανάδες τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Άμα οι μάνες επαντρεύονταν τους γιους τους, κανένα διαζύγιο δεν θα έβγαινε».
Κάνει χιούμορ;
Κάνει χιούμορ την απόγνωση;
Κάνει απόγνωση τη γελοιότητα της κοινωνίας;
Ανάβει τα καντήλια και ρίχνει φως στη γελοιότητα της οικογένειας;
Της οικογένειας και της κοινωνίας που την εξόρισε, που την αφόρισε, που την αφάνισε πριν καν φανερωθεί;
Στο θέατρο βλέπουμε πάντα τους ήρωες. Αυτούς για τους οποίους ξέρουμε πολλά.
Ας δούμε και τη μήτρα των ηρώων. Αυτή για την οποία δεν ξέρουμε τίποτα.
«Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος».
Η μάνα του Γεώργιου Καραϊσκάκη.
Κάθε μάνα γεννά τον εραστή της. Ούτε ο θάνατος δεν τους χωρίζει.
Η μάνα μας, πριν γίνει μάνα μας, ποια ήταν;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κι αυτό θα είναι το μεγάλο κενό της Ιστορίας, θα είναι τα αρχεία στα οποία δεν θα έχουμε ποτέ πρόσβαση, θα είναι η ρίζα των πληγών και των απωθημένων μας. Για ό,τι ανεξήγητο, για ό,τι αθεράπευτο, για ό,τι καλό και ό,τι ακάλεστο η μάνα μας, πριν γίνει μάνα μας, θα φταίει. Χωρίς να φταίει. Χωρίς να φταίμε ούτε εμείς.
Γιατί «Και τις μάνες… μάνες τις γεννούν».
Μητρότητα δεν είναι η τέχνη να γεννάς, μητρότητα είναι η τέχνη του να θάβεις. Μαμή και νεκροθάφτης είναι το ίδιο πρόσωπο. Παίζεται πάντα απ’ τον ίδιο ηθοποιό. Ο κόσμος κι αν στερέψει από νεογέννητους, δεν θα στερέψει ποτέ από νεκρούς.
Αντί Θεού. Κι αντί πολέμου. Αντί πατρίδας. Κι αντί αθωότητας. Το ποδόσφαιρο. Το Γήπεδο. Το Στάδιο Καραϊσκάκη. Εκεί που κάθε Κυριακή πηγαίνει η Καραϊσκάκενα με το τρένο και βλέπει «τους πατεράδες που κρατάνε τα παιδιά απ’ το χέρι και τα τυλίγουν με τα κόκκινα κασκόλια και τους παίρνουν μαλλί της καλογριάς».
Τι σόι μονόλογος είναι η Καραϊσκάκενα;
Κωμικός, δραματικός, πολυφωνικός, εξωτερικός, εσωτερικός, αφηγηματικός, ποιητικός;
Τι σόι έργο είναι η Καραϊσκάκενα;
Λίβελος, ύμνος, μανιφέστο, ερωτική εξομολόγηση;
Ό,τι κι αν είναι, είναι από μεγάλο σόι. Κλεφτών. Των κατατρεγμένων, των πεινασμένων από γάλα, των χορτασμένων από έρωτα.
Οι ερωτικοί άνθρωποι ήταν, είναι και θα είναι αιρετικοί.
Ονειρεύομαι μια μέρα, μια μέρα στο μέλλον, που καμιά γυναίκα δεν θα είναι στενοχωρημένη. Ονειρεύομαι μια μέρα, μια μέρα στο μέλλον, που καμιά γυναίκα δεν θα κλαίει από πόνο, δεν θα ματώνει από πληγή. Ονειρεύομαι ένα μέλλον, ένα μέλλον ολόκληρο, που καμιά μέρα, καμιά γυναίκα δεν θα πηγαίνει για ύπνο με βάρος στο στήθος. Που καμιά γυναίκα δεν θα δολοφονείται, δεν θα κακοποιείται, δεν θα βιάζεται, δεν θα σηκώνουν χέρι πάνω της. Η γυναίκα σηκώνει τον κόσμο στις πλάτες της, αλλά ο κόσμος δεν την χωράει.
Η Καραϊσκάκενα έκανε το αμίμητο: αγάπησε τον εαυτό της, σώμα και αίμα της. Και μεγάλωσε ένα παιδί που δεν κρεμιόταν απ’ τα φουστάνια της, από τα ράσα της, αλλά από τα όνειρά του. Έμαθε στο παιδί της να ονειρεύεται. Και όταν η μάνα πέθανε, το παιδί δεν είχε ούτε μάνα ούτε πατέρα, αλλά είχε όνειρα. Να το βάζουν για ύπνο το βράδυ.
Το έργο εξάψαλμος, η παράσταση λειτουργία. Μια λειτουργία σωματική και πνευματική, όπου δεν αναβλύζουν οι εικόνες, αλλά οι κόγχες και οι καρδιές. Από εικόνες ανεξίτηλες της παιδικής μας ηλικίας, της ενήλικης ζωής, της ζωής που δεν μας άξιζε, της Ζωής που δεν τους άξιζε, της αξίας που δεν ζήσαμε μαζί της.
Ένας κρατάει το λάβαρο, ένας το όπλο, ένας το ποίημα κι ένας το τριαντάφυλλο στις επαναστάσεις.
Ελάτε να την κάνουμε. Την Επανάσταση. Στο Vault.
Οι Κυριακές ανήκουν στην Καραϊσκάκενα.
Και η Καραϊσκάκενα ανήκει στον 21ο αιώνα. Και σε εκείνους που θα έρθουν. Μετά από μας. Γιατί θα έρθουν. Χωρίς να τους ρωτήσουμε. Και χωρίς να μας ρωτήσουν ποιοι ήμαστε, τι κάναμε, τι δεν προλάβαμε.
«Πιο γρήγορα περνάει η ζωή παρά η μέρα».
Κόρνερ.
Διαβάστε επίσης:
«Καραϊσκάκενα, o Θρύλος», της Σοφίας Καψούρου για 2η χρονιά στο Vault