Δε χωρούν επί τούτου ενδοιασμοί: στην αγάπη, οποιαδήποτε απόφαση ληφθεί για δεύτερη φορά, είναι πάντα η σωστή, αποδεικνύοντας πως ακόμα και αν τούτος ο κόσμος αναποδογυρίσει και καεί, ορισμένες σχέσεις θα παραμείνουν οι πατρίδες που ποτέ μας δε θα διανοηθούμε να εγκαταλείψουμε. Έτσι είναι, και ποιος τελικά να πει τι; Όταν αγαπάς, μένεις. Όταν αγαπάς, δεν έχει μόνον η καρδιά σου λόγια, μα και τα λόγια σου καρδιά. Όταν αγαπάς, δίνεις χωρίς απαιτήσεις. Καθοδηγείς χωρίς παρεμβατισμούς. Βοηθάς χωρίς ίδιον όφελος. Στο ταίρι σου παραδίνεσαι ολοκληρωτικά και εφόρου ζωής. Όπως παραδόθηκε κάποτε ο Κάρλο Πόντι στην αρχοντική Σοφία Λόρεν, των οποίων ο έρωτας μοιάζει με ουράνιο γραμμάτιο που αποπληρώθηκε στη γη.
Ο Ιταλός παραγωγός που γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 11 Δεκεμβρίου 1912, μέχρι να τον πλανέψει η έβδομη τέχνη, εργαζόταν ως δικηγόρος και μάλιστα ιδιαιτέρως πετυχημένος. Αργότερα όμως, έμελλε να διαγράψει μια σπουδαία καλλιτεχνική πορεία με θρυλικές ταινίες όπως οι «Λα Στράντα» (1954), «Η Ατιμασμένη» (1960), «Η κυρία θέλει έρωτα» (1961), «Δόκτωρ Ζιβάγκο» (1966), «Το Ηλιοτρόπιο» (1970), «Μια ξεχωριστή μέρα» (1977), κλπ.
Όταν συνάντησε στα τριάντα έξι του τη Λόρεν, εκείνη ήταν μόλις στα δεκαπέντε, φιλοτεχνημένη, λες, απ’ του Θεού τα δάχτυλα και διαγωνιζόμενη στα καλλιστεία. Αυτός, ένας εκ των κριτών. Φαβορί γαρ η μικρή, κέρδισε με ευκολία. Τόσο τον τίτλο της «Μις Κομψότητα», όσο και την καρδιά του. Ο Πόντι, γαντζωμένος όπως ήταν τότε στο σκαρί ενός γάμου που βυθιζόταν βασανιστικά στην καταπιόνα του χωρισμού, διέκρινε στη ματιά της το φως της σωσίβιας λέμβου του. Κι έτρεξε κατά πάνω της σχεδόν τυφλωμένος. Όταν τον δέχτηκε στην αγκαλιά της, πείστηκε ότι αυτή ήταν η πρώτη του αληθινή αγάπη. Που αδιαμφισβήτητα θα ήταν κι η τελευταία του. Όταν τη φίλησε δε, τού έγινε συνήθεια. Μια συνήθεια από την οποία δεν θέλησε κι ούτε προσπάθησε να απαλλαγεί ως το τέλος της ζωής του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το κορίτσι που γεννήθηκε στη Ρώμη στις 20 Σεπτεμβρίου 1934 με το όνομα Σοφία Σικολόνε, αλλά μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά στη Νάπολι χωρίς πατέρα, άλλαξε το όνομά του σε Λόρεν έπειτα από προτροπή του μέντορα και μελλοντικού συζύγου της, Κάρλο Πόντι. Ο γάμος τους τελέστηκε στο Μεξικό το 1957, κατακεραυνώθηκε όμως από το ιταλικό κράτος και την Εκκλησία και το 1962 ακυρώθηκε. Κι αυτό διότι απαγορευόταν το διαζύγιο στη χώρα των μακαρονάδων, κι ο Πόντι εμφανιζόταν στα χαρτιά ως δίγαμος. Ούτε λίγο ούτε πολύ, και αυτός, αλλά κι η Λόρεν κινδύνεψαν με αφορισμό και παντός είδους λοιδορία μέχρι να βρεθεί η οριστική λύση. Δεν πτοήθηκαν, πάντως. Όπως το κερί δε μπορεί να καίει δίχως φωτιά, έτσι κι εκείνοι δε μπορούσαν ο ένας δίχως τον άλλον, και γι’ αυτό το 1966 αποφάσισαν να λάβουν τη γαλλική υπηκοότητα και να επαναλάβουν το γάμο.
Στο κάτω της γραφής, τέτοια ήταν η αγάπη τους: δεν καθορίζοταν από συνθήκες και περιστάσεις. Τις καθόριζε. Κι ακριβώς τέτοια η ζωή τους: δε έψαχναν το νόημα, το έδιναν μόνοι τους. Η Λόρεν, της οποίας η ομορφιά ουκ ολίγες φορές επισκίασε το ταλέντο της, έγινε μια παγκοσμίου φήμης σταρ χάρη στον Πόντι, και συνέπραξε με
μεγαθήρια του θεάματος, όπως Κάρι Γκραντ, Κλαρκ Γκέιμπλ, Φρανκ Σινάτρα, Άλαν Λαντ, Ουίλιαμ Χόλντεν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Πολ Νιούμαν, κλπ.
Κέρδισε επίσης και το Όσκαρ καλύτερης ηθοποιού όσον αφορά στην έξοχη ερμηνεία της στην «Ατιμασμένη» (1961), και στην παραλαβή ευχαρίστησε συγκινημένη το Θεό. Που για ‘κείνη θα ήταν παντοτινά ο Κάρλο Πόντι. Πώς αλλιώς άλλωστε; Πλάι στο συγκεκριμένο άνδρα ανακάλυψε πως αν κάνεις τη δουλειά σου με την ψυχή σου θα πετύχεις, καθώς η ζωή ανταμείβει σε είδος. Πως πρέπει να χτίζεις περισσότερες γέφυρες από ό,τι τοίχους, καθώς θα τις χρησιμοποιήσεις ενάντια στη μοναξιά. Πως μονάχα εκείνου που το πρόσωπο λάμπει, θα γίνει αστέρι. Πως η αγάπη είναι τέχνη και όχι συναίσθημα. Και πως αν ο έρωτας είναι ζήτημα φυσικής, ο γάμος είναι ζήτημα χημείας. Και το «μαζί» απλά μαθηματικά, διότι ένα κι ένα κάνουν τα πάντα, ενώ δύο μείον ένα ίσον τίποτα.
Έτσι είναι στις σχέσεις. Μαθαίνεις από το σύντροφό σου όταν έχεις τα μάτια, τα αυτιά και την καρδιά σου ανοιχτά. Και ο Πόντι πήρε πλάι στη μάνα των γιων του Εντουάρντο και Κάρλο Τζούνιορ, τα σπουδαιότερα μαθήματα: πως ένας άνδρας μπορεί έστω και μέτριος εμφανισιακά, να αρέσει στις γυναίκες αν έχει πάθος μέσα του κι αφουγκράζεται όσα λένε με τα μάτια κι όχι με τα χείλη τους. Πως η καλοσύνη και η γενναιοδωρία του αρσενικού είναι και η ωραιότητά του εν δράσει. Και πως τα κορίτσια είναι όπως οι σούπες. Δεν πρέπει επ’ ουδενί να τα αφήνουμε ούτε κυριολεκτικά ούτε και μεταφορικά να κρυώνουν. Ο Πόντι ήταν βράχος για τη Λόρεν, με άλλα λόγια. Ένας βράχος αγάπης για μια γυναίκα που συντάραξε άνδρες και άνδρες, αλλά ποτέ της δε γύρισε να κοιτάξει κανέναν άλλον πέρα από εκείνον. Και αυτό γιατί κοντά του αντιλήφθηκε ότι το να υπάρχεις σημαίνει να αλλάζεις, το να αλλάζεις σημαίνει να ωριμάζεις και το να ωριμάζεις σημαίνει να δημιουργείς τον εαυτό σου διαρκώς. Η Λόρεν ήταν η γυναίκα του. Που της έδειξε ότι το μεγαλύτερο προνόμιο που μπορούμε να έχουμε σε αυτή τη ζωή είναι η ικανότητα να αγαπούμε.
Ο Κάρλο Πόντι έκλεισε τα μάτια του στη Γενεύη στις 10 Ιανουαρίου 2007 στα 95 του, αφήνοντας πίσω του μια γυναίκα κατάτι νεότερή του με την δυνατότητα να ξαναφτιάξει την ζωή της. Πράγμα που μέχρι σήμερα που έχει κλείσει τα 86, δεν έχει κάνει. Είναι απλό: κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει κάποιον που λατρέψαμε και μας το ανταπέδωσε. Ή πιο ορθά, ό,τι έσπασε έσπασε. Κι είναι καλύτερο να το θυμόμαστε στην ωραιότερη στιγμή του παρά να επιχειρούμε να το κολλήσουμε και αντ’ αυτού να βλέπουμε τα σπασμένα του κομμάτια αλλά και τα ραγίσματα να μας θυμίζουν πως τίποτα δε θα ξαναγίνει όπως πρώτα.