Η Σοφία Σταύρου, στην πέμπτη ατομική της έκθεση, μας αποκαλύπτει έναν κόσμο ηρώων και θεών. Με σαφή αναφορά, αλλά μέσα από μια ελεύθερη ερμηνεία φυσικά, στα αρχαία ελληνικά ανάγλυφα, πλάθει ιστορίες, όχι με τον σειριακό τρόπο των μετοπών ενός ναού, αλλά που επικοινωνούν μεταξύ τους, νοηματικά και τεχνοτροπικά, μέσα από τις συνέχειες και ασυνέχειές τους. Έτσι, η γκαλερί Artevisione που φιλοξενεί την έκθεση μετατρέπεται σε ένα είδος αρχαίου ελληνικού ναού, που κυριαρχεί ένας τόνος επικός και παράλληλα ανθρώπινος και που στον αγώνα και την αγωνία των μορφών των έργων τέχνης που περιέχει καθρεφτίζονται οι αγώνες και οι αγωνίες μιας ανθρωπότητας – μέρος της οποίας είναι ο καθένας από εμάς- που πονάει, ματώνει, λυγίζει, κάποτε υπακούει και κάποτε επαναστατεί. Γι αυτό και το ύφος της Σοφίας Σταύρου, όπως και των αρχαίων ελληνικών ανάγλυφων, ακόμα και όταν είναι υψηλό, δεν γίνεται ποτέ πομπώδες, μεγαλόστομο και ρητορικό, αλλά έχει κάτι το βαθιά ανθρώπινο, μελαγχολικό και αισιόδοξο συνάμα. Μελαγχολικό γιατί οι εικονιζόμενες μορφές έχουν επίγνωση της ματαιότητας της ζωής -και τα φαιά χρώματα της Σοφίας Σταύρου συντελούν σε αυτόν τον επιμέρους λυρικό τόνο που παρεμβαίνει στον γενικό επικό και τον κατευνάζει- και αισιόδοξο γιατί η γνώση αυτή δεν εμποδίζει τους ήρωες και τις ηρωίδες από το να αγωνιστούν, να ερωτευτούν, να παραβούν το πλαίσιο και να επωμιστούν τις συνέπειες, με δυο λόγια να ζήσουν, κάτι που τεχνοτροπικά εκφράζεται με τις έντονες χειρονομίες και τις φυγόκεντρες τάσεις τους.
Η χρήση ανάγλυφων ή ζωγραφισμένων στηλών ως αναθηματικών μνημείων ή μέρος της γλυπτικής διακόσμησης ναών δεν είναι βέβαια ιδιομορφία της αρχαϊκής και κλασικής Ελλάδας, αλλά κατά τον Βρετανό ιστορικό τέχνης John Boardman, στην Ελλάδα παρουσιάστηκε η καινοτομία να παρουσιάζονται οι θεοί μαζί με τους ανθρώπους. Έτσι, θεοί, θεές, ημίθεοι, ημίθεες, ήρωες και ηρωίδες συμπλέκονται και αγωνίζονται και αγωνιούν εξίσου. Πιστή σε αυτό το μοτίβο, η Σοφία Σταύρου διηγείται τις ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Απόλλωνα, την Αφροδίτη, τη Δήμητρα, τον Ορφέα, μα και την Πηνελόπη, τον Ορέστη, την Ιφιγένεια, όπου το θεϊκό και το ανθρώπινο συχνά δεν διαχωρίζονται: ο θεός υποφέρει όπως ο άνθρωπος και ο άνθρωπος πολεμάει σαν θεός, συχνά δε, παρουσιάζονται μαζί στην ίδια παράσταση. Φυσικά, ένα πάνθεον ανθρωπόμορφων θεών που συνδέεται μεταξύ τους και με τους ανθρώπους με ανθρώπινες σχέσεις είναι κάτι κοινό στη μυθολογία της Εγγύς Ανατολής και του Αιγαίου. Στους Έλληνες θεούς όμως, όπως σημειώνει και ο Γερμανός μελετητής της αρχαίας ελληνικής θρησκείας Walter Burkertt, τα ζωτικά στοιχεία της σωματικότητας ανήκουν αμετάκλητα στην ύπαρξή τους, καθώς σώμα και πνεύμα ενώνονται αδιάσπαστα στην προσωπικότητά τους. Αυτό είναι κάτι που τονίζει και στα έργα της η Σοφία Σταύρου, καθώς ναι μεν εξαίρει τις μορφές των θεών ή θεαινών, αλλά όχι σε κάποια στιγμή θείας επιφάνειας, παρά μόνο παρουσιάζοντάς τες ως ανθρώπους που κάτω από ακραίες συνθήκες δοκιμάζονται ο χαρακτήρας και οι αντοχές τους. Γι αυτό και οι συνθήκες, οι ιστορίες, δεν πρωταγωνιστούν. Οι ίδιες οι ιστορίες όπως όλοι γνωρίζουμε, συχνά αγγίζουν το τρομαχτικό, το μακάβριο, το αποτρόπαιο. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η μυθολογία δεν ήταν η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, παρά μόνο μία μόνο φανερή πλευρά της, σαν την κορυφή ενός παγόβουνου. Στον ιερό λόγο, που εν πολλοίς μας διαφεύγει, καθώς παραδιδόταν προφορικά και επίσης ήταν κάτι βαθιά βιωματικό, ήταν που κρυβόταν το βάθος της θρησκείας. Άρα, δεν ήταν τόσο ζητούμενο η γλαφυρή ‘’graphic’’ απεικόνιση, όσο η αποτύπωση της ψυχικής έντασης, αυτό ακριβώς που δίνει την έμπνευση στον χρωστήρα της Σοφίας Σταύρου. Ενώ λοιπόν αποτυπώνει ακριβώς τέτοιες ιστορίες (ενδεικτικά, ο ιστορίες του Μαρσύα, της Περσεφόνης, του Θυέστη ή του Προμηθέα είναι από τις πιο σκοτεινές της ελληνικής μυθολογίας), αυτό που πρωταγωνιστεί είναι η αντίδραση του βασικού προσώπου σε μία στιγμή-κλειδί γι αυτό.
Υπάρχει φυσικά η διήγηση, όπως υπάρχει και στην αρχαία ελληνική τέχνη και δη αρχιτεκτονική γλυπτική που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα και στην οποία αποδίδει φόρο τιμής η καλλιτέχνιδα. Ωστόσο, είναι αρκετά χαλαρή η σχέση αναπαράστασης και θέματος. Συχνά στα αρχαία ελληνικά γλυπτά άλλωστε, κυρίως σε ζωφόρους, μπορεί ακόμα και να μας διαφεύγει το επιμέρους θέμα (π.χ. ζωφόρος ναού Αθηνάς Νίκης, μετόπες βόρειας πλευράς του Παρθενώνα), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μας δονεί το έργο τέχνης. Μένει μόνο το κεντρικό θέμα, οι διάφοροι βαθμοί σύγκρουσης και πάλης, πραγματικής και κυρίως εσωτερικής, που συγκινεί κάθε θεατή, ακόμα κι αν αγνοεί το μυθολογικό υπόβαθρο. Στην έκθεση της Σοφίας Σταύρου, οι τίτλοι βοηθούν στο να διατηρηθεί η σχέση, και ο φόρος τιμής επίσης, στο μυθολογικό γεγονός, αλλά επίσης τα έργα μπορούν να συγκινήσουν και να σταθούν, μέσα στον επικό και βαθιά υποβλητικό τους τόνο, ακόμα και αποκομμένα από την αρχική πηγή έμπνευσής τους. Πρωταγωνιστές επομένως δεν είναι παρά οι μορφές, που προεξέχουν οριακά κυριολεκτικά, καθώς δίνεται έντονα η εντύπωση, σχεδόν ψευδαίσθηση, ανάγλυφου, καθώς άλλοτε η ζωγράφος χρησιμοποιεί θερμούς τόνους για τις μορφές, αντιστικτικά ως προς τους ψυχρούς του φόντου (και ως γνωστόν, το μάτι βλέπει γρηγορότερα τα θερμά χρώματα) ή άλλοτε χρησιμοποιεί δανεικούς του φόντου τόνου, που δείχνουν τη μορφή σαν να έχει μόλις «ξεκολλήσει» από αυτό. Το φόντο είναι σαφές, συνήθως ένας χώρος εξωτερικός και ένα τοπίο φυσικό που αποδίδεται με τρόπο υπαινικτικό, παραμένει ωστόσο κι εκείνο μόνο πλαισιωτικό της κύριας ή των κύριων μορφών.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των αρχαιοελληνικών ανάγλυφων, που η Σοφία Σταύρου χρησιμοποιεί, ακόμα πιο εμφαντικά, είναι η διήγηση γεγονότων με μια εξαιρετική λιτότητα εκφραστικών μέσων. Ένα ή δύο πρόσωπα συνήθως πρωταγωνιστούν. Ακόμα και στα συμπλέγματα, ένας μικρός μόνο αριθμός προσώπων που συμμετέχει υπονοεί την ύπαρξη πολλών περισσότερων προσώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται στο δράμα. Το όλον υπονοείται από το μέρος. Τα δε πλάνα, με όρους φωτογραφίας, δεν είναι ποτέ πολύ γενικά, αλλά μεσαία και ποτέ μεγαλύτερα από το μέγεθος της ανθρώπινης φιγούρας, εικονοποιώντας κυριολεκτικά την ρήση που αποδίδεται στον Πρωταγόρα Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος. Και εκεί έγκειται ενδεχομένως και η επιλογή της ζωγράφου να μην αποτυπώσει εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, δίνοντας έμφαση στο συλλογικό. Έτσι οι φιγούρες της, διαφορετικών βαθμών αφαίρεσης, αλλά ως επί το πλείστον χωρίς ευκρινή χαρακτηριστικά προσώπου, παραπέμποντάς μας στα ανδρείκελα του Ντε Κίρικο, ακόμα και τους Λουόμενους του Σεζάν ή τους Χορευτές του Ματίς, δεν περιπτωσιολογούν, αλλά γίνονται εμβλήματα μιας ανθρώπινης φύσης πάσχουσας και αγωνίζουσας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μαρία-Μόσχα Καρατζόγλου,
ιστορικός τέχνης, υποψήφια διδακτόρισσα ΕΚΠΑ
Σοφία Σταύρου:
Η Σοφία Σταύρου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.
Σπουδές ζωγραφικής με τους ζωγράφους Θ.Πάντο 1996-1999 και Π.Κουφο βασίλη 2000-2005.
Έχει κάνει 5 ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε περισσότερες από 60 ομαδικές.
Έργα της ευρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό καθώς επίσης και στην πινακοθήκη του Δήμου Πειραιά, στην παιδαγωγική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο αρχείο καλλιτεχνών του Κ.Μ.Σ.Τ και του Κ.Σ.Τ.Θ.
Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.