Το έργο «Δε Φάιναλ Θολούθιον», βασισμένο σε κείμενα των Κωστάκη Ανάν και Suyakoσε, ανεβαίνει στο Θέατρο Πόρτα.
To CultureNow μίλησε με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Σωτήρη Ρουμελιώτη.
***
-Πείτε μας λίγα πράγματα για το «Δε φάιναλ θολούθιον», που σκηνοθετείτε. Ποια η βασική υπόθεσή του;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αρχικά, η παράσταση βασίζεται σε σουρεαλιστικές κωμικές ιστορίες γραμμένες από δύο σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, τον Κωστάκη Ανάν και τον Suyako (συγγραφικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Βασίλη Μαγουλιώτη). Και οι δύο, με τη γραφή τους, σχολιάζουν την ευτράπελη νεοελληνική πραγματικότητα και αναδεικνύουν με χιούμορ, αλλά και με ευαισθησία, το ατέρμονο κυνήγι της ευτυχίας και της εύκολης επιτυχίας. Στην παράσταση λοιπόν, επτά σύγχρονοι άνθρωποι πατάνε ένα μαγικό κουμπί, κάνουν ένα “rewind” στη ζωή τους και, βλέποντας την να περνάει μπροστά από τα μάτια τους σαν ταινία, αποφασίζουν να κάνουν κάποιες «στάσεις» σε διάφορες φάσεις του βίου τους για να καταλάβουν τι πήγε λάθος μέχρι σήμερα. Οι «στάσεις» αυτές είναι οι ιστορίες των συγγραφέων που μεταμορφώνονται σκηνικά σε «επεισόδια ζωής». Φυσικά, αυτά τα επεισόδια δεν αφορούν μόνο τις ζωές των συγκεκριμένων πρωταγωνιστών, αλλά συνιστούν ένα σχόλιο για τη ζωή του κάθε νεοέλληνα. Στο τέλος, το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν θα παραδοθούμε στην «τελική λήθη» (Δε φάιναλ θολούθιον) ή θα αγωνιστούμε να βρούμε λύσεις στα προβλήματα μας.
-Τι ακριβώς σας κέρδισε στον τρόπο γραφής των Κωστάκη Ανάν και Suyako, και ποιο στοιχείο των κειμένων τους κατέστησαν θελκτικό στα μάτια σας ένα θεατρικό ανέβασμά τους;
Αυτό που με γοήτευσε αμέσως όταν διάβασα τα κείμενά τους, εκτός από το ιδιότυπο χιούμορ τους, είναι το ότι δεν καταγράφουν ούτε σχολιάζουν απλώς τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά παρουσιάζουν τη ζωή με έναν λοξό, «κουνημένο» τρόπο που αποκαλύπτει σε βάθος τις παθογένειες και τα συναισθηματικά συμπλέγματα που οδηγούν στη φθορά και τη ματαίωση των ανθρώπων. Ο Ανάν έχει ένα πιο πάνκικο ύφος, γεμάτο λογοπαίγνια που ακροβατούν μεταξύ σάχλας και διάνοιας. Επιπλέον, διαθέτει ένα χειμαρρώδες αφηγηματικό λόγο γεμάτο ζωντάνια που πολύ εύκολα μου δημιούργησε σκηνικές εικόνες. Ο Suyako από την άλλη, αποπνέει μια βαθιά ευαισθησία και, όντας άνθρωπος του θεάτρου, οι ιστορίες του έχουν από γραφής μια έντονη θεατρικότητα. Επομένως, πολύ φυσικά φαντάστηκα αυτές τις ιστορίες να ανεβαίνουν στη σκηνή, παρότι χρειάστηκε αρκετή δουλειά ώστε να αναδειχθεί ατόφια η θεατρικότητά τους χωρίς να εμποδίζεται από τις ιδιαιτερότητες του γραπτού λόγου και να μετατραπεί η λογοτεχνική γλώσσα σε σκηνική.
-Ποια θα λέγατε πως είναι η αισθητική της παράστασης;
Η αισθητική της παράσταση ακολουθεί το πνεύμα των συγγραφέων, ακροβατεί μεταξύ νεοελληνικής καθημερινότητας και ενός πανταχού παρόντος σουρεαλισμού. Επίσης, αντλώντας έμπνευση από το συγγραφικό στυλ και την κομίστικη εικονογράφηση που «ντύνει» τα βιβλία του Ανάν, υπάρχουν μερικά στοιχεία εμπνευσμένα από την αισθητική των κόμιξ και των βιντεπαιχνιδιών όπως οι βιντεοπροβολές και η χρήση κάποιων σκηνικών αντικειμένων. Η γενικότερη αίσθηση που θέλουμε να αποπνέει η σκηνή είναι εκείνη ενός κόσμου που ακροβατεί μεταξύ χολιγουντιανής λάμψης και αθηναϊκού υπονόμου.
-Πέρυσι παρουσιάσατε το «Δε φάιναλ θολούθιον» στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου, και φέτος είστε στο Θέατρο Πόρτα. Από την προηγούμενη θεατρική σεζόν, αναθεωρήσατε κάτι στην σκηνοθεσία σας; Το είδατε σαν ένα «μαγικό κουμπί» που σας επιτρέπει να κάνετε τις επιθυμητές αλλαγές;
Η αλήθεια είναι ότι πέρυσι η παράστασή μας παίχτηκε πολύ λίγες φορές, διότι διακόπηκε λόγω των καταλήψεων των σκηνών του Εθνικού Θεάτρου. Επομένως, δεν την είδαν πολλά άτομα ώστε να ακούσω απόψεις που να με βοηθήσουν να αναστοχαστώ σχετικά με τη δραματουργία ή τη σκηνοθεσία. Τα σχόλια που δεχτήκαμε ήταν πολύ θετικά και εγώ ένιωθα αρκετά ικανοποιημένος με τη δουλειά μας, άρα δε μπορώ να πω ότι έγιναν ριζικές αλλαγές στη φετινή εκδοχή. Φυσικά, μιας και η δραματουργική σύνδεση των ιστοριών προέκυψε στις πρόβες, φροντίσαμε να «δέσουν» καλύτερα κάποια σημεία που πέρυσι ήταν πιο ασταθή και ασχοληθήκαμε κυρίως με τη μεταφορά σε έναν πολύ μεγαλύτερο χώρο, όπως το Θέατρο Πόρτα. Εντέλει, πιστεύω ότι η φετινή εκδοχή είναι πολύ πιο δυναμική και μόνο καλό μας έκανε η πάροδος του χρόνου.
-Ως θεατής γενικά επιλέγετε να παρακολουθείτε σύγχρονη ελληνική δραματουργία; Το κοινό δίνει πιστεύετε ευκαιρίες σε νέους δημιουργούς και κείμενα;
Εκτός από δημιουργός, είμαι και μανιώδης θεατής θεάτρου και έχω αρκετά ευρύ γούστο, επομένως η σύγχρονη ελληνική δραματουργία με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι μένω ιδιαίτερα ικανοποιημένος από αυτή. Πριν φτάσουμε στο κοινό, θα πρέπει να δούμε ορισμένα ζητήματα που σχετίζονται με τη σύγχρονη ελληνική θεατρική γραφή. Πώς να γραφτούν στιβαρά θεατρικά κείμενα όταν πολλοί συγγραφείς δεν έχουν ιδέα από τη σκηνή, από τη θεατρική γλώσσα, από την έννοια της παραστασιακής ροής; Πώς να τα μάθουν όλα αυτά, εφόσον τόσα χρόνια δεν υπάρχει μια επίσημη σχολή όπου μεθοδικά και συστηματικά να διδάσκεται η θεατρική γραφή, φέρνοντας τους συγγραφείς σε άμεση σχέση με τη σκηνική δημιουργία; Φυσικά, γίνονται κάποιες αξιόλογες προσπάθειες όπως η Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του Θεάτρου Πορεία ή το Outreach Project, για να αναφέρω κάποιες ενδεικτικά. Αλλά όσο δεν υπάρχει μια σοβαρή κρατική πρωτοβουλία ή, έστω, μια γενναία κρατική χρηματοδότηση προς τους μικρότερους φορείς που ήδη προσπαθούν, τότε η εγχώρια θεατρική γραφή δεν πρόκειται να ακμάσει ως ξεχωριστή τέχνη.
Όσον αφορά το κοινό τώρα, υπάρχουν σύγχρονα ελληνικά έργα που τραβάνε το ενδιαφέρον και γεμίζουν θέατρα. Επομένως, θεωρώ ότι αν ένα έργο είναι καλό και αν, φυσικά, γίνει μια καλή παράσταση, τότε το κοινό θα δώσει ευκαιρία. Αυτό το τελευταίο το τονίζω. Έχω δει πολύ μέτρια έργα να χαίρουν τεράστιας αποδοχής λόγω του ότι έτυχαν μιας δυναμικής σκηνοθεσίας, όπως επίσης έχω δει εξαιρετικά ενδιαφέροντα έργα να καταποντίζονται διότι μεταφέρθηκαν σκηνικά με αταίριαστο τρόπο. Όπως και να έχει, ελπίζω να ζήσω την ακμή της νεοελληνικής θεατρικής γραφής, διότι νομίζω ότι ακόμα δεν έχει συμβεί.
-Θα θέλατε να μοιραστείτε ορισμένα μελλοντικά σας επαγγελματικά σχέδια και πλάνα;
Τον Ιανουάριο θα επιστρέψω για λίγο στη Θεσσαλονίκη, όπου έζησα τα προηγούμενα δεκατρία χρόνια, και στο αγαπημένο μου Θέατρο Τ, όπου ξεκίνησα την επαγγελματική θεατρική μου πορεία, θα σκηνοθετήσω το μυθιστόρημα «Ο Μακαρίτης Ματία Πασκάλ» του Λουίτζι Πιραντέλλο. Πρόκειται για μια δουλειά που θα κάνω με πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους και ανυπομονώ πολύ. Έπειτα, τον Φεβρουάριο επιστρέφω στην Αθήνα όπου θα επιμεληθώ τους φωτισμούς στην παράσταση «Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν» του Γιάννη Αποσκίτη, που θα παιχτεί στο Θέατρο Μπέλλος. Για να το συνδέσω και με την προηγούμενη ερώτηση, πρόκειται για ένα έργο σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας που μόλις γράφτηκε και σίγουρα αξίζει την προσοχή μας. Κατά τα άλλα, ετοιμάζω προτάσεις για την επόμενη σαιζόν και, ως νέος κάτοικος Αθηνών, ανυπομονώ να γνωρίσω νέες ομάδες και καλλιτέχνες που εκτιμώ και να κάνουμε ενδιαφέρουσες δουλειές μαζί!
Photo Credit: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διαβάστε επίσης:
Δε Φάιναλ Θολούθιον, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη στο Θέατρο Πόρτα