Ο καραγκιοζοπαίχτης και οικοδόμος Σωτήρης Ευγενίου Σπαθάρης (1887‒1974) είναι ο πρώτος Έλληνας λαϊκός καλλιτέχνης που έγραψε εκτενή κείμενα για τη ζωή του και για την τέχνη του. Ξεχωριστά, απολαυστικά και από πολλές απόψεις χρήσιμα τα κείμενα αυτά, πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία της συγγραφής τους, μεγάλη η περιπέτεια των χειρογράφων που τα διασώζουν.
Τα «απομνιμονέματά» του τα έγραψε ο Σπαθάρης τρεις φορές: μία το 1944, μία από το 1950 ώς το 1955, και μια τρίτη από το 1957 ώς το 1959. Η τελευταία εκδοχή, γραμμένη επειδή τα προηγούμενα χειρόγραφα είχαν χαθεί, εκδόθηκε στις αρχές του 1960, «λογοκριμένη» όμως και με γλωσσικές επεμβάσεις αρκετές. Τώρα τα χαμένα χειρόγραφα βρέθηκαν και στον παρόντα τόμο εκδίδονται για πρώτη φορά οι δύο παλαιότερες και πολύ αξιολογότερες μορφές του σπουδαίου αυτού έργου.
Είναι ένας «άλλος» Σπαθάρης: η γλώσσα διαφέρει, μεγαλύτερο διάστημα καλύπτεται (π. 1894‒1953), άγνωστα από αλλού επεισόδια εμφανίζονται, άλλα, γνωστά, περιγράφονται ζωηρότερα και εκτενέστερα. Ειλικρινής και έντιμος αφηγητής μοιάζει αυτός ο χαρισματικός και φιλότιμος αλλά και δύσκολος και σκληρός άνθρωπος, καθώς μας μιλά για τις αδυναμίες και τις αποτυχίες του με την ίδια ενάργεια και γλαφυρότητα που παρουσιάζει τα προτερήματα και τις επιτυχίες του.
Πέρα από την αξία που έχουν ως σπουδαία πηγή για την ιστορία του ελληνικού θεάτρου σκιών, αλλά και για τον τρόπο που βίωνε τη «μεγάλη ιστορία» ένας εκπρόσωπος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της πρωτεύουσας, τα απομνημονεύματα του Σπαθάρη, που εκδίδονται εδώ χωρίς περικοπές και γλωσσικές επεμβάσεις, αποτελούν σημαντικότατο μνημείο λόγου. Πόσοι φορείς της προφορικής παράδοσης, που δεν διάβαζαν και με δυσκολία έγραφαν, θέλησαν και κατόρθωσαν να συντάξουν τόσο μεγάλα αυτοβιογραφικά κείμενα στη χώρα μας αλλά και αλλού;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στην εισαγωγή του επιμελητή της έκδοσης Γιάννη Κόκκωνα, πέρα από τα εντελώς απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία του Σπαθάρη, θα βρει ο αναγνώστης την ιστορία της συγγραφής των κειμένων, των προσπαθειών για την έκδοσή τους και της τύχης των χειρογράφων. Κάμποσα συμπληρωματικά κείμενα και παραλλαγές ορισμένων αφηγήσεων που σώθηκαν, μαζί με άλλα κείμενα του συγγραφέα μας δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες από το 1945 ώς το 1965, έχουν μπει σε τέσσερα παραρτήματα. Επεξηγηματικά σχόλια, γλωσσάρι και ευρετήριο συμπληρώνουν τον τόμο, ενώ η προερχόμενη από διάφορες πηγές διάσπαρτη εικονογράφηση υποστηρίζει, τρόπον τινά, οπτικά την αφήγηση
Ο επιμελητής
Ο Γιάννης Κόκκωνας (Καστρί Κυνουρίας, 1956) είναι φιλόλογος και ιστορικός, ειδικευμένος στην ιστορία του βιβλίου και στη βιβλιολογία. Έχει μελετήσει και όψεις της ιστορίας της ελληνικής εθνικής ιδέας, του ελληνικού εθνικού κινήματος και της επανάστασης του 1821, των ιδεολογικών συγκρούσεων για τη γλώσσα κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, και της δημόσιας εκπαίδευσης στα πρώτα χρόνια της ζωής του ελληνικού κράτους. Δίδαξε φιλολογικά μαθήματα σε δημόσια λύκεια από το 1981 ώς το 2002 και από το 2003 είναι καθηγητής στο Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Ο συγγραφέας
Ο Σωτήρης Σπαθάρης γεννήθηκε το 1887 στην Αθήνα από άγνωστους γονείς και το 1889 υιοθετήθηκε από τους Σαντορινιούς Ευγένιο και Μαριέττα Σπαθάρη. Μεγάλωσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, στην περιοχή του Μεταξουργείου. Μικρό παιδί γοητεύτηκε από το θέατρο σκιών, μαθήτευσε για λίγο στον καραγκιοζοπαίχτη Θεοδωρέλο και από τα πρώτα εφηβικά χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη γειτονιά του. Αλήτεψε, δούλεψε κοντά σε τσαγκάρηδες και άλλους μαστόρους, και συμπλήρωνε το πενιχρό εισόδημα από τις παραστάσεις του καραγκιόζη δουλεύοντας σαν οικοδόμος, πλακάς κυρίως. Το 1913 παντρεύτηκε από έρωτα την Τριανταφυλλιά Μαλακού, υπηρέτρια από τα Κύθηρα, κατατάχτηκε στον στρατό καθυστερημένα το 1915, επιστρατεύτηκε αργότερα και βρέθηκε στο Μακεδονικό μέτωπο το 1918 και το 1919.
Όταν γεννήθηκε ο γιος του Ευγένιος, το 1924, μετακόμισε στα Αλώνια της Κηφισιάς. Στις δεκαετίες του 1930 και 1940 έγινε ο αγαπημένος καραγκιοζοπαίχτης των καλλιτεχνών και των διανοουμένων της Αθήνας, ύστερα από τη γνωριμία του με τον Γιάννη Τσαρούχη. Το 1944, παρακινημένος από τον ζωγράφο Νίκο Καρτσωνάκη, άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του. Το 1945 γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από το ήθος του και δημοσίευσε αποσπάσματα της πρώτης μορφής των απομνημονευμάτων, συνοδεύοντάς τα με πολύ θερμά λόγια. Συνταξιοδοτήθηκε το 1947, όταν κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του, όμως με τον ένα ή τον άλλον τρόπο συνέχισε να ασχολείται με τον καραγκιόζη ώς τον θάνατό του, το 1974, παρακολουθώντας πάντοτε την επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή του γιου του Ευγένιου.