Πέρασε το μουντό φθινόπωρο, ο καταθλιπτικός χειμώνας, η λουλουδάτη αλλά «απομονωμένη» άνοιξη και ξάφνου φτάσαμε στην ομορφότερη –για τους περισσότερους από εμάς- εποχή, το καλοκαίρι.
Φυσικά και δεν περιμένουν με ανυπομονησία όλοι το φετινό καλοκαίρι «των αβέβαιων πλαισίων». Αλλά είμαστε και εμείς, οι εναπομείναντες ρομαντικοί, που αγνοούμε την αβεβαιότητα,τον καύσωνα,αναμένοντας τις μεσημεριανές βόλτες στην Πλάκα,στο Θησείο, στο Μοναστηράκι, στις οποίες θα τρώμε παγωτό βανίλια από τα παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία του κέντρου, εκείνα τα Σαββατοκύριακα που θα επιδιώκουμε αποδράσεις, στα νησιά του Αργοσαρωνικού με την συντροφιά ή τους φίλους και τις φίλες μας, τον Αύγουστο που θα πάρουμε το πλοίο από τον Πειραιά, ταξιδεύοντας με ένα σακίδιο στους ώμους μας προς Σέριφο, Αμοργό, Ικαρία, Αστυπάλαια, Ανάφη ή όπου αλλού προσμένει η καρδιά μας.
Είμαστε λοιπόν πιο έτοιμες και έτοιμοι από ποτέ, να «ξαμοληθούμε» στις ακροθαλασσιές, να βρούμε οικογενειακά ταβερνάκια, που θα «κατοχυρώσουμε» ως τα καλοκαιρινά μας στέκια, να μαζέψουμε τα πιο όμορφα κοχύλια για να χαρίσουμε με μια ζεστή αγκαλιά, σε όσους αγαπάμε και αφήνουμε πίσω στην πόλη, να συλλέξουμε στιγμές, και η θύμηση τους να «ζεστάνει» τον ανυπόφορα κρύο χειμώνα που θα ακολουθήσει.
Οι ποιητές συμφωνούν μαζί μας…
Οι ποιητές, από κάθε γωνιά της γης, συμμερίζονται εμάς τους λάτρεις του καλοκαιριού, τιμώντας την εποχή των ηλιαχτίδων, των βραχυπρόθεσμων αλλά συνάμα ενθουσιωδών ερωτών, του κολλημένου στις βλεφαρίδες και στα χείλη μας θαλασσινού αλατιού και την θέα της θάλασσας την ώρα που δύει ο ήλιος, την μαγική στιγμή εκείνη που όλα φαντάζουν πιο πολύχρωμα και ήρεμα. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε οι ποιητές να λείπουν από την εποχή της απόλυτης συναισθηματικής ελευθερίας; Αφού για αυτή πασχίζουν…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η ποίηση δοξάζει τη θάλασσα, τον ήλιο και τον έρωτα…
Να σ’αγναντεύω θάλασσα, Κώστας Βάρναλης
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
[…]
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Μαγική εικόνα, Θωμάς Γκόρπας
Αύγουστος Κυριακή,η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
ήλιος δροσιά πεύκα φαί κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’αλλάξει ο δίσκος…
Κλεψύδρα, Μίλτος Σαχτούρης
Όλα γύρω της
τώρα
είναι ζεστά
μόνο καμιά φορά
θυμάται
πως κρύωνε.
Θερινό Ηλιοστάσι, Γιώργος Σεφέρης
Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.
Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ –
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.
Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.
Τα Ρω του Έρωτα, Οδυσσέας Ελύτης
Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.
Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.
Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.
Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.
Πράσινος Κήπος, Νικηφόρος Βρεττάκος
«Έχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν
ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.»¹
Η νύχτα στο Νησί, Πάμπλο Νερούδα
Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά
τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.
Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
− ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό −
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σα να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.
Η πιο όμορφη θάλασσα, Ναζίμ Χικμέτ
Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα.
Εκεί είναι, Γιώργος Βέης
Για τα καλοκαίρια που έρχονται
για όσα μας υπόσχονται από τώρα
και μας φτιάχνουν τη μέρα
δεν χρειάζεται να περιμένουμε
ας κοιταχτούμε μόνο στα μάτια
όχι βιαστικά κι επιπόλαια
όπως συνήθως συμβαίνει
μ’ εκείνη την ευπρέπεια της συνήθειας
και της παρακμής αυτών των καιρών
αλλά, κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου
απερίσπαστοι, με αφοσίωση επιτέλους
ας μείνουμε βαθιά μέσα
στο βλέμμα το συντροφικό
γιατί απλούστατα εκεί
με υπομονή
με πίστη ακλόνητη
μας περιμένουν όλα τα καλοκαίρια
από εδώ και πέρα.
Τρεις εραστές, Μίλτος Σαχτούρης
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.
Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας
Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι
Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει
Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.
Η θάλασσα, ο ήλιος, οι καλοκαιρινοί έρωτες, οι νέες φιλίες, και τα ταξίδια, δεν θα μας προδώσουν ποτέ. Οι αναμνήσεις δεν προδίδουν τον άνθρωπο, τον βοηθούν μονάχα στο να αποκτήσει νέες, στην όμορφη θύμηση των προηγούμενων.
Και αν φέτος μας «έκλεψαν» τις συναυλίες, τα φεστιβάλ και τα πανηγύρια του Αυγούστου, εμείς θα δημιουργήσουμε την δική μας μουσική και τον δικό μας χορό παρέα με την φύση και τα πλάσματα της.
Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία δεν λένε; Ε λοιπόν η δική μας δεν πεθαίνει!
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Sea Watchers, 1952 (oil on canvas), Edward Hopper (1882-1967) / Private Collection / Photo © Lefevre Fine Art Ltd., London