Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά διεξάγεται στις 23 και 31 Ιανουαρίου και στις 6 Φεβρουαρίου ο κύκλος συναυλιών «Γέφυρα μουσικής πάνω από τη Συγγρού», μια συνεργασία της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση με το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ένα project που παρουσιάζει κάθε χρόνο έργα κυρίως από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έως τις μέρες μας.
Στην πρώτη συναυλία, που θα διεξαχθεί στις 23 Ιανουαρίου στην Αίθουσα Τελετών του Παντείου Πανεπιστημίου, θα ακούσουμε έργα για σόλο όμποε και όμποε μαζί με άρπα προς τιμήν των 80ών γενεθλίων του διακεκριμένου ομποΐστα Heinz Holliger, καθώς και μια ανάθεση της Στέγης για όμποε και live ηλεκτρονικά στον διακεκριμένο Κύπριο συνθέτη Βάσο Νικολάου. Τα έργα θα εκτελέσουν η αρπίστρια Γωγώ Ξαγαρά και ο ομποΐστας Σπύρος Κοντός. Με αφορμή τη συναυλία βρεθήκαμε μαζί τους και τους κάναμε μερικές ερωτήσεις.
Συνέντευξη: Δώρα Κωνσταντίνου και Χρήστος Φυτόπουλος, Φοιτητές Παντείου
– Θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε για τα πρώτα σας βήματα στη μουσική.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γ.Ξ.: Εγώ ξεκίνησα παίζοντας φλογέρα. Μετά βρέθηκα στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και μπήκα στην τάξη του φαγκότου, αλλά στο δρόμο μου γνώρισα τη δασκάλα της άρπας. Με έβαλε να καθίσω μπροστά στο όργανο, μου άρεσε πολύ αυτή η επαφή κι έτσι ξεκίνησα σ’ αυτή την τάξη, που δημιουργήθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα τότε, συνέχισα και έμεινα. Όλη η ζωή κινείται γύρω από τη μουσική γιατί είναι επάγγελμα, αλλά είναι και τρόπος ζωής. Για πολλούς ανθρώπους μπορεί να είναι απλά ένα χόμπι, σε εμάς όμως είναι ένας συνδυασμός χόμπι και επαγγέλματος. Οπότε καλύπτει όλη την καθημερινότητα, που πάντα (με έμφαση), ορίζεται από μια πρόβα, από μια συναυλία, από τη μελέτη…
Σ.Κ.: Εγώ κατάγομαι από την Κέρκυρα, όπου όλα τα παιδιά μαθαίνουν μουσική στη Φιλαρμονική, εκεί κατά κύριο λόγο υπάρχουν σχολές για πνευστά όργανα. Σημαντικό είναι ότι συμμετέχουμε από πολύ νωρίς στα μουσικά σύνολα, δηλαδή στη μπάντα, παίζοντας σε συναυλίες, στις λιτανείες και σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Από εκεί γεννήθηκε η αγάπη για τη μουσική. Ενώ ξεκίνησα μουσική μικρός, στα 10 μου, το όμποε το ξεκίνησα σε μεγαλύτερη ηλικία, γιατί δεν υπήρχε αρχικά δάσκαλος. Από κει και πέρα, το ποιο όργανο επιλέγει κανείς εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του. Κατά κάποιο τρόπο το όργανο σε επιλέγει… Δηλαδή ελκύεσαι από το ηχόχρωμα, ακόμα και από τους μουσικούς που βλέπεις.
-Θα μπορούσατε να μας πείτε και λίγα λόγια για το όργανο με το οποίο ασχολείστε ο καθένας;
Γ.Ξ.: Η άρπα είναι ένα έγχορδο νυκτό όργανο (σ.σ. ονομάζονται έτσι τα έγχορδα από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη νύξη των χορδών τους, που γίνεται είτε με τα δάχτυλα είτε με πένα). Η άρπα μέσα στην ορχήστρα έχει ένα ξεχωριστό ρόλο, δεν ανήκει πουθενά, ούτε ακριβώς στα έγχορδα. Ο 20ος και ο 21ος αιώνας έχουν δώσει μια νέα ώθηση στο όργανο, που μέχρι τώρα βασιζόταν σε έργα του 19ου αιώνα. Η σύγχρονη μουσική βάζει την άρπα στο προσκήνιο όλο και πιο έντονα.
Σ.Κ.: Το όμποε έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ορχήστρα, είναι σολιστικό, με πολύ χαρακτηριστικό ήχο. Στη σύγχρονη μουσική επίσης φαίνεται ότι έχει πολύ έντονη παρουσία, κυρίως, κατά τη γνώμη μου, λόγω του Heinz Holliger.
-Θα εκτελέσετε μεταξύ άλλων δύο έργα των Elliott Carter και Heinz Holliger, που δημιουργήθηκαν χάρη στη φιλία τριών ανθρώπων: του Κάρτερ, του Χόλιγκερ και της γυναίκας του, Ursula. Πώς αυτή η ανθρώπινη σχέση επηρέασε το ρεπερτόριο των συγκεκριμένων οργάνων;
Γ.Ξ.: Θεωρώ ότι η συνύπαρξη και φιλία των τριών ανθρώπων σίγουρα έφερε την άρπα ένα βήμα πιο μπροστά, αλλά όχι ως προς τις τεχνικές [που χρησιμοποιήθηκαν], γιατί πιστεύω ότι αυτές υπήρχαν ήδη. Δημιουργήθηκαν όμως επιπλέον έργα για το όργανο, που έχει ένα πολύ περιορισμένο ρεπερτόριο. Η ύπαρξη της Ούρσουλα Χόλιγκερ, μιας πολύ αναγνωρίσιμης αρπίστριας, έδωσε αμέσως την ευκαιρία και σε άλλους συνθέτες όπως ήταν ο Μπέριο, ο Κάρτερ ακόμα και ο Τακεμίτσου, να γράψουν έργα αφιερώνοντάς τα σε εκείνη.
Εμείς στην Ελλάδα, αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να έρθουμε σε επαφή με Έλληνες συνθέτες και η γνωριμία αυτή να φέρει κάποια έργα, που ελπίζω ότι θα μείνουν στο μέλλον και θα γίνουν ρεπερτόριο του οργάνου. Εγώ προσπαθώ τουλάχιστον να είναι αυτή η δική μου συνεισφορά στη σύγχρονη μουσική, να υπάρξουν καινούρια έργα, μερικές φορές ζητώντας τα κιόλας (γελάει), παρακαλώντας συνθέτες, για να μπορέσουν να γραφτούν κι άλλα έργα για την άρπα ή να δημιουργηθούν έργα για μεγαλύτερα σύνολα που να περιλαμβάνουν όμως μέσα και την άρπα.
Σ.Κ.: Επιλέξαμε έργα που δημιουργήθηκαν μέσα από τη σχέση των τριών αυτών μουσικών. Από τον Χόλιγκερ ξεκίνησε η δημιουργία πολλών έργων από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα για το όμποε, που από την εποχή του μπαρόκ είχε μείνει λίγο στην αφάνεια. Έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο ρεπερτόριο της ορχήστρας, αλλά στη μουσική δωματίου πέρασε σε δεύτερη μοίρα, λόγω της εξέλιξης του πιάνου και του βιολιού, όπου υπήρχαν τεράστιες δυνατότητες. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα όμως, βλέπουμε τους συνθέτες να στρέφονται και στα υπόλοιπα όργανα μεταξύ των οποίων το όμποε και η άρπα.
Στη συναυλία θα παρουσιαστεί, επίσης ένα έργο του συνθέτη Βάσου Νικολάου για όμποε και live ηλεκτρονικά. Ποιές είναι οι πρώτες εντυπώσεις, ως εκτελεστής, από αυτό το νέο έργο;
Σ.Κ.: Στις 23 Ιανουαρίου θα δοθεί η παγκόσμια πρώτη του έργου Pastoralien του φίλτατου Βάσου Νικολάου, έργου για όμποε και ηλεκτρονικά, οπότε αναμένω με ενδιαφέρον τις εντυπώσεις των ακροατών μας. Επίσης θα πρέπει να σας πω ότι πρόκειται για live ηλεκτρονικά, κάτι που σημαίνει ότι θα διαμορφώνονται οι ήχοι σε πραγματικό χρόνο, ως ηλεκτρονική επεξεργασία του ζωντανού ήχου του όμποε… Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως απαιτητικό έργο, που αξιοποιεί μια ευρύτερη ηχητική παλέτα, όπως τα μικροδιαστήματα, τα multiphonics, επίσης γρήγορα δεξιοτεχνικά περάσματα και άλλα παρόμοια. Δεξιοτεχνία στο μάξιμουμ!
Προφανώς για να παίξει κανείς τέτοια έργα χρειάζεται να ανακαλύψει διάφορες τεχνικές στο όργανο και θα λέγαμε να γράψει το δικό του “manual”, μια διαδικασία που συχνά απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά για μένα ήταν μια πολύ δημιουργική εργασία! Επίσης να σας πω ότι μου αρέσει πολύ που χρησιμοποιεί μικροδιαστήματα (τέταρτα του τόνου) και προκύπτουν άλλα κουρδίσματα, με λεπτές αποχρώσεις. Το όμποε έχει μεγάλη παλέτα ηχοχρωμάτων.
– Τι το ενδιαφέρον χαρακτηρίζει αυτό το έργο σε σχέση με το χώρο της σύγχρονης μουσικής;
Σ.Κ.: Είναι ένα πρωτότυπο έργο, κυρίως για τον ελληνικό χώρο, όπου σε μεγάλο βαθμό έχω μελετήσει το σχετικό ρεπερτόριο, λόγω της χρήσης των live ηλεκτρονικών. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα έντονο στοιχείο στις συνθέσεις του Βάσου και χαίρομαι διότι για μένα αυτή η πρώτη μας συνεργασία έχει το ενδιαφέρον του νεωτερισμού στο ρεπερτόριο. Τα υπόλοιπα θα φανούν συν τω χρόνω!
-Τι να περιμένει το κοινό από τη συναυλία σας στο Πάντειο, ιδίως το κοινό που ίσως δεν έχει επαφή με τη σύγχρονη μουσική;
Γ.Ξ.: Η σύγχρονη μουσική είναι ένα παράθυρο επικοινωνίας με τον σύγχρονο κόσμο. Βασίζεται πάνω στις δυνατότητες του κάθε οργάνου, εκμεταλλεύεται τα ηχοχρώματα που αυτό παράγει και μέσα από εκεί χτίζει ένα έργο ή ένα διάλογο ανάμεσα σε δύο έργα. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο για τους ανθρώπους που δεν έχουν κλασική παιδεία και που θέλουν να παρακολουθήσουν μια συναυλία σύγχρονης μουσικής, το ότι δεν είναι απαραίτητο να «γνωρίζουν». Νομίζω ότι η δυνατότητα ενός καλού έργου να χρησιμοποιεί τα ηχοχρώματα του κάθε οργάνου, φέρνει σε [μια πιο στενή] επαφή τον ακροατή με το εκάστοτε όργανο.
Σ.Κ.: Θα επιδιώξουμε να δώσουμε μια εντύπωση, έστω και πρώτη ενδεχομένως σε κάποιους, για το εύρος των ήχων που μπορεί να παράγει το όμποε. Γιατί, αν κάποιος γνωρίζει το όργανο μόνο μέσα από την ορχήστρα και το συμφωνικό ρεπερτόριο, ίσως έχει μία εντύπωση που αφορά μόνο αυτή την πλευρά του –νοσταλγικές τονικές μελωδίες, μια λυρική έκφραση. Δεν έχει έντονα την εντύπωση ότι το όμποε μπορεί να είναι ένα δεξιοτεχνικό όργανο. Ξέρετε, δεν χρειάζεται κανείς να ξέρει μουσική. Μπορεί να κλείσει τα μάτια του, να αφεθεί, και αν ακούσει με καλή πρόθεση θα έχει μία καινούρια εμπειρία, που ίσως προσθέσει κάτι στο «ηχητικό σύμπαν» του.
Μια γενικότερη τάση των συνθετών είναι να ψάχνουν να δημιουργήσουν νέους ήχους, νέες τεχνικές, νέες δυνατότητες, σε συνεργασία με μουσικούς που έχουν αυτή την περιέργεια και πραγματοποιούν έρευνα πάνω στα όργανα. Φυσικά, η τεχνική δεν είναι αυτοσκοπός, είναι περισσότερο η αναζήτηση νέων ήχων. Η μουσική που έχουμε διαλέξει για αυτή τη συναυλία, είναι έργα ορόσημα : π.χ. η Sequenza του Μπέριο, που διερευνά πολλούς νέους ήχους, και αντίστοιχα το έργο του Κάρτερ μαζί με την άρπα, ή το έργο του Χόλιγκερ επίσης μαζί με άρπα, όλα αυτά έχουν ένα ιδιαίτερο ύφος.
Σας ευχαριστούμε πολύ. Ραντεβού λοιπόν στις 23 Γενάρη!
Πρόγραμμα συναυλίας
Luciano Berio: “Sequenza VII”, για σόλο όμποε (1969), 8΄
Βάσος Νικολάου: Νέο έργο για όμποε και ηλεκτρονικά * (2018) 10΄
Mario Lavista: “Marsias”, για όμποε και κρυστάλλινα ποτήρια ** (1982) 10΄
Elliot Carter: “Trilogy”, για όμποε και άρπα (1992) 15΄
Heinz Ηolliger: “Bouquet de pensées” (επιλογές), για όμποε ή όμποε ντ’ αμόρε και άρπα (1995-2010), 15΄
Σπύρος Κοντός: όμποε, όμποε ντ’ αμόρε
Γωγώ Ξαγαρά: άρπα
Με τη συμμετοχή φοιτητών του Παντείου (παίξιμο κρυστάλλινων ποτηριών)
Υπεύθυνη πρότζεκτ: Λορέντα Ράμου
Υπεύθυνος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου: Γεώργιος Μιχαήλ Κλήμης
Ημερομηνία: 23/1/2019, 20:30
Αίθουσα Τελετών Παντείου Πανεπιστημίου (Ισόγειο Παλαιού Κτιρίου), Λεωφόρος Συγγρού 136, Καλλιθέα
Φωτογραφίες: Μαίρη Μπουλή
Διαβάστε επίσης:
Μουσική εκτός Στέγης: Μια γέφυρα μουσικής πάνω από τη Συγγρού Vol. 4