Η πρώτη μου επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες, αρκετούς μήνες πριν, είχε διάρκεια μόλις πέντε λεπτών.

Το επισκέφτηκα μαζί με φίλους για να παρακολουθήσουμε την παρουσίαση ενός βιβλίου γνωστού Έλληνα συγγραφέα. Παρόλο που είχαμε όμως φτάσει στην ώρα μας, προς μεγάλη μας έκπληξη, ήταν τόσο γεμάτο από τους φανατικούς οπαδούς του συγγραφέα και του βιβλιοπωλείου, που αποφάσισα πως άξιζε να επιστέψω μιαν άλλη στιγμή και να του δώσω το χρόνο και την αξία που του αρμόζει.

Έτσι, κράτησα στο μυαλό μου το φωτεινό εκείνο χώρο με τη γυριστή εσωτερική σκάλα και τη μικρή αυλή στο πίσω μέρος, και σημείωσα στην άκρη του μυαλού μου το όμορφο συναίσθημα που μου άφησε η πρώτη μας εκείνη επαφή…

Την προηγούμενη εβδομάδα λοιπόν, ήταν η στιγμή της επιστροφής.

Ο Αλκιβιάδης Τεμπονέρας ήταν εκεί και μας περίμενε ως φιλόξενος οικοδεσπότης και ως ένας άνθρωπος που πάνω από όλα αγαπάει τα βιβλία και τους δημιουργούς τους. Δεν ήταν όμως μόνος. Μαζί του, μια υπέροχη γάτα με το όνομα Βενέτσια ήταν εκεί, και γεμάτη αυτοπεποίθηση για την ομορφιά και την μοναδικότητα της, κατάφερε ως γνήσιο θηλυκό να μας αποσπάσει την προσοχή.

Παρόλα αυτά όμως, έχοντας μια αδυναμία στις στριφτές εσωτερικές σκάλες, έριξα μια ματιά στον μικρό πάνω όροφο  που με πολύ χαρά θα αντάλλαζα με το μικρό μου διαμέρισμα προκειμένου να ξυπνώ ανάμεσα σε τοίχους γεμάτους βιβλία και να παίρνω το πρωινό μου στη μικρή πίσω αυλή που διατίθεται για λίγη ηρεμία, διάβασμα και φιλότεχνες συζητήσεις.

Πραγματικά αυτό το βιβλιοπωλείο είναι, όπως πολλές φορές έχει γραφτεί, μια όραση για τις γειτονιές του Παγκρατίου, και για πολλές ακόμα της Αθήνας θα συμπλήρωνα με μεγάλη βεβαιότητα.

Νομίζω πως την ίδια γνώμη με εμένα θα είχε και ο συγγραφέας Γιώργος Μητάς που σε λίγο επισκέφτηκε το χώρο και που θα ήταν ο σημερινός μας καλεσμένος.

«Το σπίτι» είναι το δεύτερο βιβλίο του Γιώργου Μητά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη και αν κάτι στα μάτια μου το κάνει ακόμα πιο σημαντικό είναι επειδή ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία του, είναι το νησί της  Ύδρας που είναι και ο τόπος καταγωγής μου.

Επομένως, πολύ πριν μπω στην διαδικασία να το διαβάσω και να το παρουσιάσω, η αλήθεια είναι ότι το είχα ήδη «συμπαθήσει».

Από τον τίτλο του και μόνο, ως γνώστης κάθε γωνιάς του νησιού, το μυαλό μου ήδη ταξίδευε στα μεγάλα πέτρινα αρχοντικά με τους περιποιημένους κήπους και τους ψηλούς φράχτες, που από παιδί κιόλας, κατάφερναν να κεντρίσουν τη φαντασία μου και την περιέργεια μου.

Από «Το Σπίτι» της Ύδρας λοιπόν στις Πλειάδες του Παγκρατίου, και το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου είναι η απορία του «γιατί μια ιστορία στην Ύδρα και όχι κάπου αλλού».

«Γιατί η Ύδρα είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στην Ελλάδα, ίσως το πιο αγαπημένο μαζί με τη Σίφνο. Γιατί αγαπώ την ομορφιά της όταν την αντικρίζω ανθισμένη, γιατί μου αρέσει ο μυστικισμός που μοιάζει να κρύβεται πίσω από τους ψηλούς πέτρινους τοίχους κάποιων αρχοντικών, γιατί δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα υπέροχο πάρτι που είχε γίνει εκεί το 2001 για τον Λέοναρντ Κοέν και ήταν ίσως ένα από τα πιο αξέχαστα τριήμερα της ζωής μου…»

 

Καθώς ακούω τον Γιώργο Μητά να μιλάει για την Ύδρα, ταυτόχρονα το μυαλό μου ταξιδεύει σε όλες εκείνες τις γωνιές που περιγράφει, σε όλα εκείνα τα χρώματα και τις μυρωδιές που σε κάνουν, αν την αγαπήσεις, να της μείνεις και αιώνια πιστός.

Αναρωτιέμαι όμως πως μπορεί να ξεκίνησε το ταξίδι του συγγραφέα πάνω στις λέξεις, ήταν άραγε αυτό που πάντα ονειρευόταν;

«Θεωρώ πως ένα από τα πιο όμορφα πράγματα στη ζωή, είναι να γράφεις ιστορίες. Ήξερα από μικρός πως ότι και αν κάνω στη ζωή μου, κάποια στιγμή θα γράψω κάτι… Θυμάμαι τον πατέρα μου, όταν ήμουν μικρός, διάλεγε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, το άνοιγε σε μια τυχαία σελίδα και από μια απλή πρόταση ξεκινούσε να φτιάχνει και να μας διηγείται  μια δική του ιστορία… Κάπως έτσι ξεκίνησα και εγώ να διαβάζω, από αγάπη για περιπέτεια και καινούριες εξερευνήσεις».

 

Με τις παραστατικές περιγραφές του συγγραφέα, νιώθω ξαφνικά να χάνομαι και εγώ, να επιστρέφω πίσω στο χρόνο, και σαν παιδί, να προσπαθώ να φανταστώ τις ιστορίες που ο μπαμπάς του σκαρφιζόταν κάθε φορά, περιμένοντας γεμάτος περιέργεια για τη συνέχεια…

Προσπαθώ ταυτόχρονα να σκεφτώ, εκτός από τα βιβλία και το διάβασμα, τι θέση μπορεί να είχε το παιχνίδι στη ζωή του ως παιδί. Υπήρχε χρόνος για λίγη ανεμελιά, για λίγη περιπέτεια ή ήταν το καλό παιδί που συνεχώς έβρισκες απομονωμένο με ένα βιβλίο στο χέρι;

Η απάντηση ήταν μάλλον παραπάνω από απρόβλεπτη και ζηλευτή.

«Ήμουν ένα ζωηρό παιδί. Αρχηγός της μπάλας, αγαπούσα το ποδόσφαιρο, τις παρέες μου, και τα στρατιωτάκια ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι. Παρόλα αυτά, μετά τα παιχνίδια με τους φίλους και τις σκανταλιές, ήξερα πως ήθελα να αφιερώσω χρόνο και στο διάβασμα. Το να διαβάζω τα βιβλία του Ιούλιου Βερν για παράδειγμα, ήταν για εμένα η συνέχεια της περιπέτειας και το διάβασμα τους, ένας διαφορετικός τρόπος μάθησης…»

Με το μυαλό μου σκορπισμένο σε διαφορετικές εποχές και σημεία, μαγεμένο από τις ιστορίες και τις εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά μου, νομίζω πως θα μπορούσα να μιλάω με τον Γιώργο Μητά, πραγματικά για πολλές ώρες. Ο ποιητικός τρόπος αφήγησης του σε καθηλώνει και έχει την ικανότητα να σε μεταφέρει μέσα στην ίδια την εμπειρία, πράγμα που θαυμάζω και χειροκροτώ σε ένα συνομιλητή.

Μερικά πράγματα τελικά συμβαίνουν αβίαστα και όπως ο ίδιος ο συγγραφέας λέει «οι ιδέες έρχονται από μόνες τους, δεν τις κυνηγάς, εμφανίζονται αβίαστα ως εικόνες…»

Καθώς το σκοτάδι είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα ψηλά κτήρια του κέντρου και ο μικρός κήπος στο πίσω μέρος του βιβλιοπωλείου ήταν έτοιμος να ξεκουραστεί, στο τελείωμα της ημέρας και της κουβέντας, αναρωτιέμαι αν τελικά το όνειρο κατάφερε να γίνει πραγματικότητα.

«Οι στόχοι, έγιναν τελικά πραγματικότητα! Αυτό που ονειρευόμουν από παιδί, είναι έτσι όπως ακριβώς το είχα φανταστεί… Τέλειο».

Με αυτή τη φράση, με αυτό το απίστευτα ελπιδοφόρο και αισιόδοξο τελείωμα, ένιωσα να φτάνει και στη δική μου ψυχή η αίσθηση δικαίωσης και πληρότητας  για  οποιαδήποτε αγαπάς, ονειρεύεσαι, δουλεύεις και τελικά πραγματοποιείς.

Ακούγοντας αυτές τις τελευταίες λέξεις από τον Γιώργο Μητά, κατάφερα να κατανοήσω ακόμα καλύτερα το «σκοτεινό κομμάτι» του βιβλίου και την αγωνία του ήρωα του  για το αν  τελικά θα καταφέρει να φτάσει μέχρι το τέλος του στόχου και την χαρά της γνώσης μέχρι το τέρμα του δικού του «ταξιδιού».

Και ίσως πρέπει εδώ να ομολογήσω, πως μετά από πολλά χρόνια, με χαρά κατάφερα να πιάσω στα χέρια μου ένα βιβλίο και να το τελειώσω μέσα σε τρεις ημέρες.

«Το σπίτι», είχε τελικά καταφέρει να  «παρασύρει» και εμένα στα δικά του μυστήρια…

Λίγο πριν δώσουμε τα χέρια και πούμε καληνύχτα, ζήτησα από τον συγγραφέα και τον οικοδεσπότη να περιπλανηθούν για λίγο στα φιλόξενα ράφια του βιβλιοπωλείου και αυθόρμητα να διαλέξουν ένα από τα δικά τους αγαπημένα βιβλία.

Ο πρώτος, διάλεξε «Το μαγικό βουνό» από τις εκδόσεις Εξάντας ένα βιβλίο του Τόμας Μάν, αφιερωμένο στα βασικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης που σχετίζονται με τον έρωτα, το χρόνο, τη ζωή και το θάνατο, και που όπως αναφέρει ο ίδιος ο Τόμας Μαν, είναι ένα βιβλίο που δεν αρκεί να διαβαστεί μόνο φορά. Ο δεύτερος, διάλεξε «Το βιβλίο του Ντάνιελ» του Ε.L. Doctorow  από τις εκδόσεις Πόλις, ένα βιβλίο «χρονικό μιας τραγωδίας», από έναν συγγραφέα που οι New York Times τοποθετούν στην πρώτη γραμμή των Αμερικανών συγγραφέων.

Με τη σειρά μου, διάλεξα το δικό μου αγαπημένο βιβλίο στο χώρο, το «Μια υπόθεση ευδαιμονίας» του Διονύση Καψάλη, από τις εκδόσεις Άγρα, μια συλλογή ποιημάτων που πραγματικά αξίζει να βρίσκεται στην «ποιητική γωνιά» κάθε βιβλιοθήκης.

Και αφού η επίσκεψη μας έφτασε επισήμως στο τέλος της, βγήκαμε για τελευταία φορά στη μικρή πίσω αυλή προς αναζήτηση της Βενέτσιας, μιλήσαμε για το επόμενο ταξίδι στην Ύδρα, απολαύσαμε τα χρώματα της νύχτας που μόλις πλησίαζε, και χορτάτοι από βιβλία και μαγικές ιστορίες, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη φορά.

Μέχρι τότε, οι Πλειάδες θα παραμένουν ένα από τα αγαπημένα μου σημεία στο κέντρο της Αθήνας, και «Το σπίτι»,  ένα από τα ξεχωριστά βιβλία που θα μου θυμίζουν ακόμα πιο έντονα την ιδιαίτερη και αγαπημένη μου πατρίδα…

«Το σπίτι», είναι το δεύτερο βιβλίο του Γιώργου Μητά από τις εκδόσεις Κίχλη, με πρώτο τις  «Ιστορίες του Χάλ» για το οποίο και βραβεύτηκε από το περιοδικό Διαβάζω με το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.

Μια παράξενη πρόσκληση, ένας εκκεντρικός συλλέκτης και ο υπηρέτης του, ένας νέος επίδοξος συγγραφέας και μια ασυνήθιστη δοκιμασία: αυτοί είναι οι αρμοί γύρω από τους οποίους αρθρώνεται η πλοκή του Σπιτιού, μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται στη χειμωνιάτικη Ύδρα, μέσα στους τοίχους ενός απομονωμένου αρχοντικού. Ο κύριος Κάλφογλου, ο οικοδεσπότης, ο Συμεών, ο ιδιόρρυθμος μπάτλερ, και ο καλεσμένος τους, ο συγγραφέας Νίκος Βελισάρης, είναι δέσμιοι ενός αλλόκοτου παιχνιδιού με αβέβαιη έκβαση…
Συνδυάζοντας στοιχεία ιστορίας μυστηρίου, αστυνομικής πλοκής, ψυχολογικού θρίλερ, αλλά και της λογοτεχνίας του φανταστικού, «το Σπίτι» είναι μια αλληγορία για την περιπέτεια της γραφής, για τη γοητεία που ασκεί αλλά και τους κινδύνους που ενέχει.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ευχαριστούμε το βιβλιοπωλείο Πλειάδες στο Παγκράτι (Σπύρου Μερκούρη 62) για τη φιλοξενία, το συγγραφέα Γιώργο Μητά για την όμορφη συντροφιά και την περιπλάνηση στην αγαπημένη μου Ύδρα, καθώς και τις εκδόσεις Κίχλη, για την συνεργασία τους.

Φωτογραφιες, Γιάννης Ζαμπέλης