Εισερχόμενοι στο φουαγιέ του μουσείου αντικρίσαμε έναν τοίχο από φυτά σε γλάστρες, εκεί που πριν υπήρχε η ρεσεψιόν και ένα κεντρικό ‘δέντρο της πλατείας’ – συμμετοχικό πρότζεκτ από πολύχρωμα υφάσματα του Stephan Goldrajch, ως μία προσπάθεια να βιωθεί πιο οργανικά η είσοδος στο λόμπι ενός μουσείου τέχνης.
Στη παρουσίαση της η Κατερίνα Γρέγου μίλησε για νέα επανεκκίνηση ενός μουσείου πιο ανοιχτού, φιλόξενου και συμπεριληπτικού, και καθώς δεν υπήρξε χρόνος για ερωτήσεις, μένει να μας δοθεί η ευκαιρία να απολαύσουμε έμπρακτα τι θα αφορά αυτή η φιλοξενία. Αντιλαμβανόμαστε ότι όλες οι παραγωγές θα είναι του ΕΜΣΤ και έτσι δεν θα υπάρχουν υλοποιήσεις εξωτερικών προτάσεων. Βασική επιδίωξη αποτελεί το ΕΜΣΤ να γίνει να γίνει πόλος έλξης στην πόλη. Έμφαση δόθηκε στο πόσο λίγα δημόσια χρήματα ξοδεύτηκαν για το revamping του μουσείου στα πλαίσια ενός μοντέλου βιωσιμότητας και επανάχρησης πραγμάτων και υλικών, καθώς το οικολογικό ζήτημα βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των θεμάτων που ενδιαφέρουν την επιμελητική κατεύθυνση.
Επίσης έμφαση δόθηκε και στη ριζική αναδιάρθρωση της συλλογής, και ήδη είδαμε πολλά έργα να έχουν αλλάξει θέση ή να έχουν αφαιρεθεί. Ανακοινώθηκε ότι αργότερα μέσα στη χρονιά, η ιδέα της μόνιμα εκτεθειμένης συλλογής θα καταργηθεί και ότι κάποια από τα έργα θα εμφανίζονται σε θεματικές παρουσιάσεις. Υπήρξε μνεία της δωρεάς της Συλλογής Δασκαλόπουλου και της νέας συνεργασίας με την Tate Modern. Η νέα διευθύντρια δήλωσε ότι είναι ευτύχημα που το μουσείο υποστηρίζεται από το κράτος, και ότι θα προάγει έναν σαφή και υγιή κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό, καθώς η Ελλάδα παράγει τέχνη χωρίς πλέον να αντιγράφει, και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την περιφερειακή της θέση στο ζήτημα της εντοπιότητας. Σε αυτό το σταυροδρόμι του Νότου, το ΕΜΣΤ ζητά να δώσει το στίγμα ενός μητροπολιτικού μουσείου μεσαίου μεγέθους αναδεικνύοντας την Ελληνική παραγωγή.
Με αυτά για πρόλογο, περιηγηθήκαμε στην κεντρική έκθεση Statescraft των 39 καλλιτεχνών, 9 εκ των οποίων Έλληνες. Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό σε σχέση με τον τίτλο και την αβανταδόρικη θεματική της έκθεσης, τους τρόπους δηλαδή κατασκευής και λειτουργίας του κράτους, είναι η προσμονή ότι θα παρακολουθήσουμε τις ενδελεχείς έρευνες των καλλιτεχνών επάνω στις ανάγκες δόμησης της οντότητας που ονομάζουμε κράτος, μία έρευνα που θα εξελίσσεται γύρω από μία στάση διαρκούς ιστορικοπολιτικής κριτικής. Η νεότερη Ελληνική ιστορία έχει όσους θριάμβους, ματαιώσεις, παραπολιτικά, νεκροπολιτικά και λοιπά δράματα χρειάζονται για να αποτελέσει πεδίο δόξης λαμπρό για μία αληθινά κριτική έκθεση με αυτή τη θεματολογία. Όμως μία τέτοια σκοπιά πιθανώς να γινόταν κάπως στενάχωρη για ένα μουσείο που τελεί κάτω από κρατική πρόνοια και έτσι οι πηγές καλλιτεχνικής έμπνευσης στη συγκεκριμένη περίπτωση διαχέονται ανά το χρόνο και γύρω από τον πλανήτη, και το εικαστικό αποτέλεσμα είναι συχνά εντυπωσιακό αλλά κάπως αποστασιοποιημένο, έχοντας λειάνει τις επίμαχες γωνίες.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Για παράδειγμα η επιλογή έργων όπως η Έγχρωμη Αποκατάσταση της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας κατά τη διάρκεια της Χούντας του Αναστάση Στρατάκη, κάνει ένα δεικτικό σχόλιο επάνω στην – αναμενόμενη- εργαλειοποίηση της ιστορίας από ένα ανελεύθερο καθεστώς. Όμως στο μυαλό έρχονται άλλες αντίστοιχες σύγχρονες ‘αφές’ και ‘εθνικοί επέτειοι’ που δημιούργησαν-ουν τις συνθήκες ώστε να χρειάζεται να έχει νόημα μία έκθεση γύρω από το σύγχρονο αμοραλιστικό statecrafting και επιδέξιο spindoctoring.
Αντίστοιχα οι Πρέσπες του Πάνου Κοκκινιά, λειτουργούν εξαιρετικά ως μία βουκολική εκδοχή περιφερόμενου θιάσου ενός εθνικού αφηγήματος θριαμβευτικής εξωτερικής πολιτικής, όμως θα είχε ενδιαφέρον να παρουσιαστεί και η άλλη πλευρά του νομίσματος που περιλαμβάνει εθνικιστικές τηλε-πωλήσεις κυβερνητικών λειτουργών και ταυτόχρονα ουρές εθνικοφρόνων έξω από σουπερμάρκετ στα Σκόπια, με ντοκιμαντεριστική ματιά χωρίς ίχνος λαϊκισμού, ο οποίος στις μέρες μας είναι από μόνος του το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα παγκοσμίως, και θα άξιζε να θιχτεί στην έκθεση.
Χωροταξικά η έκθεση ξεκινά με ένα σημαντικό έργο παγκόσμιου ενδιαφέροντος, το περίπτερο μυθοπλασίας του Szabolcs KissPál, ένα πλασματικό μουσείο και δύο βιντεοπροβολές, μία πολυπεπίπεδη εγκατάσταση που πραγματεύεται την κατασκευή μιας εθνικιστικής φιλοσοφίας, και δη της ουγγρικής, όμως το αποτέλεσμα των συμβόλων και των χειρονομιών φέρει ανατριχιαστικές μνήμες. Από τον τοπιογραφικό ρομαντισμό γηγενών μύθων, στην κατασκευή εξωγενών απειλών, και τη δημιουργία του αισθήματος ανωτερότητας μέσα από αλληγορίες, κώδικες συμπεριφοράς και ταλισμανικές φόρμες, το πολυσύνθετο έργο του KissPál αποτελεί εγχειρίδιο αποφυγής συναισθηματικών κατασκευών ‘επίλεκτων’ λαών και συμπεριφορών κοινωνικού αποκλεισμού.
Ο Trevor Paglen ανήκει στους καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν την ερευνητική δημοσιογραφία παράγοντας ένα καταγραφικό εικαστικό αποτέλεσμα το οποίο αν και μοιάζει αποστασιοποιημένο, είναι καταγγελτικό για τις δυτικές και κατ΄επίφαση φιλελεύθερες υπερδυνάμεις. Αν τα ονόματα Lovely Horse, Lycra Tortoise, ή Lover Duck σας θυμίζουν τα ονόματα των κατοικίδιων σας, το έργο του “Code Names of the Surveillance State”, λειτουργεί σαν εικαστικός whistle blower, με ένα βίντεο κάθετης προβολής όπου σκρολάρονται τα 4000 κωδικά ονόματα του προγράμματος παρακολούθησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο State Surveillance Base, τα δύο φωτογραφικά του πορτρέτα Βάσεων Παρακολούθησης σε Βρετανία και Γερμανία αποτελούν συγκλονιστικά απόκοσμα τοπία ενός απ-ανθρώπινου πολιτισμού.
Το ανθρώπινο χέρι στην ιστορία της παγκόσμιας εξουσίας είναι ίσως το ισχυρότερο σύμβολο. Η Bani Abidi το αποτυπώνει στο μνημειώδες φωτογραφικό έργο The Reassuring Hand Gestures of Big Men, Small Men, All Men. Αυτή η εξουσία δημιουργεί τους κοινωνικούς αποκλεισμούς που διαχειρίζεται το βίντεο Statecraft της Loulou Cherinet από όπου δανείζεται τον τίτλο της η έκθεση, μέσα από τις συνεντεύξεις μεταναστών που ζητούν δουλειά ή πολιτικό άσυλο στη Σουηδία η οποία τους αντιμετωπίζει με τον όρο άτομα ‘εκτός’. Θα είχε ενδιαφέρον και μία ελληνική εκδοχή της κομβικής ερώτησης σε ποιον τελικά ανήκει το κράτος.
Το επίσης ισχυρό σύμβολο του Αστεριού στα χέρια του Jonas Staal, αποδομείται και χάνει από την ένταση του, λειτουργώντας σαν μετά-κονστρουκτιβιστικό αντικείμενο- σύμβουλο εναλλακτικών κοινοβουλίων κατά τον καλλιτέχνη. Ο συλλογισμός γύρω από τη δημιουργία αντι-κρατών έχει μεγάλο ενδιαφέρον, ο ψυχρός όμως κατασκευαστικός χαρακτήρας των γλυπτών δεν ανταποκρίνεται στον ιδεαλισμό της πρότασης. Αυτά τα θραύσματα αστεριών έχουν ανάγκη από ένα μανιφέστο για να σταθούν στα πόδια τους.
Εξίσου θαυμαστά αρχιτεκτονήματα φαντάζουν οι έδρες των Langlands & Bell στο Maison de Force, μία πανέμορφη εγκατάσταση από 7 καρέκλες σε κύκλο των οποίων η διάφανη έδρα φωτίζεται και προβάλλει τις δαντελωτές σκιές των αρχιτεκτονικών σχεδίων από 7 φυλακές ύψιστης ασφάλειας. Ένα έργο που αισθητικοποιεί την αρχιτεκτονική της καταστολής, του εγκλεισμού και της εξουσίας της έδρας.
Τα μολύβια και κάρβουνα του Thomas Kilpper είναι το tour de force έργο της έκθεσης. Το Burnout είναι η εικονογραφία της εξέγερσης, η σημειολογία της αντίδρασης. Χώροι στη Γερμανία αιτούντων ασύλου που έχουν γίνει στόχοι ακροδεξιών ομάδων μεταφέρονται στο ΕΜΣΤ και καπνίζουν ακόμα θυμίζοντας μας ότι ο τρόμος πάντα ελλοχεύει δίπλα μας και ότι στην Ελλάδα αυτές οι ομάδες βγήκαν τρίτο κόμμα.
Πολύ ενδιαφέρουσα η ερευνητική εγκατάσταση της Ελένης Καμμά Casting Call, μία παρέλαση-επέλαση επάνω στο θάρρος της γνώμης των πολιτών, πώς διαμορφώνεται, πώς εκφράζεται και πώς συνεργάζεται στην ελεύθερη εκφορά της άποψης του, ο κάθε άνθρωπος σε συνομιλία με τον συνάνθρωπο του. Μέσα από τα βίντεο και τα γλυπτά της Καμμά ξετυλίγεται μία πολυπλοκότητα αφηγήσεων με κέντρο την προσωπική αντίδραση στις καθεστυκίες δομές και κόντρα σε λογής αποκλεισμούς, μία αφήγηση που φανερώνει ένα υγιή πλουραλισμό σκέψης και έκφρασης.
Το τρικάναλο βίντεο του Liu Chuang κλείνει ελεγειακά την έκθεση μέσα από την ιστορία του ηχητικού αποτυπώματος τεχνολογικών διαδικασιών όπως η εξόρυξη bitcoin και της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, μέσα από αφηγήσεις τοπικών ιστοριών αυτοχθόνων κατοίκων και της απρόσωπης εξουσίας που ασκούν οι εταιρίες.
Η έκθεση Statecraft αν και περισσότερο ψιθυριστή και θραυσματική, παρά υποβλητική και ρέουσα, βάζει τις βάσεις μίας εκθεσιακής πολιτικής που διαφαίνεται ότι θα παρουσιάσει άκρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα με την ωρίμανση της.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ελένη Καμμά, Casting Call, 2022
Διαβάστε επίσης:
Statecraft – Διαμορφώνοντας το κράτος: Ομαδική έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης: Το νέο καλλιτεχνικό πρόγραμμα